ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΚΟΔΡΑΤΟΥ (ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ)

0


Μία παλαίφατη εκκλησία του 5ου/6ου αιώνα μ.Χ., που ήταν αφιερωμένη σε έναν Κορίνθιο μάρτυρα του Χριστιανισμού


Εικόνα 1: Γενική άποψη των καταλοίπων της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Κοδράτου της Αρχαίας Κορίνθου, που χρονολογείται τον 5ο ή 6ο αιώνα μ.Χ..


Στις βορειοανατολικές παρυφές του σύγχρονου χωριού της Αρχαίας Κορίνθου εντοπίζονται τα κατάλοιπα μίας βασιλικής των Παλαιοχριστιανικών χρόνων, η ύπαρξη της οποίας επισκιάζεται πλήρως από τον οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο της επιβλητικής Ρωμαϊκής αγοράς με το ανακαινισμένο μουσείο(1). Η θέση αναφέρεται με το τοπωνύμιο «Μπέη» και η πρόσβαση σε αυτή είναι εύκολη, ακολουθώντας για 200 μέτρα περίπου το χωμάτινο δρομολόγιο, που στρέφεται προς τα δεξιά ακριβώς στη διασταύρωση της κύριας εισόδου στον οικισμό. Χωροταξικά βρισκόταν έξω από τον οχυρωματικό περίβολο της Κορίνθου της Κλασσικής/Ελληνιστικής εποχής, αλλά εντός των ορίων των μακρών τειχών και μάλλον πλησίον της οδού προς τον λιμένα του Λεχαίου. Όμως όταν ανεγέρθηκε περί τον 5ο/6ο αιώνα μ.Χ., απείχε γύρω στα 700 μέτρα από τον αστικό ιστό της Πρωτοβυζαντινής πόλης. Η παλαίφατη εκκλησία έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο από αρχιτεκτονικής και λειτουργικής άποψης, όσο και λόγω της λατρευτικής φυσιογνωμίας της, καθώς εκτιμάται βάσιμα ότι ήταν αφιερωμένη στον Κορίνθιο μάρτυρα Κοδράτο (Λατινικά: Quadratus), ίσως την επιφανέστερη τοπική θρησκευτική προσωπικότητα. Ωστόσο, πριν προβούμε στην περιγραφή του κτιριακού συγκροτήματος, κρίνεται σκόπιμο να παραθέσουμε τα διαθέσιμα βιογραφικά στοιχεία για τον συγκεκριμένο άγιο, προκειμένου να θέσουμε ένα υποτυπώδες ιστορικό και χρονολογικό υπόβαθρο.



Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας της Αρχαίας Κορίνθου. (1) Παλαιοχριστιανική βασιλική Αγίου Κοδράτου, (2): Ρωμαϊκή αγορά – οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος, (3): Αρχαιολογικό Μουσείο, (4): Ρωμαϊκό ωδείο, (5): αρχαίο θέατρο, (6): Ασκληπιείο και κρήνη της Λέρνας.


Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, η Χριστιανή μητέρα του Κοδράτου καταγόταν από την Κόρινθο και πρέπει να έζησε εδώ πριν τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., ενώ δεν διασώζονται πληροφορίες σχετικά με τον πατέρα του. Σε κάποιο διωγμό εναντίον των Χριστιανών, η εγκυμονούσα γυναίκα διέφυγε προς μία άγνωστη ορεινή περιοχή, όπου και κρυβόταν μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Αυτή η ενέργεια φαίνεται ότι ήταν μία συνήθης πρακτική διάσωσης, καθώς στο «Μηνολόγιο» του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου(2) αναφέρεται πως εκείνη την περίοδο σφαγιάζονταν όσοι από τους Χριστιανούς συλλαμβάνονταν, ενώ πολλοί αναζητούσαν καταφύγιο σε κρυψώνες στα όρη για όσο χρονικό διάστημα ήταν απαραίτητο.

Κατά την παραμονή της στο ορεινό κρησφύγετο, η μάλλον νεαρή γυναίκα γέννησε ένα άρρεν τέκνο και του έδωσε το όνομα Κοδράτος. Το γεγονός αυτό δύναται να προσδιοριστεί εντελώς συμβατικά στη διάρκεια της ταραγμένης βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός (Gaius Iulius Verus Maximinus, 235 – 238), ο οποίος διέταξε να φονευθούν μόνο οι άρχοντες ιεράρχες των Εκκλησιών για πολιτικούς λόγους(3), αλλά σε διάφορα μέρη οι Χριστιανοί καταδιώχθηκαν απηνώς, ανάλογα με τις διαθέσεις των τοπικών κρατικών αξιωματούχων. Σύντομα, η Κορίνθια μητέρα αποβίωσε εξαιτίας των κακουχιών καταλείποντας τον νεογέννητο γιό της στην ερημιά του βουνού. Όμως, το νήπιο σώθηκε και ανατράφηκε με θαυματουργικό τρόπο, χάρη σε νέφη που συσσωρεύονταν από πάνω του, παρέχοντας του τροφή και νερό. Επίσης, με θεϊκή παρέμβαση εικάζεται ότι εντρύφησε στη Χριστιανική πίστη, αποκτώντας μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια και μόρφωση.

Με την πάροδο του χρόνου, ο Κοδράτος ενηλικιώθηκε και απέκτησε μία συντροφιά από πέντε νέους, τους Άνεκτο, Παύλο, Διονύσιο, Κυπριανό και Κρήσκεντα, που είχαν προσέλθει κατατρεγμένοι στο ορεινό κρησφύγετό του και τους οποίους κατηχούσε στις διδαχές του Χριστιανισμού. Πιθανότατα κατά τον διωγμό του 258 που εξαπολύθηκε από αυτοκράτορα Βαλεριανό (Caesar Publius Licinius Valerianus Augustus, 253 – 259), συνελήφθησαν τα μέλη της ομήγυρης εκτός από τον Διονύσιο(4). Κατόπιν οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Ιάσονα, ο οποίος είχε την έδρα του στην Κόρινθο. Ο Ρωμαίος έπαρχος της Αχαΐας προσπάθησε επίμονα με διάφορα τεχνάσματα να δελεάσει τους νεαρούς Χριστιανούς και να τους πείσει να απαρνηθούν την πίστη τους, προσφέροντας θυσία στους παγανιστικούς θεούς. Μάταια όμως. Με πρωτοστάτη τον Κοδράτο, παρέμειναν ακλόνητοι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, επιδεικνύοντας ανυπέρβλητη πνευματική ανδρεία, με συνέπεια να φονευθούν με αποκεφαλισμό δια ξίφους, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια.



Εικόνα 3: Απεικόνιση του Αγίου Κοδράτου, του «εν Κορίνθω μαρτυρήσαντος». Έργο του Αγιογράφου Ιωάννη Βέγκου.


Αργότερα τους προσφιλείς συντρόφους του ακολούθησε στο μαρτύριο και ο Διονύσιος, ο οποίος άρχισε να κηρύττει με περισσό θάρρος τον Χριστιανισμό. Μοιραία κατηγορήθηκε για αυτή τη δραστηριότητά του και αφού συνελήφθη φέρεται να παρουσιάστηκε αλυσοδεμένος στον διοικητή της Κορίνθου, που ενδεχομένως να πρόκειται για τον προαναφερθέντα Ιάσονα, χωρίς να αποκλείεται να ήταν ένας διάδοχος του. Και σε αυτή την περίπτωση, ο Ρωμαίος αξιωματούχος επιδίωξε να τον μεταστρέψει τόσο με κολακείες όσο και με απειλές, αλλά δεν κατάφερε να κάμψει τη σιδερένια θέλησή του. Ο δε Διονύσιος ομολογούσε μεγαλοφώνως και με αξιοθαύμαστη παρρησία την πίστη του στον Χριστό, γνωρίζοντας τελικά βίαιο θάνατο, καθώς μνημονεύεται ότι κατακρεουργήθηκε με μαχαίρι.

Τα μέλη της τοπικής πρωτοχριστιανικής κοινότητας κατέταξαν αμέσως τον Κοδράτο και την συνοδεία του στη χορεία των Μαρτύρων της νέας θρησκείας. Σύντομα δε αναγνωρίστηκαν και από την ιεραρχία της νεοσύστατης Εκκλησίας(5), ενώ σταδιακά η φήμη τους φαίνεται ότι εξαπλώθηκε και εκτός των ορίων της Κορινθιακής περιφέρειας. Μετά την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού, οι κάτοικοι ανέγειραν έναν σεπτό ναό πλαισιωμένο με προσκτίσματα στον θεωρούμενο τόπο του μαρτυρίου τους, που βρισκόταν στις ανατολικές παρυφές του εκτεταμένου βόρειου νεκροταφείου της αρχαίας πόλης των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων. Η δε μνήμη των αγίων καθιερώθηκε να συνεορτάζεται στις 10 Μαρτίου με ιδιαίτερη ακολουθία, την οποία συνέταξε ο εκκλησιαστικός ποιητής Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος (816 – 886), μάλλον περί τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., μέσα από την οποία εξάγονται μερικές ουσιώδεις πληροφορίες.



Εικόνα 4: Τα κατάλοιπα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής από τα νοτιοανατολικά. Ο ναός φέρεται να ανεγέρθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου Κοδράτου και της συνοδείας του.


Ειδικότερα, στον τελευταίο στίχο της Η’ ωδής του εγκωμιαστικού κανόνα σημειώνεται το εξής: «Προτειχίσματα Κόρινθος κέκτηται, των Αγίων τε τίμια λείψανα, και ιατρείον άμισθον, τον ναόν, ένθα πίστει, πας ο προστρέχων, αλγεινών και παθών απαλλάττεται»(6). Από τη διαλαμβανόμενη καταγραφή υποδηλώνεται σαφώς πως η εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στον μάρτυρα Κοδράτο και στους «συν αυτώ αθλήσαντες», διατηρείτο τουλάχιστον έως τις αρχές της μέσης Βυζαντινής περιόδου (842 – 1204), αφού ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος γνώριζε την παρουσία της. Μάλιστα εκεί φυλάσσονταν και τα τίμια λείψανα των αγίων, στα οποία αποδίδονταν θεραπευτικές ιδιότητες, αποτελώντας τα εφέστια προστατευτικά ερείσματα της πόλης. Στον δε τελευταίο στίχο της Ζ’ ωδής μνημονεύεται ιδιαίτερα ότι «Ως μυροθήκη νοητή, μύρα ιαμάτων Κοδράτε, η των λειψάνων σου σορός, αναβλύζει παθών απελαύνουσα, το δυσώδες και φλέγουσα, των δαιμόνων παρατάξεις θεία προνοία». Άρα λοιπόν κατά τον 9ο αιώνα, πιστευόταν πως η σορός του μάρτυρα απάλλασσε τους πάσχοντες από τα πάθη τους και κατέκαιγε τους δαίμονες, ενώ από αυτή έρρεε θαυματουργικά μύρο. Επίσης, στην παρακείμενη κλιτύ υπάρχει μία πηγή, η οποία πιστευόταν ότι ήταν αγίασμα, καθώς φερόταν να ανέβλυζε από το σημείο αποκεφαλισμού του Κοδράτου.



Εικόνα 5: Τα κατάλοιπα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής όπως αποκαλύφθηκαν κατά την διάνοιξη του υδραγωγού καναλιού το 1961. Διακρίνονται τα ευρεθέντα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. (1): τοίχος, (2): εγκάρσιο κρηπίδωμα, (3): τάφος με καλυπτήριες πλάκες. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 78α).


Όπως συνάγεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, το κτιριακό συγκρότημα της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας πρέπει να απαξιώθηκε μάλλον στα τέλη του 12ου αιώνα μ.Χ. κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Με την πάροδο των αιώνων, τα ερείπια του καλύφθηκαν από φυσικές επιχωματώσεις, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί κάθε ορατό ίχνος του και να απαλειφθεί ακόμα και η ανάμνησή του. Ωστόσο, έμελλε να έρθει και πάλι στο φως εντελώς τυχαία στη νεότερη εποχή. Το 1961 κατά τη διάνοιξη ενός υδραγωγού καναλιού στην τοποθεσία από συνεργείο του Υπουργείου Γεωργίας, βρέθηκαν ένα μαρμάρινο κρηπίδωμα που ενωνόταν εγκάρσια με ένα τμήμα τοίχου και ήταν σε επαφή με ένα τάφο, δύο μαρμάρινες βάσεις, ένας πεσσίσκος και ένα ευμέγεθες περίτεχνο κορινθιάζον κιονόκρανο, διακοσμημένο με φύλλα άκανθας και φιλοτεχνημένο στα καλλιτεχνικά πρότυπα της περιόδου του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’ (401 – 450). Αμέσως διενεργήθηκαν συστηματικές ανασκαφές από τον αρχιτέκτονα – αναστηλωτή Ευστάθιο Στίκα (1912 – 1983) με δαπάνες της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», οι οποίες συνεχίστηκαν και το επόμενο έτος, αποκαλύπτοντας πλήρως το εκκλησιαστικό μνημείο, ενώ εντοπίστηκαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη, ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, καθώς και αρκετά κινητά ευρήματα, κυρίως νομίσματα και λύχνοι.



Εικόνα 6: Δορυφορική αποτύπωση της θέσης του κτιριακού συγκροτήματος της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου και ένθετη κάτοψη των καταλοίπων. (1): μεσαίο κλίτος, (2): βόρειο κλίτος, (3): νότιο κλίτος, (4): κυρίως Ιερό Βήμα – Αγία Τράπεζα, (4α): Ιερά Πρόθεση, (4β): Διακονικό, (5): πιθανός νάρθηκας, (6): αποθηκευτική αίθουσα. (7): δωμάτιο, (8): βόρεια δεξαμενή, (9): νοτιοανατολικό πρόσκτισμα, (10): νότιο παρεκκλήσιο, (11): νότια δεξαμενή, (12): τετράγωνο πυργοειδές κτίσμα. (Πηγή ένθετης κάτοψης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικόνα 92).


Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και χρονολογήθηκε από τον ανασκαφέα Ευστάθιο Στίκα το αργότερο στον 5ο αιώνα μ.Χ., ενώ ο καθηγητής Βυζαντινής αρχαιολογίας Δημήτριος Πάλλας ανάγει την ανέγερση στην πρώτη εικοσαετία του 6ου αιώνα μ.Χ.(7). Το περίγραμμά του διασώζεται σχεδόν σε ολόκληρη την έκτασή του, διαθέτοντας μήκος 37,94 μέτρα και πλάτος 19,52 μέτρα. Το μεγαλύτερο μεσαίο κλίτος έχει πλάτος 10,32 μέτρα και κατά πάσα πιθανότητα διαχωριζόταν από τα εκατέρωθεν κλίτη με κιονοστοιχίες, οι οποίες έβαιναν επί λιθόκτιστων στυλοβατών και επιστέφονταν από κιονόκρανα προσιδιάζοντα στον Κορινθιακό και Ιωνικό ρυθμό. Το δε εύρος του βόρειου κλίτους είναι 4,48 μέτρα, ενώ του νότιου ανέρχεται στα 4,82 μέτρα.

Στο μέσο της ανατολικής πλευράς σχηματίζεται η ημικυκλική κόγχη του Ιερού Βήματος, διαμέτρου 7,40 μέτρων, έχοντας πεπλατυσμένες τις γενέσεις της, προκειμένου να εξουδετερώνονται οι ωθήσεις του τεταρτοσφαιρικού θόλου στην κορυφή της. Σε απόσταση 1,53 μέτρα δυτικά από τη χορδή της αψίδας βρέθηκε μαρμάρινη ορθογώνια θήκη θαμμένη στο έδαφος, διαστάσεων 35 Χ 22 Χ 25 εκατοστών, η οποία περιείχε θραύσματα υάλινου αγγείου. Σύμφωνα με τον Ευστάθιο Στίκα επρόκειτο για το «εγκαίνιον» της βασιλικής, δηλαδή την ειδική κρύπτη της Αγίας Τράπεζας, όπου τοποθετούνται άγια λείψανα ή ιερά κειμήλια κατά τα θυρανοίξια ενός ναού. Ίσως σε αυτό το κιβωτίδιο να είχαν εναποτεθεί κάποια τεμάχια από τα σκηνώματα του Κοδράτου και των άλλων πέντε αναιρεθέντων μαρτύρων, ενώ η πλειονότητα των τίμιων λείψανών τους να θησαυριζόταν στο εσωτερικό της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας και να ήταν προσβάσιμα για προσκύνημα στους ευλαβείς πιστούς, όπως αφήνεται να εννοηθεί στον συναφή κανόνα του Ιωσήφ του Υμνογράφου.

Επίσης, περίπου 6,70 μέτρα δυτικότερα από τη διαλαμβανόμενη χορδή διαγράφεται το εγκάρσιο μαρμάρινο κρηπίδωμα του τέμπλου, το οποίο εκτιμάται ότι απαρτιζόταν από εναλλασσόμενα μαρμάρινα θωράκια και πεσσίσκους με άνωθεν επιστύλιο και ενδεχομένως να αποτελούσε τροποποίηση του αρχικού Παλαιοχριστιανικού φράγματος του πρεσβυτερίου(8), με την προσθήκη δεσποτικών εικόνων στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους. Στη συνέχεια πρέπει να εκτεινόταν ο χώρος του σολέα(9) σε μήκος περί τα 5,30 μέτρα, με βάση τις κατόψεις της βασιλικής που παρατίθενται στις σχετικές αρχαιολογικές εκθέσεις του Ευστάθιου Στίκα (Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1961 & 1962), όπου επισημαίνεται μία δεύτερη εγκάρσια θεμελίωση μετά το Ιερό Βήμα. Παραδόξως, δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος από ένα λιθόκτιστο άμβωνα στον κυρίως ναό, συνάδοντας με τα συνήθη πρότυπα της Παλαιοχριστιανικής ναοδομίας, αλλά λόγω της αλλοιωμένης επιδαπέδιας διαστρωμάτωσης του μνημείου, δεν μπορούμε να απορρίψουμε εντελώς την πιθανή ύπαρξη μίας τέτοιας κατασκευής.



Εικόνα 7: Το μεσαίο τμήμα του Ιερού Βήματος της βασιλικής με την αψιδωτή κόγχη. Με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται η δίοδος προς τον χώρο της Ιεράς Πρόθεσης και με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το μαρμάρινο κρηπίδωμα του τέμπλου.


Στη βορειανατολική γωνία διαμορφώνεται ο χώρος της Ιεράς Πρόθεσης(10), που δεν διαθέτει κόγχη στον ανατολικό τοίχο, αλλά εκεί ανοιγόταν μία θύρα. Αντίθετα το διαμέρισμα του Διακονικού(11) στο ανατολικό τέλος του νότιου κλίτους φέρει ημικυκλική αψίδα, διαμέτρου περί τα 2,50 μέτρα, η οποία όμως διαπιστώθηκε ότι οικοδομήθηκε σε μία κατοπινή φάση από την αρχική των Παλαιοχριστιανικών χρόνων. Η δε επικοινωνία μεταξύ του μεσαίου τμήματος του Ιερού Βήματος, δηλαδή της Αγίας Τράπεζας, με την Ιερά Πρόθεση και το Διακονικό, γινόταν μέσω πλευρικών διόδων.

Η είσοδος στη βασιλική πρέπει να πραγματοποιείτο από τη δυτική πλευρά της, πλην όμως δεν έχει διασωθεί κάποιο κατώφλι. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν διαρρυθμιζόταν θύρες σε κάθε κλίτος ή αν υφίστατο μόνο μία στο μεσαίο. Επιπλέον δεν έχει αποσαφηνιστεί απόλυτα αν σχηματιζόταν ένας νάρθηκας, μολονότι οι τοίχοι των κλιτών φαίνεται να προεκτείνονται προς τα δυτικά, δημιουργώντας την υποψία της παρουσίας ενός επιπρόσθετου δομικού τμήματος, ενώ έχει αποκλειστεί η πιθανότητα να διέθετε έστω και ένα υποτυπώδες αίθριο.



Εικόνα 8: Άποψη των καταλοίπων της βασιλικής από τα δυτικά. Με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται η αψίδα της κόγχης του Ιερού Βήματος. (1): βόρειο κλίτος, (2): μεσαίο κλίτος, (3): νότιο κλίτος.


Αδιευκρίνιστο παραμένει και το είδος του δαπέδου της εκκλησίας, καθόσον διαταράχτηκε εκτενώς η επιφάνειά του από τις εκσκαφές των αρχαιολογικών εργασιών, που έφτασαν σε βάθος 50 εκατοστών από το αυθεντικό επίπεδό του. Το ίδιο ισχύει και για την ανωδομή του κτιρίου, η οποία δεν δύναται να καθοριστεί εξαιτίας της πενιχρής διατήρησης των τοίχων και της ανεπάρκειας λοιπών αρχιτεκτονικών δεδομένων (κατάλοιπα πλαισίων παραθύρων, γεισωμάτων κ.λπ.). Πάντως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το μεσαίο κλίτος ήταν υπερυψωμένο και διέθετε δίρριχτη κεραμοσκεπή, ενώ τα πλευρικά κλίτη είχαν επικλινή στέγαση.



Εικόνα 9: Κορινθιακά κιονόκρανα με διακόσμηση ανθεμίων της παλαιοχριστιανικής βασιλικής Κοδράτου. Χρονολογούνται στην περίοδο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’ (401 – 450).


Ο εσωτερικός διάκοσμος της βασιλικής φαίνεται ότι ήταν λίαν αξιόλογος, καθώς ανακαλύφθηκε ένας μεγάλος αριθμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών εξαιρετικής τέχνης, ανάγλυφων και εγχάρακτων, πολλά εκ των οποίων διακρίνονται διάσπαρτα μέσα στα ανασκαμμένα ερείπια. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα εξ’ αυτών συγκαταλέγονται ένας ακέραιος αράβδωτος κίονας ύψους 2,71 μέτρων και ένας κιονίσκος, συνολικά έξι ιωνικές βάσεις κιόνων, τρία Ιωνικά κιονόκρανα με σπείρες, τέσσερα Κορινθιακά κιονόκρανα με ανθέμια, ορισμένα αποσπασματικά κιονόκρανα που φέρουν παραστάσεις αρπακτικών πτηνών με ανοικτές τις φτερούγες, δύο τμήματα επιθημάτων – κοσμητών με ωραία γλυπτά σχέδια και ένας διαχωριστικός αμφικίονας παραθύρου ύψους 1,57 μέτρων από την κόγχη του Ιερού Βήματος με ανάγλυφο σταυρό στο επίθημα του.



Εικόνα 10: Αρχιτεκτονικά μέλη της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής Κοδράτου εναποθετημένα στον χώρο του Ιερού Βήματος. Στην ένθετη φωτογραφία παρουσιάζεται ένα διπλό θωράκιο με ανάγλυφο ρόδακα εντός κυκλικού περιβλήματος, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1962. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 52β).


Κατά τις ανασκαφές βρέθηκε πλήθος θραυσμάτων από κατάκοσμα μαρμάρινα στηθαία, καθώς και δύο σχεδόν ολόκληρα θωράκια προερχόμενα πιθανότατα από τα μετακιόνια των πλάγιων κιονοστοιχιών. Το ένα ολομερές θωράκιο ήταν διπλό και έχει λαξευμένο διττό τετράγωνο περιθώριο, ενώ στο κέντρο διαγράφεται ένας ρόδακας εντός κυκλικού περιβλήματος. Το δεύτερο φέρει έναν κύκλο με σταυρό στο μέσο του, εκατέρωθεν του οποίου σχηματίζονται φοίνικες συμβολίζοντας τον παράδεισο και στα μεταξύ τους διάκενα παρεμβάλλονται παραστάσεις επιπεδόγλυφων παγωνιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και δύο τεμάχια επιστύλιου, που πιθανότατα προέρχονται από το μαρμάρινο τέμπλο και διαθέτουν εκλεπτυσμένη έκτυπη διακόσμηση από ρόδακες και ελικοειδή ή αστεροειδή μοτίβα. Επίσης στον νότιο τοίχο του Ιερού Βήματος παρατηρούνται ψήγματα χρωματισμών, υποδηλώνοντας την ύπαρξη τοιχογραφιών τουλάχιστον στο Διακονικό, οι οποίες ενδεχομένως να ήταν μεταγενέστερες της Παλαιοχριστιανικής φάσης, με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος λειτουργικός χώρος ανακατασκευάστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.



Εικόνα 11: Θωράκιο πιθανόν προερχόμενο από τα μετακιόνια των κιονοστοιχιών της βασιλικής, με ανάγλυφη διακόσμηση σταυρού εντός κύκλου, φοινίκων και παγωνιών, όπως ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1962. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 53α).


Το αρχικό οικοδόμημα της βασιλικής πλαισιώθηκε από προσκτίσματα, λαμβάνοντας τη μορφή ενός κτιριακού συγκροτήματος. Δίπλα από τη βορειοδυτική πλευρά ανακαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μίας προσκολλημένης ορθογώνιας αίθουσας, διαστάσεων 7 Χ 14,20 μέτρων, που αντιστοιχούσε προφανώς σε μία αποθήκη, όπως μαρτυρείται από τρεις ευμεγέθεις πήλινους πίθους, οι οποίοι βρίσκονται προσαρμοσμένοι κάτω από το δάπεδο και πιθανώς χρησίμευαν για την εναποθήκευση ελαιόλαδου. Η πρόσβαση σε αυτό το βοηθητικό διαμέρισμα φαίνεται ότι γινόταν από μία θύρα στη μεσοτοιχία με το βόρειο κλίτος, ενώ προς τα ανατολικά συνδεόταν με ένα άλλο δωμάτιο απροσδιόριστης χρήσης, διαστάσεων 9 Χ 5,80 μέτρων. Επίσης ακόμα ανατολικότερα εντοπίστηκε μία ανεξάρτητη δεξαμενή με δύο ταμιευτήρες ύδατος, διαστάσεων 4,60 Χ 4,20 μέτρων, η οποία μάλλον αποτελούσε τμήμα ενός συμβατικού υδρευτικού δικτύου.



Εικόνα 12: Άποψη των καταλοίπων του βόρειου προσκτίσματος. (Α): αποθηκευτική αίθουσα, (Β): ανατολικό δωμάτιο, (Γ): εσωτερική θύρα. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται τα στόμια των πήλινων αποθηκευτικών πίθων, που βρίσκονται προσαρμοσμένοι κάτω από το δάπεδο.


‘Άλλο ένα προσάρτημα διαμορφώνεται παραπλέυρως της νοτιοανατολικής γωνίας του ναού, έχοντας διαστάσεις 4 Χ 5,20 μέτρα και φέροντας περιμετρικά ένα έδρανο (πεζούλι). Αρχικά επικοινωνούσε με το Διακονικό μέσω ενός μεγάλου ανοίγματος, πλάτους 3,90 μέτρων, το οποίο αργότερα φαίνεται ότι τροποποιήθηκε σε μία χαμηλή θύρα μικρότερου εύρους. Ο Ευστάθιος Στίκας διατύπωσε την υπόθεση ότι το μικρό διαμέρισμα ίσως να αποτελούσε το βαπτιστήριο της βασιλικής, βασιζόμενος σε έναν πήλινο αγωγό ύδατος που εντοπίστηκε στο μέσο του. Όμως οι νεότεροι μελετητές δεν αποδέχονται πλέον αυτή την άποψη, καθόσον δεν έχουν βρεθεί περαιτέρω σαφή αποδεικτικά στοιχεία, όπως τα κατάλοιπα μίας μόνιμης τελετουργικής λεκάνης στο κέντρο του κατά τα παλαιοχριστιανικά υποδείγματα.



Εικόνα 13: Το νοτιοανατολικό πρόσκτισμα της βασιλικής (εντός κόκκινου διακεκομμένου πλαισίου).


Περίπου 7 μέτρα νοτιότερα από το τελευταίο πρόσκτισμα ανακαλύφθηκαν τα ερείπια ενός επιμήκους και μονόχωρου παρεκκλησίου, διαστάσεων 3 Χ 7,30 μέτρων, το οποίο αναγνωρίζεται από την ημικυκλική αψίδα του Ιερού Βήματος. Παραπλεύρως ανασκάφηκε μία ορθογώνια δεξαμενή, εξωτερικών διαστάσεων 6 Χ 2,5 μέτρων, με τοιχώματα μεγάλου πάχους επιχρισμένα εσωτερικά με υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι). Ο δε ταμιευτήρας της πληρωνόταν από έναν πήλινο αγωγό, που μετέφερε το νερό την πηγή των γειτονικών υπωρειών, η οποία όπως προαναφέρθηκε λογιζόταν ως αγίασμα του Αγίου Κοδράτου κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Από αυτή τη νότια δεξαμενή διοχετευόταν νερό με φυσική ροή στη χαμηλότερη δεξαμενή δίπλα από το βόρειο κλίτος, μέσω ενός επίσης πήλινου αγωγού, που βρέθηκε άθικτος κάτω από το δάπεδο της βασιλικής και διέσχιζε εγκάρσια το μεσαίο κλίτος.



Εικόνα 14: Η νότια δεξαμενή του εκκλησιαστικού συγκροτήματος. Διακρίνεται το επίχρισμα υδραυλικού κονιάματος, με το οποίο ήταν επενδυμένα τα εσωτερικά τοιχώματα.


Αμέσως δυτικά από την πρόσοψη της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας Και σε κατώτερο επίπεδο, διακρίνονται τα κατάλοιπα ενός ογκώδους και τετράγωνου πυργοειδούς κτίσματος, διαφαινόμενων μέγιστων διαστάσεων 6,50 Χ 6,50 μέτρων, το οποίο μοιάζει μάλλον αταίριαστο στη ναοδομική χωροταξία. Ήταν κατασκευασμένο με ευμεγέθεις κατεργασμένους πωρόλιθους, διαταγμένους κατά το ισοδομικό σύστημα και εξωτερικά καλυπτόταν από λευκές μαρμάρινες πλάκες. Ο Ευστάθιος Στίκας θεωρεί ότι ίσως πρόκειται για ένα μνημειώδες Ρωμαϊκό μαυσωλείο, χωρίς να παραθέτει περισσότερες εξηγήσεις για υποστηρίξει τη γνώμη του. Αντίθετα ορισμένοι ερευνητές διατυπώνουν την ελκυστική εκδοχή να ταυτίζεται με ένα μεσαιωνικό κωδωνοστάσιο ή πύργο παρατήρησης.



Εικόνα 15: Τα κατάλοιπα του ογκώδους τετράγωνου κτίσματος δυτικά της βασιλικής, που έχει ερμηνευτεί ως Ρωμαϊκό μαυσωλείο ή μεσαιωνικό κωδωνοστάσιο ή πύργος παρατήρησης.


Η βασιλική του Αγίου Κοδράτου ανεγέρθηκε πάνω σε ταφική τοποθεσία, η οποία αποτελούσε μέρος του εκτενούς βόρειου νεκροταφείου της αρχαίας Κορίνθου κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (31 π. Χ. – 324 μ. Χ.)(12). Στο εσωτερικό σχεδόν όλων των διαμερισμάτων του εκκλησιαστικού συγκροτήματος, περιφερειακά και στο νότιο παρεκκλήσιο, εντοπίστηκαν συνολικά 51 προγενέστεροι τάφοι κάτω από το επίπεδο του δαπέδου. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι κιβωτιόσχημοι, μέσων οριζόντιων διαστάσεων 1,90 Χ 0,75 μέτρων. Έχουν κτιστεί με οπτοπλινθοδομή και τα τοιχώματα τους έφεραν επένδυση από λευκές και πολύχρωμες μαρμάρινες πλάκες (Καρύστου, Σκύρου, Πεντέλης και Κοκκιναρά Αττικής) πάχους 3 – 4 εκατοστών. Σε αρκετές περιπτώσεις βρέθηκαν αδιατάραχτοι σκελετοί ενηλίκων ατόμων εντός των τάφων, ενώ μία σορός ήταν από μικρό παιδί. Επίσης, ανασκάφηκαν και κεραμοσκεπείς Ρωμαϊκοί ενταφιασμοί.



Εικόνα 16: Άποψη του μεσαίου κλίτους της βασιλικής, όπου με κόκκινο βέλος επισημαίνονται τα ανοίγματα τριών κιβωτιόσχημων τάφων των Ρωμαϊκών χρόνων. Στην ένθετη φωτογραφία παρουσιάζεται ένας από τους κιβωτιόσχημους τάφους του μεσαίου κλίτους με ανθρώπινο σκελετό, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1961. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 86α).


Ο πλέον ενδιαφέρον κιβωτιόσχημος τάφος ανακαλύφθηκε σχεδόν στο μέσο του μεσαίου κλίτους και ανήκε σε έναν Χριστιανό ιεράρχη. Επιφανειακά είχαν τοποθετηθεί ως επιτύμβιες πλάκες δύο επιμήκη φατνωματικά πλαίσια σε δεύτερη χρήση, διαστάσεων 0,62 Χ 3,38 μέτρων, τα οποία μάλλον προέρχονταν από τη μαρμάρινη οροφή ενός κατεστραμμένου Ρωμαϊκού κτιρίου, ίσως από το εκτιμώμενο τετράγωνο μαυσωλείο στα δυτικά της βασιλικής, όπως εικάζει ο Ευστάθιος Στίκας. Έκαστο πλαίσιο φέρει δύο σειρές από οκτώ φατνώματα, που διαθέτουν ημιτελή κυμάτια και διακοσμούνται με διάφορα ανάγλυφα σχέδια (ρόδακες, φύλλα, ασπίδες, πρόσωπα κ.λπ.).Οι πίσω λειασμένες πλευρές τους ήταν στραμμένες προς τα επάνω και σε αυτές διακρίνεται η εγχάρακτη επιγραφή «ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΕΠΑΥCATO ΙΙΙ ΠΡΟ Ε’ ΚΑΛ. ΙΟΥΛΙΩΝ», δηλαδή «ο επίσκοπος Ευστάθιος επίσκοπος αναπαύθηκε την τρίτη ημέρα προ της πέμπτης των καλάνδων του μηνός Ιουλίου». Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο, οι «καλάνδες ή καλένδες (Calendae)» αντιστοιχούσαν στις πέντε πρώτες ημέρες κάθε μήνα.



Εικόνα 17: Τα Ρωμαϊκά φατνωματικά πλαίσια που χρησιμοποιήθηκαν ως καλυπτήριες πλάκες στον κιβωτιόσχημο τάφο του επισκόπου Ευσταθίου, βρίσκονται εναποθετημένα ανάμεσα στα ερείπια της βασιλικής. Στην ένθετη φωτογραφία παρουσιάζονται όπως βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1961. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 89α).


Μεταξύ των επιτύμβιων πλακών – πλαισίων σχηματιζόταν μία οπή, διαμέτρου 5 εκατοστών, από την οποία ξεκινούσε ένας μολύβδινος καθοδικός σωλήνας. Κάτω από αυτές διευθετούταν ένα γέμισμα λίθων συνδεμένων με ισχυρό κονίαμα, φθάνοντας σε βάθος 90 εκατοστών. Αμέσως μετά από αυτό εντοπίστηκε ο κυρίως κιβωτιόσχημος τάφος καλυπτόμενος από τέσσερις μαρμάρινες πλάκες, οι οποίες είχαν αποσπαστεί επίσης από τη διαλαμβανόμενη Ρωμαϊκή φατνωματική οροφή. Είναι κτισμένος με οπτόπλινθους, όπως και οι υπόλοιποι, έχοντας εσωτερικές διαστάσεις 0,73 Χ 2,03 μέτρα και φέρει εσωτερική επένδυση από έγχρωμες μαρμάρινες πλάκες Καρύστου, που στερεώνονται στο επάνω τμήμα τους με χάλκινα ελάσματα. Στη δυτική πλευρά του μία από τις μαρμάρινες πλάκες, πλάτους 32 εκατοστών, παρουσιάζει ελαφρά κλίση, προκειμένου να στηρίζεται η κεφαλή του θανόντος. Ο δε προαναφερθείς μολύβδινος σωλήνας διαπερνούσε τις τέσσερις καλυπτήριες πλάκες και εισχωρούσε από μία μικρή οπή στο μνήμα, χρησιμεύοντας για τις υγρές σπονδές προς τον επιφανή νεκρό.

Εντός του τάφου κειτόταν ένας σκελετός, σχεδόν διαλυμένος, ενώ συλλέχτηκαν αρκετές λεπτές χρυσές κλωστές, που προφανώς ήταν ότι απέμεινε από το πολυτελές ύφασμα των αμφίων του ιεράρχη. Μάλιστα θεωρείται ότι ο εν λόγω Ευστάθιος κατείχε το εκκλησιαστικό αξίωμα του επισκόπου της Κορίνθου, μολονότι δεν μνημονεύεται σε ιστορικές γραπτές πηγές. Η δε παρουσία του ανάγεται πιθανώς εντός του 4ου αιώνα μ.Χ., πριν την ανέγερση της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής.



Εικόνα 18: Ο κιβωτιόσχημος τάφος του επισκόπου Ευσταθίου με την εσωτερική επένδυση από έγχρωμες μαρμάρινες πλάκες Καρύστου και τον διαλυμένο σκελετό του νεκρού, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1961. Στο ένθετο σχέδιο παρουσιάζεται η σχετική επιτύμβια επιγραφή. (Πηγή φωτογραφίας και ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 91α και εικόνα 3α).


Από την ανασκαφική έρευνα των τάφων στο μεσαίο κλίτος αποκομίστηκαν τρεις σχεδόν ακέραιες επιτύμβιες πλάκες, όπου καταγράφονταν τα ονόματα και η ημερομηνία θανάτου των εκλιπόντων ως εξής:

α. «[ΑΝ]ΕΠΑΥΣΑΤΟ ΛΑΜ[ΠΡΟΤΑΤΟΣ] ΓΡΑΤΟΣ ΤΗ ΠΡΟ ΕΠΤΑ ΕΙΔΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΩΝ + », δηλαδή «ο εκλαμπρότατος Γράτος αναπαύθηκε την έβδομη μέρα προ των ιδών του Αυγούστου». Ο δε χρονικός προσδιορισμός «Είδοι (Idus)» αντιστοιχούσε στην 13η ημέρα κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες Μάρτιο, Μάϊο, Ιούλιο και Οκτώβριο, που ισοδυναμούσε με την 15η ημέρα, κατά το Ρωμαϊκό ημερολόγιο.

β. «ΑΝΕΠΑΥΣΑΤ[Ο] Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΠΑΥΛΙΝ[Α] ΠΕΡΙ ΕΤ[Η] ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΠΡΟ ΤΕΣΑΡΩΝ ΚΑΛΑΝΔΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΩ», δηλαδή «αναπαύθηκε η μακαρία Παυλίνα σε ηλικία περίπου δεκαεπτά ετών προ της τέταρτης ημέρας των καλάνδων του μηνός Αυγούστου»(13).

γ. «ΑΝΕΠΑΥΣΑΤΟ ΒΑΛΕΡΙΑΝΟΣ ΠΡΕΣΒ[ΥΤΕΡΟ]Σ ΤΗ ΠΡΟ Δ ΙΔΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΩΝ», δηλαδή «αναπαύθηκε Βαλεριανός ο πρεσβύτερος την τέταρτη ημέρα προ των ιδών του Αυγούστου».



Εικόνα 19: Τάφος στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής, όπου βρέθηκε η επιτύμβια στήλη με την επιγραφή της «Παυλίνας», η οποία παρουσιάζεται στην ένθετη φωτογραφία. (Πηγή φωτογραφιών: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακες 48β και 49β).


Από διάφορα σημεία του εκκλησιαστικού συγκροτήματος ανασύρθηκαν πολλές σπασμένες εγχάρακτες επιτύμβιες στήλες, σε μία εκ των οποίων διαβάζεται η αποσπασματική επιγραφή: «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΝ Δ[ΙΑΦΕΡΟΝ] ΕΥΓΕΝΙΩ ΝΙΚΟ[Ο]Λ[ΙΤΗ] ΕΝ… ΤΗΝ ΜΑΚΑΡ[ΙΑΝ] ΜΝΗΜ[ΗΝ] ΑΛΕ[ΞΑΝΔΡΟΥ;]…. ΤΩΤΕΡΟΣ ΤΟ ΚΡΙΜΑ ΤΟΥ…». Παρομοίως σε άλλα τεμάχια μαρμάρινων πλακών διακρίνονται οι λέξεις «ΑΝΕΠΑΥΣΑΤΟ», «ΕΚΟΙΜΗΘΗ», «ΑΜΗΝ», «ΘΕΟΤΟΚΟΣ», «ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΜΗΝΙ ΜΑΙΩ», «ΔΕΣΠΟΤΟΥ», «ΛΥΟΙ/ΣΕ ΜΕΤΑ…», αλλά και ονόματα όπως «[Α]ΝΔΡΕΑ», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», «ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ», «ΜΑΡΙΑ», «ΣΑΡΡΑ» κ.α.. Ο δε Ευστάθιος Στίκας διατείνεται ότι η εμφάνιση του τελευταίου ονόματος, υποδηλώνει και τον ενταφιασμό Εβραίων στην τοποθεσία, ίσως εντός ιδιαίτερου τμήματος του νεκροταφείου. Επίσης βρέθηκαν και δύο θραύσματα με Λατινικούς επιτάφιους, στο ένα από τα οποία αναγράφεται «…TERISQVE VEIN OPPIDO/PC…».

Σημειώνεται ότι παραδόξως μερικοί από τους τάφους καλύπτονταν από Παλαιοχριστιανικά θωράκια, συνιστώντας μία ασαφή ένδειξη ότι ενδεχομένως να επαναχρησιμοποιήθηκαν για ενταφιασμούς μετά την απεικαζόμενη καταστροφή της βασιλικής στα τέλη των μέσων Βυζαντινών χρόνων, όπως συνάγεται από την εκτιμώμενη ιστορική διαδρομή της. Όμως μία τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να αποδειχτεί μόνο μέσα από την επιστημονική ανθρωπολογική μελέτη των σκελετικών λειψάνων.



Εικόνα 20: Τεμάχια εγχάρακτων επιτύμβιων πλακών από τους τάφους στο εσωτερικό της Βασιλικής, που ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1962. (Πηγή σύνθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακες 50α & β και 51α).


Ωστόσο το πιο σημαντικό επιγραφικό εύρημα προέρχεται από έναν κιβωτιόσχημο τάφο στο Διακονικό, εντός του οποίου ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1962 ένα μαρμάρινο περίθυρο μετά κυματίων, σωζόμενου μήκους 1,10 μέτρων, που έφερε χαραγμένη τη λυτρωτική δέηση «[ΑΓΙ]Ε ΚΟΔΡΑΤΕ ΜΝΗΣΘ[ΗΤΙ] ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟ[Υ]…..». Με βάση το υπόψη επιγραφικό δεδομένο επί του αρχιτεκτονικού μέλους, ο Ευστάθιος Στίκας οδηγήθηκε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στον μάρτυρα Κοδράτο. Αυτή ταυτοποίηση έγινε αμέσως αποδεκτή στους ακαδημαϊκούς και θρησκευτικούς κύκλους, ενώ απορρίφθηκε εντελώς η διατυπωθείσα εκδοχή της απόδοσης της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του Κρανείου στη μνήμη του συγκεκριμένου Κορίνθιου αγίου.



Εικόνα 21: Το μαρμάρινο περίθυρο με την επιγραφή που αναφέρεται το όνομα του Άγιου Κοδράτου. (Πηγή φωτογραφίας και σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 49γ).


Από το πλήθος των ανασκαφέντων τάφων, αρκετοί εκ των οποίων ανάγονται με βεβαιότητα στη Ρωμαϊκή εποχή, τεκμαίρεται ότι στην τοποθεσία προϋπήρχε αρχαίο νεκροταφείο, το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί και κατά τους Πρωτοχριστιανικούς και μετέπειτα χρόνους, όπως διαπιστώνεται από τους επιπρόσθετους επιφανειακούς ενταφιασμούς, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του εκκλησιαστικού συγκροτήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αρχαιολόγοι θεωρούν αληθοφανώς ότι η βασιλική του Αγίου Κοδράτου ανεγέρθηκε τον 5ο– 6ο αιώνα μ.Χ., με σκοπό να αποτελέσει τον βασικό κοιμητηριακό ναό της εκχριστιανισμένης Κορίνθου.

Αυτή η αντίληψη ενισχύεται από τον εντοπισμό ενός Χριστιανικού κοιμητηρίου του 6ου – 7ου αιώνα μ.Χ., σε απόσταση μόλις 90 μέτρων προς τα νοτιοανατολικά, ακριβώς στην είσοδο του σημερινού οικισμού, το οποίο πιθανότατα σχετίζεται άμεσα με την Παλαιοχριστιανική εκκλησία, συνιστώντας τμήμα του ευρύτερου βόρειου νεκροταφείου της αρχαίας πόλης. Ειδικότερα αποκαλύφθηκαν 168 κιβωτιόσχημοι τάφοι επιμελημένης κατασκευής, όμως οι περισσότεροι ήταν συλημένοι και έχοντας διαταραγμένα τα σκελετικά κατάλοιπά τους. Οι τάφοι περιείχαν επάλληλες σορούς θανόντων, φανερώνοντας ότι έκαστος εξ’ αυτών χρησιμοποιήθηκε για πολλαπλούς ενταφιασμούς σε κλιμακούμενο χρόνο. Η δε πλειονότητα των κτερισμάτων απαρτίζονταν από πήλινα αγγεία.



Εικόνα 22: Άποψη του Πρωτοχριστιανικού κοιμητηρίου (6ος – 7ος αιώνας μ.Χ.), που ανασκάφηκε σε απόσταση 90 μέτρων νοτιοανατολικά της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, σελίδα 139, εικόνα 1).


Επίσης, ανασκάφηκαν και δύο καμαροσκεπείς τάφοι ανατολικά της θύρας της Ιεράς Πρόθεσης, οι οποίοι δημιουργήθηκαν μετά την ερείπωση της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου, αφού ο ένας εκ αυτών έβαινε επί της βόρειας απόληξης της αψίδας του Ιερού Βήματος και άρα ενδεχομένως να ανάγονται έπειτα από τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν πολλά όστρακα με διακόσμηση από ανάγλυφες γραμμές, αλλά και δύο μικρά ληκυθοειδή αγγεία πλασμένα από ερυθρό πηλό. Ανάλογης χρονολόγησης πρέπει να είναι και άλλοι δύο παρόμοιοι τάφοι, που εντοπίζονται στην αποθηκευτική αίθουσα του βόρειου προσκτίσματος, οι οποίοι διατηρούν την τοξοειδή στέγαση τους.



Εικόνα 23: Οι δύο καμαροσκεπείς τάφοι που εντοπίζονται στην αποθηκευτική αίθουσα του βόρειου προσκτίσματος, οι οποίοι κατασκευάστηκαν μάλλον έπειτα από την ερείπωση της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου.


Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα από τις ανασκαφές στον χώρο της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου συμπεριλαμβάνονται μία μαρμάρινη λεκάνη αγιασμού, που φέρει στο χείλος της την επιγραφή «Κ[ΥΡΙ] ΒΟΗΘΙ ΣΥ», πολυάριθμοι Ρωμαϊκοί και Παλαιοχριστιανικοί λύχνοι, διακοσμημένοι με ανάγλυφες παραστάσεις πτηνών, ανθεμίων και γραμμικά σχήματα, πολλές καρφίδες από ελεφαντοστό και ένα μικρό ορειχάλκινο κοχλιάριο, τέσσερις χάλκινοι δακτύλιοι με γραμμικά σχέδια, ένα παιδικό βραχιόλι και αρκετές πόρπες.



Εικόνα 24: Παλαιοχριστιανικοί λύχνοι προερχόμενοι από τις ανασκαφές στη βασιλική του Αγίου Κοδράτου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 81α).


Λίαν αξιόλογη είναι και η συγκέντρωση συνολικά 91 νομισμάτων μέσα από το εκκλησιαστικό συγκρότημα στα οποία συγκαταλέγονται:

α. Ένα Κορινθιακό του 3ου αιώνα π.Χ., που στη μία όψη φέρει την παράσταση του Πήγασου και στην άλλη μία τρίαινα.

β. Δύο Μακεδονικά του 2ου αιώνα π.Χ..

γ. Ένα από το Αίγιο του 2ου αιώνα π.Χ., που στη μία όψη εμφανίζεται μία προτομή Θεού (βασιλέως) με την επιγραφή «ΑΙΓΙΕΩΝ» και στην άλλη απεικονίζεται ο Δίας με κεραυνό με την επιγραφή «ΚΤΗΤΑΙΟΣ».

δ. Ένα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (54 – 68).

ε. Ένα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Β’ (337 – 340).

στ. Δύο του αυτοκράτορα (της Δύσης) Ουαλεντινιανού ή Βαλεντινιανού Α’ (364 – 375).

ζ. Δύο του αυτοκράτορα (της Δύσης) Γρατιανού (367 – 383).

η. Τρία του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α’ του Μέγα (379 – 395).

θ. Πενήντα τέσσερα υστερορωμαϊκά του 4ου αιώνα μ.Χ..

ι. Δύο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (408 – 450).

ια. Ένα τεσσαρακοντανούμιον του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α’ (518 – 527).

ιβ. Ένα χρυσό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), που στη μία όψη διακρίνεται η προτομή του ηγεμόνα φέρει την επιγραφή «D[OMINUS] N[OSTER] IUSTINIANUS P[ATRIAE] VI[CTOR]» και στην άλλη απεικονίζεται η μορφή Νίκης με την επιγραφή «VICTORIA AUG[USTA] CON[STANTINOUPOLIS] OR». Εκτιμάται ότι κόπηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 538.

ιγ. Δύο του αυτοκράτορα Φωκά και της συζύγου του Λεοντίας (602 – 610).

ιδ. Ένα του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610 – 641). Πιθανώς κομμένο το 615.

ιε. Ένα του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού (920 – 944), που στη μία όψη φέρει την επιγραφή «Ρωμανός βασιλεύς Ρωμαίων» και στην άλλη «Ρωμανός εν Θεώ βασιλεύς Ρωμαίων».

ιστ. Δύο του αυτοκράτορα Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 – 976).

ιζ. Δύο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042 – 1055).

ιη. Δύο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας της Πορφυρογέννητης (1055 – 1056).

ιθ. Τρία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ’ Βοτανειάτη (1078 – 1081).

κ. Επτά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143 – 1180).



Εικόνα 25: Χρυσό νόμισμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (518 – 527), που βρέθηκε στο νότιο πρόσκτισμα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 46α).


Από την παραπάνω συλλογή νομισμάτων, που κλιμακώνονται χρονικά από τον 3ο/2ο αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του 12ου αιώνα μ.Χ., υποδεικνύεται ότι η τοποθεσία χρησιμοποιείτο ανελλιπώς ως νεκροταφείο επί 14 περίπου αιώνες. Επιπλέον προκύπτει ένα εκτιμώμενο υστερότερο όριο για την καταστροφή της βασιλικής του Αγίου Κοδράτου πιθανώς στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143 – 1180) ή λίγο αργότερα, αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε ακόμα κατά τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Όσιου Ιωσήφ του Υμνογράφου.



Εικόνα 26: Μαρμάρινη πλάκα από την βασιλική του Αγίου Κοδράτου με εγχάρακτο Χριστιανικό μονόγραμμα (Χριστόγραμμα), που φέρει εκατέρωθεν τα γράμματα Άλφα και Ωμέγα, ενώ από κάτω διακρίνεται η παράσταση πλοίου, το οποίο συμβολίζει την Εκκλησία.


Σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Παλαιοχριστιανικού συγκροτήματος παρουσιάζει εικόνα μερικής εγκατάλειψης, παραμένοντας στην αφάνεια. Ο απλός φιλάρχαιος επισκέπτης μπορεί να διακρίνει τα κτιριακά κατάλοιπα, χωρίς όμως να κατανοεί την ταυτότητα τους, καθώς δεν υφίσταται καμία σχετική πινακίδα με πληροφορίες για το ιστορικό και τη χρηστική διαρρύθμισή τους. Μόνο τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη μέσα στα κλίτη της κοιμητηριακής βασιλικής και ιδιαίτερα τα περίτεχνα κιονόκρανα προδίδουν ότι επρόκειτο για ένα μάλλον περικαλλές οικοδόμημα. Ίσως να απαιτείται μία συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα στο μέλλον, έτσι ώστε να προσδιοριστούν επακριβώς οι κατασκευαστικές φάσεις και κατά συνέπεια η χρονική διάρκεια λειτουργίας της. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα θα ήταν και μία ενδεχόμενη ανθρωπολογική εξέταση των ευρεθέντων σκελετικών λειψάνων, που πρέπει να φυλάσσονται ταξινομημένα κατά ενταφιασμούς, από την οποία θα προκύψουν πολύτιμα δεδομένα για τις συνθήκες διαβίωσης των νεκρών και τις διατροφικές συνήθειες της τοπικής κοινωνίας. Επίσης, μέσα από αυτή τη διαδικασία θα αξιολογηθεί με απόλυτη σαφήνεια η χρήση των κιβωτιόσχημων τάφων, που πρακτικά υπήρχαν κάτω από το δάπεδο των κλιτών, επιλύοντας το πρόβλημα της κάλυψης τους με θωράκια από τον παλαίφατο ναό. Πάντως, σίγουρα είναι επιβεβλημένη η ανάδειξη του μνημείου από τους αρμόδιους δημόσιους φορείς με γνώμονα την απαράμιλλη σπουδαιότητά του, καθόσον σηματοδοτεί τον τόπο μαρτυρίου του Αγίου Κοδράτου, της πλέον εξέχουσας θρησκευτικής φυσιογνωμίας της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας της Κορίνθου.


Κείμενο – Φωτογραφίες

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
4 Οκτωβρίου 2021


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν ανασκαφεί άλλες τέσσερις Παλαιοχριστιανικές βασιλικές, στον χώρο του λιμένα του Λεχαίου (Αγίου Μάρτυρα Λεωνίδη), στο μέρος του «Κρανείου» κοντά στην αρχαία πύλη των Κεγχρεών και στη θέση «Σκουτέλα», η οποία τέμνεται στη μέση από τον επαρχιακό παράδρομο Αρχαίας Κορίνθου – Λεχαίου και στην κορυφή του Ακροκορίνθου, ενώ ανακαλύφθηκαν τα οικοδομικά λείψανα και μίας πέμπτης στο κέντρο του οικισμού (βασιλική του Πάλλα).

2. Το «Μηνολόγιο» είναι ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο με 430 μικρογραφίες, που συντάχθηκε περί το έτος 1000, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ως εκκλησιαστικό ημερολόγιο και λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συναξάριο αγίων, το οποίο περιέχει μία σύντομη περιγραφή του βίου τους κατά εορτολογική σειρά, συνοδευόμενη από μία απεικόνιση αγίου ή ομάδας αγίων.

3. «Εκκλησιαστική Ιστορία», Ευσεβίου Καισαρείας, Βιβλίο Στ’, εδάφιο 28.

4. Σε ορισμένες πηγές παρατίθεται πως η σύλληψη και το επακόλουθο μαρτύριο των υπόψη Κορίνθιων αγίων έλαβε χώρα κατά τον σφοδρό διωγμό του 250, που διατάχθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο (Gaius Messius Quintus Traianus Decius, 249 – 251). Όμως σε αυτή την εκδοχή δεν δύναται να τοποθετηθεί με χρονική αληθοφάνεια η φυγή της μητέρας του Αγίου Κοδράτου, με βάση τις καταγραφόμενες διώξεις κατά των Χριστιανών από τους προηγούμενους Ρωμαίους αυτοκράτορες, συνεκτιμώντας ότι ο μάρτυρας ήταν ενήλικος όταν φονεύθηκε.

5. Σύμφωνα με την τοπική θρησκευτική παράδοση, η ανώνυμη μητέρα του Κοδράτου θεωρείται ως η πρώτη γυναίκα Χριστιανή μάρτυρας της Κορίνθου.

6. «Μηνιαίον», 10 Μαρτίου (Λειτουργικά Κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας/Τα Μηνιαία).

7. Ο Ευστάθιος Στίκας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να θεμελιώθηκε τον 4ο αιώνα μ. Χ., πιθανώς τις τελευταίες δεκαετίες του, λόγων των ευρεθέντων νομισμάτων αυτής της περιόδου.

8. Το φράγμα του πρεσβυτερίου στους Παλαιοχριστιανικούς ναούς ήταν ένα χαμηλό μαρμάρινο ή λίθινο διαχωριστικό ανάμεσα στον κυρίως ναό και στο Ιερό Βήμα, εντός του οποίου εισέρχονταν μόνο οι ιερείς (πρεσβύτεροι). Απαρτιζόταν από πεσσίσκους ή κιονίσκους και θωράκια, διακοσμημένα με ανάγλυφους σταυρούς και φυτικά μοτίβα.

9. Ο σολέας είναι το μέρος μπροστά από το Ιερό Βήμα, όπου τελούνται τα ιερά μυστήρια και άλλες θρησκευτικές ακολουθίες. Τυπικά δεν επιτρέπεται να παραμένουν οι πιστοί εντός των ορίων του για λόγους ευταξίας.

10. Ως Ιερά Πρόθεση ή Προσκομιδή ονομάζεται ο ιδιαίτερος χώρος στα αριστερά (βόρεια) του Ιερού Βήματος των Ορθόδοξων ναών, όπου γίνεται η προετοιμασία των προσκομιζομένων τίμιων δώρων (άρτος και οίνος), τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στην τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

11. Το Διακονικό διευθετείται συνήθως στο νότιο τμήμα του Ιερού Βήματος για λόγους αρχιτεκτονικής συμμετρίας ως προς τον χώρο της Ιεράς Πρόθεσης, εξυπηρετώντας διάφορες πρακτικές αναγκαιότητες των ναών, όπως η αποθήκευση και φύλαξη των θρησκευτικών βιβλίων, των λατρευτικών σκευών και του λοιπού λειτουργικού εξοπλισμού.

12. Το λεγόμενο βόρειο νεκροταφείο της Ρωμαϊκής Κορίνθου αναπτυσσόταν στις θέσεις Κοκκινόβρυση, Χελιωτόμυλος, Σκουτέλα, Μπέη, Κρητικά, όπου εντοπίστηκαν θαλαμοειδείς τάφοι, ταφικά μνημεία, ταφικοί περίβολοι, αλλά και μεμονωμένοι ενταφιασμοί.

13. Πάνω στην επιτύμβια πλάκα της «Παυλίνας» διακρίνονταν δύο κοιλότητες διαφορετικού μεγέθους, οι οποίες πιθανώς να δημιουργήθηκαν από τη συνεχή απόθεση επί του τάφου αναθηματικών προσφορών προς τη νεκρή, όπως υποθέτει ο Ευστάθιος Στίκας.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά το 1962», επιμέλεια Αναστάσιου Κ. Ορλάνδου Γενικού Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, σελίδες 81 – 91 («Π. Κόρινθος. Κοιμητηριακή Βασιλική»), Αθήναι, 1963.

2. «Κοιμητηριακή Βασιλική Παλαιάς Κορίνθου», Ευστάθιος Στίκας, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1961, σελίδες 129 – 136, εν Αθήναις, 1964.

3. «Ανασκαφή Κοιμητηριακή Βασιλική Παλαιάς Κορίνθου», Ευστάθιος Στίκας, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1962, σελίδες 51 – 56, εν Αθήναις, 1966.

4. «Εκκλησιαστική Ιστορία και Χριστιανικά Μνημεία Κορινθίας», Γριτσόπουλος Τάσος, τόμος Α’, σελίδες 73 – 74 & 84, βιβλιοπωλείον ο «Παν», Αθήναι, 1973.

5. «Η μετάβαση από την ειδωλολατρική – παγανιστική λατρεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου στη Χριστιανική λατρεία στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της αρχαίας Κορίνθου. Τόποι λατρείας με βάση τα μέχρι σήμερα ευρήματα των ανασκαφών», Νεκτάριος Μ. Μετζάκης, διπλωματική εργασία, σελίδες 79 – 80, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2011.

6. «2000 – 2010. Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων», σελίδα 139, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Διεύθυνση Δημοσιευμάτων, Εκδόσεις «ΠΕΡΠΙΝΙΑ», Αθήνα, 2012.

7. «Archaeology and the Early Church in Southern Greece», Elizabeth Rees, pp. 80 – 81 («The Kodratos basilica»), Oxbow Books, United Kingdom, 2020.

8. http://odysseus.culture.gr/Παλαιοχριστιανική Βασιλική E’ (μάρτυρα Κοδράτου).

9. https://www.synaxarion.gr/Ο Άγιος Κοδράτος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ.


Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 27: Το τμήμα του Ιερού Βήματος της βασιλικής, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1961. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 78β).



Εικόνα 28: Άποψη της διατηρούμενης ημικυκλικής κόγχης του Ιερού Βήματος, που έχει διάμετρο 7,40 μέτρα.



Εικόνα 29: Άποψη των καταλοίπων της βασιλικής από τα ανατολικά. (1): νότιο κλίτος, (2): μεσαίο κλίτος, (3): βόρειο κλίτος, (4): Βόρεια προσκτίσματα.




Εικόνα 30: Ιωνικές βάσεις κιόνων και κορινθιακά κιονόκρανα εναποθετημένα στον νότιο τοίχο του μεσαίου κλίτους της βασιλικής.




Εικόνα 31: Κορινθιακό κιονόκρανο από τις κιονοστοιχίες των κλιτών της βασιλικής.




Εικόνα 32: Τεμάχια κιονοκράνων με παραστάσεις αρπακτικών πτηνών, πιθανώς αετών, όπως ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1962. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 56β & γ).




Εικόνα 33: Επιθήματα – κοσμητές από τη βασιλική με επιπεδόγλυφη διακόσμηση, όπως ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1962. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 53γ & δ).




Εικόνα 34: Τμήματα επιστυλίου προερχόμενα πιθανώς από το τέμπλο της βασιλικής, που φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση από ρόδακες και ελικοειδή ή αστεροειδή μοτίβα, όπως ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1962. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 54α & β).




Εικόνα 35: Ιωνικά κιονόκρανα από τη βασιλική, τα οποία ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1961. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 80ζ & η).




Εικόνα 36: Ψήγματα τοιχογραφιών στον νότιο τοίχο του Διακονικού.




Εικόνα 37: Τα στόμια των υπογειοποιημένων πήλινων αποθηκευτικών πίθων στο βόρειο πρόσκτισμα του εκκλησιαστικού συγκροτήματος.




Εικόνα 38: Άποψη του βόρειου προσκτίσματος από τα ανατολικά (επισημαίνεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή).




Εικόνα 39: Το νότιο πρόσκτισμα δίπλα από το Διακονικό, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1962. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 46β).




Εικόνα 40: Άποψη των καταλοίπων του νότιου παρεκκλησίου (Α) και της νότιας δεξαμενής ύδατος (Β).




Εικόνα 41: Το πυργοειδές τετράγωνο κτίσμα δυτικά της βασιλικής, το οποίο θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα Ευστάθιο Στίκα ως Ρωμαϊκό μαυσωλείο.




Εικόνα 42: Κιβωτιόσχημος τάφος στον χώρο του Διακονικού της βασιλικής. Διακρίνεται η εσωτερική επένδυση από μαρμάρινες πλάκες.




Εικόνα 43: Κιβωτιόσχημος τάφος με τα σκελετικά λείψανα μικρού παιδιού, όπως ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1961 στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 87α).




Εικόνα 44: Φατνωματικό πλαίσιο που κάλυπτε τον κιβωτιόσχημο τάφο του επισκόπου Ευσταθίου και ένθετη φωτογραφία της θέσης, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1961. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 90β).




Εικόνα 45: Τάφος στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής, όπως ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1962, όπου βρέθηκε η επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή του Γράτου, η οποία επισημαίνεται με κόκκινο βέλος και παρουσιάζεται στην ένθετη φωτογραφία. (Πηγή φωτογραφιών: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακες 48α και 49β).




Εικόνα 46: Η θέση των δύο μεταγενέστερων καμαροσκεπών τάφων της Βυζαντινής εποχής (κόκκινα βέλη), στη βόρεια απόληξη της κόγχης του Ιερού Βήματος της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής. (Α): το κατώφλι της θύρας της Ιεράς Πρόθεσης στον ανατολικό τοίχο.




Εικόνα 47: Λεκάνη αγιασμού που φέρει στο χείλος της την επιγραφή «Κ[ΥΡΙ] ΒΟΗΘΙ ΣΥ», η οποία ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1961. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, εικόνα 2, σελίδα 131).




Εικόνα 48: Τεμάχια διακοσμημένων θωρακίων που ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1961. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 80δ).




Εικόνα 49: Διαχωριστικός αμφικίονας παραθύρου με το επίθημα του, που φέρει ανάγλυφο σταυρό, όπως ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1961. Προέρχεται από την κόγχη του Ιερού Βήματος. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 81β).
Δημοσίευση: Οκτωβρίου 04, 2021

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΚΟΔΡΑΤΟΥ (ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ)"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator