ΑΡΧΑΙΟ ΗΡΑΙΟ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ – ΜΕΡΟΣ Α’ (ΙΣΤΟΡΙΑ)

0


Ανασυνθέτοντας την ιστορική διαδρομή του αρχαίου ιερού της Ήρας Ακραίας, μέσα από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σε συσχετισμό με τις αρχαιολογικές εκτιμήσεις




Εικόνα 1: Τα αρχαία κτιριακά κατάλοιπα του παραλιακού δυτικού επιπέδου του Ηραίου Περαχώρας Λουτρακίου, που αναπτύσσονται γύρω από έναν ειδυλλιακό ορμίσκο.


Η χερσόνησος της Περαχώρας με το τοπωνύμιο «Αγρεληός», εκτείνεται δυτικά της σύγχρονης παραθεριστικής λουτρόπολης του Λουτρακίου Κορινθίας, αποτελώντας κατά μία έννοια έναν τοπογραφικό βραχίονα της οροσειράς των Γερανείων, ο οποίος εισχωρεί στον Κορινθιακό κόλπο και τον διαχωρίζει σε δύο ευρείες θαλάσσιες εσοχές, στους επιμέρους κόλπους του Λεχαίου και των Αλκυονίδων. Στην σφηνοειδή απόληξη της σχηματίζεται το ακρωτήριο Μελαγκάβι, όπου δεσπόζει ο ομώνυμος πέτρινος φάρος, ένα πραγματικό αρχιτεκτονικό κόσμημα του 19ου αιώνα(1). Αυτή η εδαφική προεξοχή στην αρχαιότητα ονομάζονταν Ηραίον, καθώς στην νότια πλευρά της υπήρχε το σημαντικό ιερό της θεάς Ήρας, της επονομαζόμενης ως «Ακραίας», το οποίο συνδέεται με τα υπερπόντια ναυτικά ταξίδια των αρχαίων Κορινθίων, γνωρίζοντας την μεγαλύτερη ακμή του κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα π. Χ., με την θρησκευτική του εμβέλεια να ξεπερνά τα όρια της Κορινθιακής επικράτειας.

Σήμερα διακρίνονται τα οικοδομικά κατάλοιπα του λατρευτικού συγκροτήματος, που περιβάλλουν ένα γραφικό ορμίσκο, κατανεμημένα σε τρία εδαφικά επίπεδα, συνιστώντας έναν ιδανικό και συνάμα επιμορφωτικό προορισμό για μία ευκαιριακή απόδραση από την καθημερινότητα, συνδυάζοντας την διάχυτη αρχαιοελληνική αύρα με το εξαιρετικό φυσικό κάλλος της βραχώδους ακτής. Μάλιστα, η τοποθεσία έχει διευθετηθεί πρόσφατα με μέριμνα της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, σε ένα καλαίσθητο και ιδιαίτερα προσεγμένο αρχαιολογικό χώρο με ελεύθερη είσοδο για τους επισκέπτες, διαθέτοντας άνετες διαδρομές προς τον σαγηνευτικό αιγιαλό με θέσεις ανάπαυσης και παρατήρησης, όπως και πληροφοριακές πινακίδες για τα αρχαία κτίσματα, τοποθετημένες σε ευκρινή σημεία. Η δε πρόσβαση στο ακρωτήριο Ηραίο – Μελαγκάβι είναι εύκολη μέσω της επαρχιακής οδού Λουτρακίου – Περαχώρας, που συνεχίζει επί της γραμμής των δυτικών υψωμάτων της χερσονήσου και κατόπιν βαίνοντας από την βόρεια όχθη της ειδυλλιακής λίμνης Βουλιαγμένης, καταλήγει σε ένα οργανωμένο μέρος στάθμευσης πάνω από τον ορμίσκο(2).




Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας του Ηραίου. Με κόκκινο πλαίσιο επισημαίνεται ο οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος του ιερού και με γαλάζιο ο τομέας της αρχαίας κώμης. (1), (2), (3): τα τρία επίπεδα του λατρευτικού συγκροτήματος, (4): το μέρος στάθμευσης αυτοκινήτων, (5): αρχαία κρήνη, (6): είσοδος υπόγειας στοάς αρχαίου υδραγωγείου, (7): φρεάτια συλλογής ύδατος, (8): φάρος Μελαγκάβι.


Το συγκεκριμένο αρχαιοελληνικό ιερό της θεάς Ήρας Ακραίας δε είναι εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, καθώς παρουσιάζεται ως σημαίνον αξιοθέατο της περιοχής της Περαχώρας σε περιηγητικούς οδηγούς, ενώ κυκλοφορούν αρκετά και αξιόλογα άρθρα στο διαδίκτυο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Ωστόσο μέσα από ένα διερευνητικό πρίσμα, θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τον σκόπελο μίας τετριμμένης αναπαραγωγής δεδομένων και θα προβούμε σε ένα τριμερές αφιέρωμα για το Ηραίο και την τοποθεσία του, χωρίς να υπεισέλθουμε σε εξειδικευμένες αναλύσεις. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να καταστεί πλήρως κατανοητή, ακόμα και στον πιο αμύητο αναγνώστη, η αναμφισβήτητη σπουδαιότητα ενός θρησκευτικού πόλου της βορειανατολικής Πελοποννήσου, με θαλερή δραστηριότητα κυρίως στους Αρχαϊκούς χρόνους. Στο πρώτο μέρος θα παραθέσουμε την ιστορική διαδρομή του ιερού, από την διαφαινόμενη μυθολογική υπόσταση του έως τις ανασκαφές της σύγχρονης εποχής, ακολουθώντας ένα σαφές χρονοδιάγραμμα, όπως προκύπτει μέσα από τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων και τα αρχαιολογικά πορίσματα. Στην συνέχεια θα ασχοληθούμε με την περιγραφή των σωζόμενων μνημείων του λατρευτικού συμπλέγματος, που η ύπαρξη του φαίνεται ότι ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με τις παραδόσεις, τις προκαταλήψεις και την κοινωνική δομή των αρχαίων Κορινθίων, προσελκύοντας πιστούς και από άλλες πολιτειακές περιφέρειες. Τέλος, στην τρίτη ενότητα του αφιερώματος θα εξετάσουμε τον οικιστικό τομέα στην έκταση ανατολικά του ιερού, ο οποίος διέθετε ένα καινοτόμο και λίαν εντυπωσιακό σύστημα ύδρευσης, απαρτιζόμενο κρηναίο οικοδόμημα με υπόγειες δεξαμενές, φρεάτια και στοά υδραγωγείου.




Εικόνα 3: Άποψη του γραφικού ορμίσκου με τα σωζόμενα κατάλοιπα του ιερού της θεάς Ήρας Ακραίας, ενός σημαντικού λατρευτικού τόπου της αρχαίας Κορινθίας, που άκμασε κατά την Αρχαϊκή εποχή. (1): κτίριο στοάς, (2): βωμός, (3): αρχαϊκός ναός, (4): κτίσμα «δυτικής αυλής».


Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, συμπεραίνεται πως η χερσόνησος της Περαχώρας κατοικούνταν τουλάχιστον από την τρίτη χιλιετία π. Χ.. Ενδεικτικά παρατίθεται ότι στην δυτική – νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης Βουλιαγμένης και σε άμεση γειτνίαση με το κανάλι διασύνδεσης της με τον Κορινθιακό κόλπο, εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα μίας αρκετά εκτεταμένης εγκατάστασης της Πρωτοελλαδικής εποχής Ι – ΙΙ (3200/3000 – 2300 π. Χ.), η οποία καταλαμβάνει μία επιφάνεια περί τα 570 Χ 80 με 100 μέτρα(3). Κατά την ανασκαφική έρευνα στην υπόψη θέση, επισημάνθηκε ένα τμήμα μεταγενέστερου τοίχου και ανασύρθηκαν ελάχιστα όστρακα, που ανάγονται στην Υστεροελλαδική («Μυκηναϊκή») εποχή ΙΙ – ΙΙΙ (1500/1450 – 1100 π. Χ.), ενώ διαπιστώθηκε άλλη μία τελευταία οικιστική φάση, χρονολογούμενη γενικότερα στους Αρχαϊκούς χρόνους (7ος – 6ος αιώνας π. Χ.). Επιπλέον, στα πρανή του υψώματος δυτικά της λίμνης, γύρω στα 300 μέτρα από τον ανασκαμμένο χώρο, βρέθηκαν δύο ταφικά οστεοφυλάκια της Πρωτοελλαδικής εποχής ΙΙ, τα οποία περιείχαν πολυάριθμα αγγεία και συνδέονται με τον παρακείμενο οικισμό. Στην δε έκταση από τις όχθες της λίμνης έως τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου έχουν ανακαλυφθεί διάσπαρτα κεραμικά θραύσματα και τάφοι των μεσοελλαδικών χρόνων (2100 – 1600 π. Χ.), υποδηλώνοντας μία μάλλον αδιάλειπτη συνέχεια της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή. Μάλιστα οι κύριες οικογενειακές ενασχολήσεις εκείνων των πρώιμων κατοίκων φαίνεται ότι ήταν η γεωργία και η αλιεία. Επίσης, στην παράκτια τοποθεσία «Σκάλωμα», περί τα 2 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την λίμνη Βουλιαγμένη και σχεδόν στον μυχό του όρμου Αγριληός, ήρθε στο φως ένα νεκροταφείο της Υστεροελλαδικής («Μυκηναϊκής») εποχής ΙΙ – ΙΙΙΓ (1400 – 1100 π. Χ.), αποτελούμενο από δεκαεννέα θαλαμοειδείς τύμβους και έναν λακκοειδή τάφο(4), λαξευμένους στην πλαγιά ενός χαμηλού λοφίσκου, που αν και είχαν συληθεί από αρχαιοκάπηλους, εντούτοις ανακτήθηκαν πλείστα κτερίσματα, όπως αγγεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, χάλκινα όπλα, χάντρες, σφονδύλια και σφραγιδόλιθοι.




Εικόνα 4: Αγγεία της Υστεροελλαδικής εποχής ΙΙΙ Α – Β (1400 – 1200 π. Χ.), τα οποία βρέθηκαν στο «Μυκηναϊκό» νεκροταφείο της τοποθεσίας «Σκάλωμα», περί τα 2 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της λίμνης Βουλιαγμένης. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 16, εικόνα 5.1).


Ακόμα και η ονομασία «Περαχώρα» πηγάζει από την αρχαία επωνυμία της τοποθεσίας ως «Πειραίον (Πείραιον» ή «Πειραία – Περαία – γη», που ερμηνεύεται ως το «μέρος πέρα από την θάλασσα», λαμβάνοντας υπόψη ότι η χερσόνησος αναπτύσσεται στην βόρεια πλευρά του κόλπου του Λεχαίου, ακριβώς απέναντι από την αρχαία Κόρινθο. Οι κυριότερες επιβεβαιωμένες κώμες της περιοχής φέρονται να είναι τα Θερμά (Θερμές Πηγές), στο μέρος της σύγχρονης πόλης του Λουτρακίου, το Πείραιον (Πειραίον), που εκτιμάται ότι βρίσκονταν κοντά στον σημερινό οικισμό του Ασπρόκαμπου, η Οινόη, πλησίον του νεότερου χωριού Σχίνος και το Ηραίον, στο πλάτωμα ανατολικά του ιερού της θεάς Ήρας. Η δε λίμνη της Βουλιαγμένης ονομάζονταν «Εσχατιώτις», πιθανότατα λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης της στο άκρο της τριγωνικής χερσονήσου. Επίσης αποκαλούνταν και «Γοργώπις» από το όνομα της μυθικής ηρωίδας Γόργης, της κόρης του Μεγαρέως και συζύγου του Κορίνθου, η οποία συντετριμμένη από την είδηση του θανάτου των τέκνων της έπεσε στην λίμνη Εσχατιώτιδα και πνίγηκε.




Εικόνα 5: Αεροφωτογραφία της λίμνης Βουλιαγμένης Περαχώρας, η οποία στην αρχαιότητα αποκαλούνταν «Εσχατιώτις» ή «Γοργώπις», ενώ η εκτεινόμενη χερσόνησος ονομάζονταν «Πειραίον» ή «Πείραιον» ή «Πειραία – Περαία – γη». (Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο www.talcmag.gr).


Οι περισσότεροι μελετητές αποφαίνονται πως αρχικά και μέχρι κάποια αμφιλεγόμενη περίοδο, που προσδιορίζεται χρονικά περί τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ., η χερσόνησος της σημερινής Περαχώρας ανήκε στην περιφέρεια των αρχαίων Μεγάρων και όχι στην Κορινθία. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από ένα απόσπασμα μίας πραγματείας ερωταπαντήσεων του βιογράφου και φιλόσοφου Πλούταρχου (45 – 120 μ. Χ.), στην οποία επιχειρεί μία ερμηνευτική καταγραφή των άδηλων εθίμων της Ελληνικής παράδοσης. Στο επίμαχο χωρίο παρατίθεται αόριστα ότι παλαιά η Μεγαρίδα κατοικούνταν κατά κώμες και οι πολίτες αυτής ήταν κατανεμημένοι σε πέντε μέρη, καλούμενοι ως «Ἡραεῖς καὶ Πιραεῖς καὶ Μεγαρεῖς καὶ Κυνοσουρεῖς καὶ Τριποδίσκιοι»(5). Προφανώς ως «Πιραεῖς» και «Ἡραεῖς» μάλλον εννοούνται οι κάτοικοι των πολισμάτων του Πειραίου και Ηραίου αντίστοιχα. Έτσι λοιπόν, ως επικρατέστερο ενδεχόμενο θεωρείται η θεμελίωση του ιερού του θεάς Ήρας στο ακρωτήριο με μέριμνα των Μεγάρων, το οποίο κατόπιν πέρασε στην κατοχή της Κορίνθου. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος λατρευτικός χώρος συνδέεται στενότατα με τις αρχέγονες θρησκευτικές παραδόσεις της δεύτερης πόλης, ενώ απουσιάζει από το μυθολογικό παρελθόν της πρώτης, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ιδρύθηκε από τους Κορινθίους.

Αν δεχτούμε ότι οι συναφείς αφηγήσεις των αρχαίων συγγραφέων παραπέμπουν σε ένα αληθοφανές υπόβαθρο των γεγονότων, τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε στα πεπραγμένα της Μήδειας στην Κόρινθο. Η πριγκίπισσα της Κολχίδας είχε αποχωρήσει από το βασίλειο του πατέρα της Αιήτη, ακολουθώντας τον εραστή της Ιάσονα, κατά το πέρας της Αργοναυτικής εκστρατείας, η οποία εκτιμάται ότι έλαβε χώρα γύρω στο 1230 – 1225 π. Χ.(6), και ο ιστορικός πυρήνας της απηχεί την σύναψη εμπορικών και αποικιστικών σχέσεων των αρχαίων Ελλήνων με την περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Το ζεύγος, αφού παντρεύτηκε στην πορεία, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις έφτασε στην Ιωλκό προσκομίζοντας το περίφημο χρυσόμαλλο δέρας και κατά την διαμονή τους εκεί η Μήδεια προκάλεσε τον θάνατο του βασιλιά Πελία. Κατόπιν μαζί με τον Ιάσονα διέφυγαν στην Κόρινθο και εκεί έζησαν ευτυχισμένοι για δέκα χρόνια, αποκτώντας δύο τέκνα, τον Μέρμερο και τον Φέρητα ή κατά μία άλλη πιο εξεζητημένη εκδοχή έφεραν στον κόσμο επτά γιούς και επτά κόρες(7). Μάλιστα η ηρωίδα εμφανίζεται να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους κατοίκους, ωφελώντας πολύ τον τόπο με τις μαγικές και μαντικές της ικανότητες, ενώ είχε καταφέρει να κερδίσει και την εύνοια της Ήρας, αρνούμενη να υποκύψει στην ερωτική επιθυμία του Δία. Όμως αυτή η κατάσταση ευδαιμονίας έμελλε να μεταστραφεί άρδην και να πάρει την χειρότερη δυνατή τροπή.




Εικόνα 6: Άποψη των καταλοίπων (βωμός, στοά) του ιερού της Ήρας Ακραίας, στο οποίο φέρεται να ενταφίασε η Μήδεια τους δύο γιούς της, αφού πρώτα τα φόνευσε η ίδια με ξίφος, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή.


Όπως εξιστορείται στην τραγωδία «Μήδεια» του δραματικού ποιητή Ευριπίδη (480 – 406 π. Χ.), με την πάροδο του χρόνου ο Ιάσων ερωτεύτηκε την θυγατέρα του Κρέοντα, του βασιλιά της Κορίνθου, την όμορφη και νεαρή πριγκίπισσα Γλαύκη (ή Κρέουσα), και σύναψε γάμο μαζί της, προδίδοντας την μεγαλύτερη σε ηλικία σύζυγο του, η οποία του είχε σώσει την ζωή και τον είχε βοηθήσει επανειλημμένα να πετύχει τους άθλους του. Η Μήδεια τον επέπληξε έντονα για την απρεπή και άπιστη συμπεριφορά του, επιζητώντας μάταια να τον μεταπείσει. Τότε απογοητευμένη και πικραμένη η ηρωίδα – μάγισσα έδωσε στα παιδιά της ένα πέπλο ή χιτώνα, εμποτισμένο με φαρμακερά βότανα, για να το πάνε στην αντίζηλο της ως δήθεν γαμήλιο δώρο. Μόλις η Γλαύκη φόρεσε το ένδυμα, πέθανε με φρικτούς πόνους ή πήρε φωτιά και απανθρακώθηκε, αν και έπεσε στα νερά μίας κρήνης, που αργότερα πήρε το όνομα της, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει την επενέργεια του καυστικού δηλητηρίου. Μαζί της κάηκε και ο πατέρας της, ο οποίος έσπευσε να σώσει την φλεγόμενη κόρη του.

Στην εξέλιξη της πλοκής ο Ευριπίδης παρουσιάζει την Μήδεια ως παιδοκτόνο, καθώς καταλήφθηκε από μανία και φόνευσε με ξίφος τα δύο τέκνα της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Έπειτα, δεν άφησε τον σύζυγο της να θάψει τα σώματα τους και να τους αποδώσει τις δέουσες τιμές ως πατέρας, παρά τα ενταφίασε η ίδια «ἐς ῞Ηρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ», προκειμένου να μην ανοίξει και βεβηλώσει κανένας εχθρός τους τύμβους τους(8), προβαίνοντας σε μία μάλλον αντιφατική ενέργεια. Ταυτόχρονα όρισε να τελείται μία σεμνή εορτή στην Κορινθία αφιερωμένη στην μνήμη των σφαγιασθέντων γιών της και αναχώρησε για την Αθήνα πάνω σε ένα άρμα με φτερωτούς δράκοντες, που της έστειλε ο Ήλιος, ο οποίος ήταν ο μυθολογικός παππούς της τραγικής ηρωίδας.




Εικόνα 7: Η κρήνη της Γλαύκης στην αρχαία Κόρινθο και στο βάθος ο ναός του Απόλλωνα. Κατά την τοπική μυθολογική παράδοση, η υπόψη κρήνη πήρε το όνομα της από την Κορίνθια πριγκίπισσα Γλαύκη, η οποία ρίχτηκε στα νερά της πιστεύοντας ότι έτσι θα θεραπεύονταν από το δηλητηριασμένο πέπλο ή χιτώνα, που της είχε στείλει η Μήδεια.


Σε μία άλλη παραλλαγή του μύθου, η οποία αποθησαυρίζεται στο σύγγραμμα «Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου», η Μήδεια παρουσιάζεται να μην προέβη στην αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας(9). Σε αντιδιαστολή λοιπόν, παρατίθεται ότι πριν αποχωρήσει από την Κόρινθο, άφησε τους γιούς της, Μέρμερο και Φέρητα, ως «ἱκέτας καθίσασα ἐπὶ τὸν βωμὸν τῆς Ἥρας τῆς Ἀκραίας». Εκεί βρήκαν τα παιδιά οι Κορίνθιοι και χωρίς να δείξουν κανένα σεβασμό στο ιερό της θεάς τα κατατραυμάτισαν θανάσιμα, προκειμένου να τιμωρήσουν την Μήδεια για το έγκλημα της να επιφέρει τον θάνατο με φρικτό τρόπο στον βασιλιά τους Κρέοντα και στην κόρη του Γλαύκη. Ύστερα απέδωσαν τον φόνο στην ίδια την μητέρα τους. Επίσης, λέγονταν πως εξαιτίας αυτής της ιερόσυλης απρέπειας τους, η Ήρα έστειλε λοιμό στην περιοχή, που αφάνισε πολύ κόσμο και δεν σταμάτησε παρά μόνο αφού οι κάτοικοι καθιέρωσαν ειδική εορτή για την Ακραία Ήρα και τα φονευθέντα τέκνα της Μήδειας.

Μία παρόμοια παράδοση της Κορίνθου καταγράφει στο οδοιπορικό του ο Παυσανίας (110 – 180 μ. Χ.), όταν επισκέπτεται την πόλη περί το 155 π. Χ.. Σύμφωνα με τον ακούραστο αρχαίο περιηγητή, διαδίδονταν ότι οι Κορίνθιοι είχαν σκοτώσει τον Μέρμερο και τον Φέρητα με λιθοβολισμό, εξαιτίας των δώρων που προσκόμισαν στην Γλαύκη. Όμως επειδή ο θάνατος τους ήταν βίαιος και άδικος, τα τέκνα των Κορινθίων απεβίωναν από νηπιακή ηλικία, ώσπου ο θεός έδωσε χρησμό και ορίστηκαν ετήσιες θυσίες και στήθηκε ένα φόβητρο («Δεῖμα»), που διατηρούνταν ως τις μέρες του, απεικονίζοντας μία γυναίκα με φρικιαστική όψη(10). Επιπλέον, περιγράφοντας τα αξιοθέατα της Κορίνθου, ο Παυσανίας μας δίνει την πληροφορία ότι το μνήμα των δύο παιδιών της Μήδειας βρίσκονταν πέρα από την κρήνη της Γλαύκης και δίπλα στο Ρωμαϊκό ωδείο, αλλά δεν μνημονεύει και το μέρος της θανάτωσης τους.




Εικόνα 8: Η Μήδεια φονεύει ένα από τα παιδιά της, τα οποία κατόπιν φέρεται να ενταφίασε στο ιερό της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα. Παράσταση από ερυθρόμορφο αμφορέα (π. 330 – 320 π. Χ.), που βρέθηκε στην Κύμη της Καμπανίας. Εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. (Πηγή φωτογραφίας: https://en.wikipedia.org/Medea).


Από τις παραπάνω αφηγήσεις προκύπτουν ορισμένα εύλογα συμπεράσματα και είναι δυνατόν να διατυπωθούν μερικά διαφωτιστικά σχόλια, που αφορούν το αρχαίο Ηραίο στο σημερινό ακρωτήριο Μελαγκάβι. Ειδικότερα, παρατίθεται απερίφραστα ότι η Μήδεια έθαψε τα παιδιά της στο τέμενος της Ήρας Ακραίας ή τα εναπόθεσε ως ικέτες στον βωμό του, ένας λατρευτικός χώρος που ανταποκρίνεται παραδοσιακά και μάλλον αναμφίβολα, με το ιερό της θεάς στην απόληξη της χερσονήσου της Περαχώρας, εξαιτίας της ονομαστικής ταύτισης, η οποία παραπέμπει σε τοπωνύμιο, όπως άλλωστε αποδέχονται πολλοί έγκριτοι ερευνητές και ακαδημαϊκοί. Στον αντίποδα, αρκετοί ιστοριοδίφες ισχυρίζονται πως το υπόψη μέρος θα πρέπει να αντιστοιχιστεί με τον ναό της Ήρας, που όντως υπήρχε εντός της Κορίνθου κοντά σε μία από τις πύλες του οχυρωματικού περιβόλου της ή κατ’ άλλους πλησίον στην κρήνη της Γλαύκης. Το σκεπτικό αυτής της άποψης στηρίζεται στην μαρτυρία του Παυσανία, πως το μνήμα του Μέρμερου και του Φέρητα καταδεικνύονταν λίγο πιο πέρα από την εν λόγω κρήνη και όχι σε κάποια τοποθεσία μακριά από την πόλη σαν το Πειραίο.

Επίσης, ο διάσημος περιηγητής μεταφέρει και την δοξασία που ήθελε την Μήδεια προσκομίζει τα νεογέννητα παιδία της σε ένα ιερό της Ήρας, χωρίς κάποια επωνυμία, με την πεποίθηση ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνονταν αθάνατα(11), όπως της είχε υποσχεθεί η θεά. Κατά μία αντίληψη, αυτή η διαδικασία προϋπόθετε μία αμεσότητα πρόσβασης στο θρησκευτικό κτίριο και άρα θα πρέπει να ήταν εκείνο μέσα στην Κόρινθο, αλλά ακόμα και με αυτή την παραδοχή δεν υποβαθμίζεται η σημασία του Ηραίου στην Περαχώρα. Πάντως κάθε περαιτέρω αρνητική επιχειρηματολογία για την δραματική πλοκή των γεγονότων στο υπόψη λατρευτικό συγκρότημα, φαντάζει κάπως αδύναμη μπροστά στον σαφή τοπογραφικό προσδιορισμό «Ήρα Ακραία», που καταγράφεται τόσο στην «Μήδεια» του Ευριπίδη, όσο και στην «Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου». Εξάλλου μπορεί κάλλιστα ο αρχικός ενταφιασμός των παιδιών της Μήδειας ή ο στυγερός φόνος τους από τους Κορίνθιους να διενεργήθηκε εντός του ιερού της Ήρας επί του ακρωτηρίου απέναντι από την αρχαία Κόρινθο και μετέπειτα τα σώματα ή τα οστά τους να μεταφέρθηκαν στην μητρόπολη, όπου και να αναγέρθηκε το ταφικό μνημείο τους, τιμής ένεκεν ή ως ένα εξιλαστήριο ηρώο.



Εικόνα 9: Σχεδιαστική αναπαράσταση του κατώτερου επιπέδου του ιερού της Ήρας Ακραίας. Απεικονίζονται στο κέντρο ο ναός της θεάς και ο βωμός, αριστερά το κτίριο της με την συμβατική ονομασία «Δυτική Αυλή» και δεξιά η διώροφη στοά σχήματος «Γ». (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 15, σελίδα 9).


Στην μνήμη του Μέρμερου και του Φέρητα διεξάγονταν ετήσιες εορτές με αυστηρά πένθιμο τυπικό. Σύμφωνα με τις μυθολογικές διηγήσεις, είτε θεσπίστηκαν από την Μήδεια στην μνήμη των σφαγιασθέντων γιών της, είτε οργανώθηκαν από τους Κορίνθιους για να εξευμενίσουν τα παιδιά, που είχαν φονευθεί από τους ίδιους, αλλά και την οργή της Ήρας για το ειδεχθές έγκλημα τους, το οποίο είχαν διαπράξει πάνω στον βωμό της. Μολονότι δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς τελούνταν, εντούτοις κάθε χρόνο φαίνεται ότι ξεκινούσε μία μεγαλειώδης πομπή από την Κόρινθο, με τους συμμετέχοντες να κρατάνε στα χέρια πυρσούς και αφού διέρχονταν από τις Θερμές Πηγές (σημερινό Λουτράκι), κατέληγε στο ιερό της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα. Εκεί πραγματοποιούνταν εξιλαστήριες θυσίες και κατά μία εκδοχή εκτελούνταν το δρώμενο της αναπαράστασης των γεγονότων στα οποία εμπλέκονταν ο Ιάσονας και Μήδεια, από την Αργοναυτική εκστρατεία έως την τραγική και απεχθή θανάτωση των παιδιών τους από τους Κορίνθιους μέσα στο λατρευτικό χώρο της θεάς. Κατόπιν επέλεγαν επτά αγόρια και επτά κορίτσια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Κορίνθου και τα υποχρέωναν να διαμείνουν για ένα έτος στον ιερό της Ήρας Ακραίας, με κουρεμένα τα μαλλιά και ντυμένα με μαύρες εσθήτες, θρηνώντας τον άδικο χαμό των τέκνων της Μήδειας.




Εικόνα 10: Άποψη των καταλοίπων του κατώτερου επιπέδου του Ηραίου Περαχώρας. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι φαίνεται ότι πραγματοποιούσαν ετήσιες εορταστικές εκδηλώσεις στον χώρο του ιερού, αφιερωμένες στην μνήμη των σφαγιασθέντων τέκνων της Μήδειας.


Όπως γίνεται αντιληπτό τα μυθολογικά πεπραγμένα της Μήδειας είχαν ιδιαίτερη θρησκευτική βαρύτητα για τους Κορίνθιους, ενώ στην αποτρόπαια έκβαση τους σχετίζονταν άμεσα με το Ηραίο της Περαχώρας, που ήταν και το επίκεντρο των εορταστικών τελετουργιών. Αν θεωρήσουμε την τραγική ηρωίδα ως υπαρκτό πρόσωπο, τότε η φυσική παρουσία της στην Πελοποννησιακή πόλη θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγο μετά από την Αργοναυτική εκστρατεία, δηλαδή περί το τέλος του 13ου αιώνα π. Χ., πριν ακόμα από τον Τρωικό πόλεμο (π. 1200 – 1180 π. Χ.) και την «σαρωτική» κάθοδο των Δωριέων (π. 1150 – 1100 π. Χ.). Με βάση λοιπόν τις συναφείς εξιστορήσεις των αρχαίων συγγραφέων, συνάγεται ότι το ιερό της θεάς Ήρας πρέπει να είχε θεμελιωθεί πρωτύτερα από αυτή την χρονολόγηση και να ανήκε διοικητικά ήδη στην επικράτεια της Κορίνθου από εκείνη την περίοδο. Όμως πρόκειται για μία φιλολογική παραδοχή, που δεν γίνεται ευρύτερα αποδεκτή, αν και στην έκταση του θρησκευτικού συγκροτήματος ανακαλύφθηκαν λιγοστά «Μυκηναϊκά» όστρακα, υποδηλώνοντας μία ανθρώπινη δραστηριότητα στον χώρο, έστω και πολύ περιορισμένη, κατά την Υστεροελλαδική εποχή(12).

Σε κάθε περίπτωση, η ιδιαίτερη προσήλωση των Κορινθίων στην Μήδεια, πιθανότατα αντανακλά την ίδια την θεά Ήρα σε μία παλαιότερη μορφή της λατρείας της. Αυτός ο συγχρωτισμός διαφαίνεται στην ετήσια εορταστική εκδήλωση, που λάμβανε χώρα στο Ηραίο της Περαχώρας προς τιμή των τέκνων της ηρωίδας, στην οποία ακολουθούνταν ένα μυστηριακό τελετουργικό περιβαλλόμενο από έναν διακριτά χθόνιο χαρακτήρα. Προς αυτή την κατεύθυνση μας προσανατολίζει και ο Στράβων (64 π. Χ. – 24 μ. Χ.) μνημονεύοντας το ιερό της Ήρας Ακραίας ως μαντείο(13), μία πληροφορία που όμως διατυπώνεται μόνο από τον αρχαίο γεωγράφο, πυροδοτώντας πληθώρα εικασιών και διαφωνιών μεταξύ των σύγχρονων ερευνητών. Αυτή η μεταφυσική λειτουργία του μέρους παραπέμπει ξεκάθαρα στην Μήδεια με τις πολυσύνθετες μαντικές και μαγικές ικανότητες, ενταγμένη στον κύκλο των τοπικών μυθολογικών παραδόσεων. Πιθανότατα αντιπροσωπεύει μία προδωρική θεότητα της γης, η αφοσίωση της οποίας συγχωνεύτηκε σταδιακά με την πρώιμη λατρεία της Ήρας, της θεάς της γονιμότητας και προστάτιδας του οίκου, όπως παρουσιάζεται η τελευταία μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα του Ηραίου. Μάλιστα, ίσως η αποχώρηση της Μήδειας με το ιπτάμενο άρμα του προγόνου της Ήλιου από την πόλη της Κορίνθου ή κατ’ άλλους από το ακρωτήριο του Πειραίου, να σηματοδοτεί συμβολικά αυτή την θρησκευτική μετεξέλιξη.




Εικόνα 11: Πήλινα αναθήματα με παραστάσεις γυναικείων μορφών από το ιερό της Ήρας Ακραίας (εύρος χρονολόγησης: 720 – 580 π. Χ.), στην λατρεία της οποίας διακρίνονται χθόνια στοιχεία, ως συνέπεια μίας επίδρασης από κάποια προδωρική θεότητα, που παραπέμπει στην Μήδεια. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.


Αποβάλλοντας το μυθολογικό περίβλημα μεταφερόμαστε αυτόματα στην Γεωμετρική εποχή, στην οποία ανάγεται το αρχαιότερο στρώμα κτιριακών καταλοίπων του Ηραίου Περαχώρας, με σαφή λατρευτικό σκοπό και παράλληλα μέσα από τον ίδιο χρονικό ορίζοντα εμφανίζονται τα πρώτα σχηματοποιημένα θρησκευτικά αφιερώματα. Με βάση την τεχνοτροπία κυρίως των πρωιμότερων πήλινων ευρημάτων, η πλειοψηφία των αρχαιολόγων εκφράζει την άποψη ότι το ιερό ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς, μετά τα μέσα και προς τέλη του 9ου αιώνα π. Χ.. Τότε εικάζεται ότι η χερσόνησος ανήκε ακόμα στην σφαίρα της κυριαρχίας των τελευταίων, με γνώμονα την σχετική αναφορά του Πλούταρχου περί μίας παλαιάς υπαγωγής των κατοίκων των πολισμάτων του Ηραίου και του Πειραίου στην Μεγαρίδα. Από τα λεγόμενα του αρχαίου συγγραφέα εξάγεται ότι εκείνα τα χρόνια τα Μέγαρα τελούσαν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση με την Κόρινθο, ενώ όπως τεκμαίρεται από άλλες πηγές, η δεύτερη ήταν εχθρικά διακείμενη και με το γειτονικό και ανταγωνιστικό Άργος. Έτσι λοιπόν υποστηρίζεται ότι η σύσταση του ιερού της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα διενεργήθηκε από τους Μεγαρείς, μάλλον με την υποκίνηση των Αργείων, οι οποίοι επιζητούσαν να προβάλλουν το κύρος τους μέσα από την διάδοση και εδραίωση της λατρείας της εφέστιας θεάς τους και εκτός των πολιτειακών συνόρων τους. Κατά ορισμένους μελετητές η ερμηνεία αυτή φαίνεται να ενισχύεται από την μορφή και την διακόσμηση των πήλινων αναθημάτων των Γεωμετρικών χρόνων, που στην πλειοψηφία τους εντάσσονται στην θρησκευτική παράδοση του Άργους και ενδέχεται να προέρχονται από εκεί, όπως τα ευμεγέθη ομοιώματα οικίσκων – ναΐσκων και οι πήλινες αναπαραστάσεις κουλουριών, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν και τα αφιερωματικά ευρήματα με Κορινθιακές καταβολές. Κάποιοι άλλοι ερευνητές αμφισβητούν την Αργειακή ταυτότητα των αναφερόμενων αντικειμένων και θεωρούν τυχαία την ομοιότητα τους ή απλώς μία καλλιτεχνική απομίμηση, αποδίδοντας την δημιουργία τους σε εργαστήρια των Μεγάρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βουνό απέναντι από το Ηραίο του Άργους έφερε το τοπωνύμιο «Ακραία»(14), δηλαδή είχε την ίδια ονομασία με την πρωτεύουσα επίκληση της θεάς στην Περαχώρα, την οποία και προσέλαβε διότι το ιερό της βρίσκονταν επί του δυτικού ακρωτηρίου της χερσονήσου.




Εικόνα 12: Σχεδιαστική αποτύπωση πήλινου αναθήματος, που ανακαλύφθηκε στο Ηραίο της Περαχώρας και αναπαριστά έναν μονόχωρο αψιδωτό οικίσκο. Παρόμοια αρχιτεκτονική διαμόρφωση εκτιμάται ότι είχε ο πρώτος ναός του ιερού των Γεωμετρικών χρόνων. (Πηγή σχεδίου: ιστοσελίδα http://pausanias-footsteps.nl//perachora-eng.html).


Όπως διατυπώθηκε παραπάνω, η ίδρυση του ιερού της Ήρας Ακραίας σε ιστορικό χρόνο ανάγεται στην μέση Γεωμετρική περίοδο και αποδίδεται με κάθε επιφύλαξη στους Μεγαρείς, οι οποίοι ανέγειραν και τον πρώτο ναό αφιερωμένο στην θεά, ίσως το διάστημα περί το 825/820 – 800 π. Χ., με την συνεπικουρία των Αργείων. Επρόκειτο για ένα μονόχωρο κτίριο στο κέντρο του ορμίσκου, μικρών διαστάσεων και με αψιδωτή στέγαση, που διέθετε κογχοειδή διαμόρφωση στην μία πλευρά του, παρόμοιου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με τα ευρεθέντα στην τοποθεσία ομοιώματα οικίσκων – ναΐσκων. Από αυτή την αρχική οικοδομική φάση δεν έχουν εντοπιστεί άλλα κατάλοιπα, εκτός από τις θεμελιώσεις του Γεωμετρικού ναού, έτσι ώστε να μπορούμε να σχηματίσουμε μία στοιχειώδη εικόνα για τα τυχόν υπόλοιπα κτίσματα του πρώιμου ιερού. Πάντως γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα, εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε η τεχνητή κοιλότητα στο ανατολικό άκρο του διακριτού δεύτερου επιπέδου του αρχαιολογικού χώρου, υπό τύπον ανοιχτής δεξαμενής, η οποία ονομάστηκε συμβατικά από τους ανασκαφείς ως «ιερή δεξαμενή», και η οποία έχει προβληματίσει την επιστημονική κοινότητα ως προς την λατρευτική χρήση της προς εξαγνισμό των πιστών μέσω της υδρομαντείας ή τον καθαρά υδρευτικό σκοπό της.

Ένα από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα είναι πότε ακριβώς το Ηραίο πέρασε στην κυριότητα των Κορινθίων. Ενδεχομένως αυτή χρονική συγκυρία να κρύβεται στην κατάρρευση του Γεωμετρικού ναού, που εκτιμάται πως έγινε στο τρίτο τέταρτο του 8ου αιώνα π. Χ., δηλαδή μεταξύ του 750 – 725 π. Χ.. Ίσως λοιπόν τότε οι Κορίνθιοι να εκστράτευσαν εναντίον των Μεγάρων, εισβάλοντας και καταλαμβάνοντας το Πειραίο. Από στρατηγικής άποψης αυτή ήταν μία άκρως επιβεβλημένη ενέργεια, καθόσον η χερσόνησος αποτελούσε έδαφος ζωτικής σημασίας για την Κόρινθο. Με την κατοχή της εξασφαλίζονταν η μητρόπολη από τα βορειοδυτικά, αφού ελέγχονταν πλέον άμεσα οι νευραλγικές προσβάσεις και τα δρομολόγια, μέσω των οποίων παρακάμπτονταν ο ορεινός όγκων των Γερανείων από την κατεύθυνση της Αττικοβοιωτίας παραπλεύρως του Κορινθιακού κόλπου, ενώ επιτηρούνταν πλήρως οι επιμέρους κόλποι του Λεχαίου και των Αλκυονίδων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ένα από τα περιστασιακά θύματα της πολεμικής σύρραξης ήταν και ο Γεωμετρικός ναός του ιερού της Ήρας Ακραίας, που καταστράφηκε ολοσχερώς.




Εικόνα 13: Άποψη των καταλοίπων του βωμού του ιερού της Ήρας Ακραίας. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η θέση του πρωταρχικού ναού της θεάς των Γεωμετρικών χρόνων, ο οποίος κατέρρευσε περί το τρίτο τέταρτο του 8ου αιώνα π. Χ..


Πάντως στα τέλη του 8ου αιώνα π. Χ. ολόκληρο το δυτικό τμήμα της δυτικής επικράτειας των Μεγάρων, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής της Περαχώρας, θεωρείται με βεβαιότητα πως είχε περάσει πλέον στην κυριαρχία της Κορίνθου. Το Ηραίο δεν ερημώνεται παρά τις εκτενείς ζημιές που φαίνεται να είχε υποστεί. Έκτοτε επαναλειτουργεί με μέριμνα των Κορινθίων, ως αναπόσπαστο κομμάτι των τοπικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και εθίμων, συνδεόμενο με τον μύθο της Μήδειας και τις μυστικιστικές προεκτάσεις του. Αυτή η ιδιοκτησιακή αλλαγή υποδηλώνεται εμμέσως από την διαπίστωση ότι από αυτό το χρονικό σημείο υπερισχύουν τα αναθήματα και τα πήλινα αγγεία, τα οποία χαρακτηρίζονται ως Κορινθιακής τεχνοτροπίας. Μολονότι από το πλήθος και το είδος των κινητών ευρημάτων τεκμαίρεται πως το ιερό της Ήρας Ακραίας ευημερούσε κατά την διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, εντούτοις η χωροταξία του λατρευτικού συγκροτήματος παραμένει μάλλον αδιευκρίνιστη, έπειτα από την ύστερη Γεωμετρική περίοδο και τουλάχιστον έως την μετάβαση στην Αρχαϊκή εποχή. Ο κατεστραμμένος αρχικός ναός εικάζεται ότι αντικαταστάθηκε από ένα δεύτερο ναϊκό οικοδόμημα, είτε στην ίδια θέση, είτε λίγο δυτικότερα, χωρίς όμως να έχουν εντοπιστεί κτιριακά κατάλοιπα, που να αποδεικνύουν με σαφήνεια κάτι τέτοιο. Ανάμεσα στο 760 με 700 π. Χ., μάλλον διευθετείται πιο επιμελώς το ανατολικότερο άνδηρο της τοποθεσίας, μετά το μέρος της λεγόμενης «ιερή δεξαμενή», με την κατασκευή κλιμακοστασίου και δύο αναλημματικών τοίχων, οι οποίοι επονομάστηκαν συμβατικά από τους ανασκαφείς ως «προμαχώνας» και «ορθογώνιος τοίχος». Στο πλάτωμα πίσω από αυτές τις υποδομές, οικοδομήθηκε ένα σύμπλεγμα κτισμάτων στον πρώιμο 7ο αιώνα π. Χ., τα οποία πρέπει να είχαν έναν περισσότερο πρακτικό ρόλο, χρησιμεύοντας ως εστιατόρια και εγκαταστάσεις για την εξασφάλιση της υδροδότησης του Ηραίου.




Εικόνα 14: Άποψη των δύο υψηλότερων επιπέδων του Ηραίου. Το ανατολικότερό εκ των ανδήρων, που επισημαίνεται εντός κόκκινου πλαισίου, διευθετήθηκε πιο επιμελώς μάλλον περί το χρονικό διάστημα 760 – 700 π. Χ..


Στο χρονικό διάστημα 720 – 630 π. Χ., πιστεύεται ότι ιδρύθηκε και ο πολεοδομικός τομέας, που ήρθε στο φως στην έκταση περί τα 600 μέτρα βορειοανατολικά του ιερού, με δεδομένο ότι στην τοποθεσία ανακαλύφθηκε Πρωτοκορινθιακή κεραμική. Αυτή η κώμη λογίζεται ως συνέχεια του γειτονικού Πρωτοελλαδικού οικισμού επί της δυτικής – νοτιοδυτικής πλευράς της λίμνης Βουλιαγμένης, καθώς ο δεύτερος φαίνεται πως εγκαταλείπεται οριστικά κατά την διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής. Μάλιστα στο πόλισμα πιθανότατα διέμεναν οι ιερείς και το λοιπό βοηθητικό προσωπικό, που υπηρετούσε στο Ηραίο. Η διαμόρφωση του ανατολικού επιπέδου του λατρευτικού συγκροτήματος συνεχίστηκε και εντός του 7ου αιώνα π. Χ., όταν ανεγέρθηκε ένα ορθογώνιο κτίριο με μία τετράγωνη εστία στο κέντρο του, ίσως περί το 725 – 700 π. Χ., στο οποίο αρχικά αποδόθηκε μία καθαρά θρησκευτική υπόσταση από τον πρώτο ανασκαφέα του χώρου Humfry Payne(15). Ο Άγγλος αρχαιολόγος το προσδιόρισε κάπως βιαστικά ως ναό αφιερωμένο στην «Ήρα Λιμενία», παρακινούμενος από τις σχετικές επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στην θέση του. Με βάση την ταυτοποίηση του H. Payne, διατυπώθηκε από αρκετούς ερευνητές ότι αντιστοιχούσε στο μεταβατικό ναϊκό οικοδόμημα του ιερού μετά την κατάρρευση του Γεωμετρικού ναού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε προσωρινά για τις λατρευτικές ανάγκες, χωρίς να αποκτήσει μεταγενέστερα μία μόνιμη θρησκευτική ιδιοσυγκρασία. Όμως από μέσα από την συνολική επισκόπηση της διαρρύθμισης του κτίσματος, σε συσχετισμό με την φύση των ευρημάτων, εκτιμάται πλέον πως πρόκειται για ένα μέρος τελετουργικών συνεστιάσεων, δηλαδή μία αίθουσα συμποσίων προοριζόμενη για τους υψηλούς προσκεκλημένους ή επισκέπτες του Ηραίου της Περαχώρας, και του προσδόθηκε η συμβατική επωνυμία «κτίριο της εστίας».




Εικόνα 15: Το ανατολικότερο επίπεδο του Ηραίου. Σε πρώτο πλάνο διακρίνονται τα κατάλοιπα του επονομαζόμενου ως «κτιρίου της εστίας», το οποίο αρχικά ταυτοποιήθηκε ως ναός της Ήρας Λιμενίας, αλλά κατόπιν μεταγενέστερης αξιολόγησης των συνολικών δεδομένων, εκτιμάται ότι επρόκειτο για μία αίθουσα τελετουργικών συμποσίων.


Υπό την αιγίδα των Κορινθίων το Ηραίο της Περαχώρας γνώρισε μεγάλη άνθιση στην πορεία της Αρχαϊκής εποχής και κατέστη ένας από τους σημαντικότερους λατρευτικούς τόπους της επικράτειας τους, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα και το βορειοδυτικό σύνορο της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κολοφώνας του θρησκευτικού κύρους του συμπίπτει με την πολιτικοστρατιωτική και οικονομική ανάπτυξη της Κορίνθου, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες της εξάπλωσης των αρχαίων Ελλήνων προς την Δύση, ιδρύοντας αποικίες και επεκτείνοντας τις εμπορικές δραστηριότητες της. Κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π. Χ., το ιερό της Ήρας Ακραίας αποκτά μία ευρύτερη ακτινοβολία, που θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστεί ως πανελλήνια. Από τον πλούτο, την ποικιλία και την προέλευση των πολύτιμων αφιερωμάτων, φανερώνεται ότι η φήμη του προσελκύει πλήθος επισκεπτών, προσκυνητών, αλλά και τεχνιτών, που καταφθάνουν από διάφορες περιοχές, όπως παραδείγματος χάριν την Αργολίδα, την Λακωνία, την Ρόδο, την Χίο, την Αττική, τις Κυκλάδες και την Βοιωτία.

Από τα αναθηματικά ευρήματα προκύπτει ότι η θεά Ήρα λατρεύονταν με πολλαπλές ιδιότητες στο ιερό της Περαχώρας. Όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με τις επιγραφικές ενδείξεις το αρχέγονο και βασικό προσωνύμιο της ήταν «Ακραία», που σημαίνει «θεά των ακρωτηρίων» και σαφώς οφείλεται στην γεωγραφική θέση του λατρευτικού συγκροτήματος. Ένας δεύτερος τοπογραφικός προσδιορισμός διαφαίνεται και στο επίθετο «Λιμενία», με το οποίο περιβλήθηκε η Ήρα μάλλον όταν το Ηραίο πέρασε στην κυριαρχία της Κορίνθου και ερμηνεύεται ως «θεά των λιμανιών». Πιθανότατα αυτή η επίκληση να σχετίζεται με τις υπερπόντιες εξορμήσεις των Κορινθίων στην λεκάνη της Μεσογείου θάλασσας, καθώς πιστεύεται ότι οι ναυτιλλόμενοι ζητούσαν την προστασία της θεάς πριν τον απόπλου τους και ενδεχομένως να λάμβαναν κάποιο συναφή χρησμό για την έκβαση του ταξιδιού τους, αν ασπαστούμε την άποψη πως το μέρος λειτουργούσε και ως μαντείο. Επιπλέον λόγω του εντοπισμού αρκετών κτιρίων εστίασης, εκτιμάται ότι ίσως στο ιερό να συνάπτονταν ακόμα και εμπορικές συμφωνίες στην παράθεση των τελετουργικών γευμάτων.



Εικόνα 16: Σχεδιαστική αναπαράσταση της τοποθεσίας του ιερού της Ήρας «Ακραίας – Λιμενίας». Πιθανότατα η μετάβαση των Κορινθίων και των επισκεπτών εκ Πελοποννήσου να πραγματοποιούνταν συνήθως με πλοιάρια, τα οποία αγκυροβολούσαν φυσικό απάνεμο λιμάνι του υφιστάμενου ορμίσκου. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 15, σελίδα 11).


Μία απλούστερη εξήγηση για το προσωνύμιο «Λιμενία» ενδεχομένως να δύναται να αποδοθεί και πάλι στην τοπογραφία της περιοχής, καθόσον οι εγκαταστάσεις του Ηραίου διατάσσονται πάνω από έναν ορμίσκο, που συνιστά ένα φυσικό απάνεμο λιμάνι, πλην όμως κατάλληλο μόνο για το αγκυροβόλιο καραβιών μικρού εκτοπίσματος. Πιθανότατα η μετάβαση των Κορινθίων και γενικότερα των Πελοποννήσιων επισκεπτών στο ιερό να διενεργούνταν συνήθως από την θάλασσα με πλοιάρια, έχοντας ως αφετηρία το μητροπολιτικό επίνειο του Λεχαίου και καταλήγοντας στον γραφικό μυχό της νότιας ακτής του ακρωτηρίου. Άλλωστε κατά την αρχαιότητα αυτή η απευθείας πρόσβαση αποτελούσε σίγουρα την συντομότερη και ευχερέστερη οδό προσέγγισης στην τοποθεσία από την κατεύθυνση της Κορίνθου, αποφεύγοντας την πεζοπορική ταλαιπωρία του μακρύτερου χερσαίου δρομολογίου(16). Άρα λοιπόν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξαιτίας αυτής της ναυτιλιακής συγκοινωνίας μέσω των δύο λιμένων του Λέχαιου κόλπου αποκαλέστηκε η Ήρα και ως «Λιμενία», μία ιδιότητα που φαίνεται να έχει αποκλειστικά τοπική θρησκευτική χροιά.

Επίσης μία άλλη επίκληση της θεάς στην Περαχώρα προκύπτει από τις επιγραφές, που επισημάνθηκαν στο λεγόμενο «κτίριο της εστίας» του ανατολικότερου ανδήρου. Η τετράγωνη εστία στο κέντρο του σχηματίζονταν από τέσσερις λίθινες πλάκες, επί των οποίων αναγράφονταν «Ήρα λευκώλενος», δηλαδή «Ήρα με λευκά χέρια», όπως συχνά επονομάζεται η θεά, αλλά και άλλες γυναικείες μορφές στα Ομηρικά έπη(17). Μεταφορικά αυτό το επίθετο ερμηνεύεται ως το καθαρτήριο άγγιγμα της θεότητας, που έχει εξαγνιστική και προφυλακτική επίδραση στον εκάστοτε επικαλούμενο. Από το είδος των ευρεθέντων αναθημάτων, συνάγεται ότι στο ιερό της Περαχώρας η Ήρα λατρεύονταν επιπλέον και ως θεά της γονιμότητας και του οίκου, αλλά και ως κουροτρόφος (προστάτιδα των τέκνων).




Εικόνα 17: Αργολικό ειδώλιο που παριστάνεται μία γυναίκα να ζυμώνει (550 – 500 π. Χ.) από το ιερό της Ήρας «Ακραίας – Λιμενίας» της Περαχώρας, στο οποίο η θεά λατρεύονταν ως προστάτιδα της γονιμότητας και του οίκου, αλλά και ως κουροτρόφος. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.


Την εξέχουσα θέση του ιερού της Ήρας Ακραίας στην κοινωνικοπολιτική ζωή της Κορίνθου ίσως να αντικατοπτρίζει ένα εκκεντρικό περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα μεσούσης της ηγεμονίας του Περιάνδρου (627 – 584 π. Χ.) στο κατώφλι της Αρχαϊκής εποχής. Όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος (484 – 425/410 π. Χ.), ο διαβόητος τύραννος της πόλης είχε στείλει κάποτε αντιπροσώπους στην Θεσπρωτία για να ρωτήσουν το νεκρομαντείο στον Αχέροντα ποταμό, σχετικά με μία κρυμμένη παρακαταθήκη, που του είχε αφήσει ένας γνωστός του(18). Κατά την διαδικασία εμφανίστηκε από τον κάτω κόσμο η σύζυγος του Μέλισσα, την οποία είχε φονεύσει ο ίδιος με λακτίσματα, και είπε ότι δεν θα φανερώσει σε ποιο μέρος βρίσκεται ο θησαυρός, ούτε με νεύματα, ούτε με λόγια, διότι έτρεμε και ήταν γυμνή, επειδή τα ενδύματα που είχαν θάψει μαζί της δεν την ωφελούσαν σε τίποτα, αφού δεν κάηκαν. Όταν οι απεσταλμένοι ανακοίνωναν αυτήν την δήλωση στον Περίανδρο, αμέσως έδωσε εντολή να αναχωρήσουν σύμπασες οι γυναίκες των Κορινθίων για το Ηραίο (ἐς τὸ Ἥραιον ἐξιέναι). Αυτές πράγματι μετέβηκαν εκεί σαν να προσέρχονταν σε μία εορτή, ντυμένες με τα καλύτερα φορέματα τους. Όμως τότε ο τύραννος της Κορίνθου διέταξε τους άνδρες της προσωπικής του φρουράς και τις ξεγύμνωσαν όλες, ελεύθερες και δούλες. Έπειτα συγκέντρωσε τα ιμάτια τους και τα έκαψε μέσα σε ένα όρυγμα, προσευχόμενος στην Μέλισσα, προκειμένου να την εξευμενίσει. Κατόπιν απέστειλε για δεύτερη φορά τους εκπροσώπους του στο νεκρομαντείο, όπου το είδωλο της θανούσης συζύγου του αποκάλυψε σε αυτούς το επιζητούμενο μέρος, που είχε αποθέσει την παρακαταθήκη του ξένου. Αν και στην εξιστόρηση του Ηρόδοτου δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά η ακριβής θέση του διαλαμβανόμενου Ηραίου, εντούτοις μπορούμε να προβούμε στην υπόθεση ότι δεν πρόκειται για τον αστικό ναό της Ήρας, ο οποίος υπήρχε εντός της Κορίνθου, καθόσον από την φρασεολογία του αρχαίου κειμένου εξυπονοείται ότι οι Κορίνθιες γυναίκες μάλλον κατευθύνθηκαν προς μία κάπως απομακρυσμένη τοποθεσία, προφανώς με την συνοδεία της φρουράς. Άρα λοιπόν, αυτός ο λατρευτικός χώρος κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να ήταν το ιερό της θεάς στην Περαχώρα, με δεδομένη την θρησκευτική αίγλη του, όπου εξάλλου ο Περίανδρος μπορούσε να εκτελέσει ανενόχλητος το ιδιοτελές σχέδιο του, χωρίς να έρθει άμεσα αντιμέτωπος με τυχόν αντιδράσεις από τους συζύγους, κηδεμόνες ή κυρίους των ελεύθερων και δούλων γυναικών.




Εικόνα 18: Άποψη των καταλοίπων του Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας, ο οποίος εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ., όταν το ιερό διήγαγε την περίοδο της μέγιστης ακμής του.


Κατά την διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής το ιερό της Ήρας «Ακραίας» έφτασε στο απόγειο της δόξας του. Ειδικότερα πλησιάζοντας προς τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ., το θρησκευτικό συγκρότημα αναπλάστηκε με την προσθήκη νέων υποδομών, οι οποίες πλέον εκτείνονταν σε μία επιμήκη περιοχή καταλαμβάνοντας κλιμακωτά τρία εδαφικά επίπεδα(19). Τότε θα καταργήθηκε το απεικαζόμενο δεύτερο ναϊκό οικοδόμημα και ανεγέρθηκε ένας ευμεγέθης ορθογώνιος ναός, δωρικού ρυθμού, με εκτιμώμενο τετρακιόνιο προστώο, σηκό όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της θεάς και ενδεχομένως οπισθόδομο, ενώ έχει εκφραστεί από ορισμένους μελετητές η διφορούμενη γνώμη ότι διέθετε και άδυτο, δηλαδή έναν ιδιαίτερο χώρο όπου επιτρέπονταν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς. Το μέρος για το καινούργιο λατρευτικό κτίριο διαμορφώθηκε με εκσκαφή της πλαγιάς, γύρω στα 7 μέτρα δυτικότερα από το σημείο του αρχικού ναού των Γεωμετρικών χρόνων, στην θέση του οποίου διαμορφώθηκε ένας μακρόστενος βωμός, που έφερε τρίγλυφα και μετόπες στις τέσσερις όψεις του. Επίσης στο ίδιο κατώτερο επίπεδο, ισοπεδώθηκε με λατόμηση και ο δυτικός βραχίονας του ορμίσκου και κτίστηκε ένα ακανόνιστο πεντάγωνο οικοδόμημα με προαύλιο και πεσσοστοιχίες στην δυτική και νότια πλευρά του. Αυτή η εγκατάσταση ονομάστηκε συμβατικά από τους αρχαιολόγους ως «δυτική αυλή» και πιστεύεται ότι προορίζονταν για την υποδοχή και παραμονή των επισκεπτών ή εξυπηρετούσε διάφορες χρηστικές ανάγκες του Ηραίου(20).

Το ίδιο χρονικό διάστημα, γύρω στα 70 μέτρα ανατολικά του Αρχαϊκού ναού διευθετήθηκε ένα ενδιάμεσο πλάτωμα, όπου κατασκευάστηκε μία εντυπωσιακή υπόγεια αψιδωτή δεξαμενή, χωρητικότητας περίπου 300 κυβικών μέτρων, καθώς και λίθινοι αύλακες παροχής νερού και συγκοινωνίας με την γειτονική ανοιχτή «ιερή δεξαμενή». Η δε εναποθήκευση των όμβριων υδάτων ήταν ζωτικής σημασίας για την επιμελητεία του ιερού και την καθαριότητα των υποδομών. Μάλιστα, λόγω της παρατηρούμενης έλλειψης φυσικών πηγών νερού στην περιοχή του ακρωτηρίου, λήφθηκε ιδιαίτερη μέριμνα και για την εξασφάλιση της υδροδότησης της παρακείμενης αρχαίας κώμης, με την δημιουργία ενός εκτεταμένου συστήματος συλλογής και διοχέτευσης υδάτων, μέσω αγωγών προς δεξαμενές και κρήνες. Ακριβώς δίπλα από την νότια πλευρά της αψιδωτής δεξαμενής, ανεγέρθηκε ένα τετράγωνο κτίσμα απαρτιζόμενο από έναν προθάλαμο και δύο μεγάλα δωμάτια, το οποίο ταυτοποιήθηκε με βεβαιότητα ως εστιατόριο από τις ανακαλυφθείσες θέσεις λίθινων ανακλίντρων, όπου πρέπει να παραθέτονταν επίσημα και τελετουργικά γεύματα. Για τον ίδιο σκοπό ως χώρος συμποσίων εξακολούθησε να χρησιμοποιείται το αποκαλούμενο «κτίριο της εστίας» στο τρίτο και ανατολικότερο άνδηρο της τοποθεσίας.




Εικόνα 19: Άποψη των οικοδομικών καταλοίπων της αποκαλούμενης «δυτικής αυλής», που κατασκευάστηκε επί του λατομημένου δυτικού βραχίονα του ορμίσκου κατά τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ., και προορίζονταν για καλύψει ξένιες ή χρηστικές ανάγκες του Ηραίου.


Μέχρι το λυκόφως της μέσης Κλασσικής περιόδου (450 – 400/380 π. Χ.) το ιερό της Ήρας Ακραίας συνέχισε απρόσκοπτα την λειτουργία του, ενώ οι οικοδομικές παρεμβάσεις στην τοποθεσία είναι ελάχιστες. Εντός του 5ου αιώνα π. Χ. ανάγεται η κατασκευή μίας τεράστιας ανοιχτής κυκλικής δεξαμενής, διαμέτρου 30 μέτρων, κοντά στην ακρώρεια του εδαφικού εξάρματος, που σχηματίζεται στα βορειοανατολικά του αποκαλούμενου ως «κτιρίου της εστίας» και σε απόσταση περίπου 170 μέτρων από αυτό. Το συγκεκριμένο λιθόκτιστο υδραυλικό έργο μάλλον χρησιμοποιούνταν ως ταμιευτήρας όμβριων υδάτων τους χειμερινούς μήνες, από τον οποίον υδροδοτούνταν μέσω αγωγού το θρησκευτικό συγκρότημα. Περί τα τέλη του ίδιου αιώνα, φαίνεται ότι αχρηστεύεται το «κτίριο της εστίας», πιθανότατα έπειτα από μία σφοδρή θεομηνία που συγκλόνισε την περιοχή, ενώ τότε παρουσιάζονται και οι τελευταίες ανασκαφικές ενδείξεις και για τα οικοδομήματα στα δυτικά της υπόψη εγκατάστασης. Ίσως λοιπόν σε αυτό το χρονικό σημείο, στην λήξη του 5ου αιώνα ή στις αρχές του 4ου αιώνα π. Χ., να απαξιώνεται μερικώς το ανατολικότερο άνδηρο, καθώς σχεδόν ταυτόχρονα, κτίζονται διαδοχικά τόσο ένας πολυγωνικός τοίχος δίπλα από την δυτική θεμελίωση του «κτιρίου της εστίας», όσο και ένα ισοδομικό τείχος από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους στα 15 μέτρα παρακάτω, το οποίο φαντάζει σαν να κλείνει τον χώρο. Πάντως εκείνον τον καιρό το Ηραίο έμελλε να μετατραπεί σε σκηνικό ενός αδυσώπητου γεγονότος.




Εικόνα 20: Τα κατάλοιπα του ισοδομικού τείχους στα δυτικά του λεγόμενου «κτιρίου της εστίας», το οποίο μάλλον κατασκευάστηκε στα τέλη του 5ου/αρχές 4ου αιώνα π. Χ., όταν ενδεχομένως να απαξιώθηκε το ανατολικότερο άνδηρο του ιερού.


Την άνοιξη του 390 π. Χ., ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος εκστράτευσε εναντίον της Κορινθιακής επικράτειας, στα πλαίσια των επιχειρήσεων του επονομαζόμενου «Κορινθιακού πολέμου» (395 – 387 π. Χ.). Όπως συνάγεται από την εξιστόρηση του Ξενοφώντα (430 – 355 π. Χ.), ο αντικειμενικός του σκοπός ήταν να διεξάγει μία σαρωτική επιδρομή στο Πειραίο, όπου ήταν συγκεντρωμένα όλα τα κοπάδια των Κορινθίων για βοσκή, έτσι ώστε να τα κυριεύσει επιφέροντας ένα καίριο πλήγμα στην επιμελητεία των αντιπάλων του, ενώ παρατίθεται ότι από εκεί τρέφονταν πολύς κόσμος(21). Σημειώνεται ότι στο εδαφικό ανάγλυφο της χερσονήσου της Περαχώρας οι χαμηλοί λόφοι εναλλάσσονται με μικρές πεδιάδες, που προσφέρονται για περιορισμένης κλίμακας γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση, όντας στην αρχαιότητα η κύρια πλουτοπαραγωγική δραστηριότητα της περιοχής, η οποία αποτελούσε εποχιακό επισιτιστικό πόρο για την πρωτεύουσα. Κατά την προέλαση του ο Αγησίλαος διαπίστωσε ότι το Πειραίο φυλάσσονταν από πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη και αποφάσισε να προβεί σε έναν παραπλανητικό ελιγμό, στρεφόμενος προς την Κόρινθο σαν να επρόκειτο να της επιτεθεί. Τότε οι Κορίνθιοι υπό τον φόβο μίας ενδεχόμενης προδοσίας της πόλης τους, αναγκάστηκαν να αποδυναμώσουν την ισχυρή φρουρά του Πειραίου, καλώντας προς ενίσχυση τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη, που βρίσκονταν εκεί επικεφαλής ενός σώματος πελταστών ως συμμαχική επικουρία. Στην συνέχεια μόλις ο Σπαρτιάτης βασιλιάς πληροφορήθηκε την διέλευση των Αθηναίων από τον Ισθμό, άλλαξε πορεία την ίδια νύχτα και κατευθύνθηκε πίσω προς την χερσόνησο, στρατοπεδεύοντας κοντά στις Θερμές Πηγές (σημερινό Λουτράκι). Παράλληλα, διέταξε μία μόρα (τάγμα) να ανέβει και να διανυκτερεύσει επί της κορυφής των Γερανείων ορέων, όπου οι Λακεδαιμόνιοι άναψαν φωτιές σε πολλές θέσεις, τόσο για να ζεσταθούν από την πτώση της θερμοκρασίας λόγω του υψομέτρου και της απρόσμενης κακοκαιρίας, αφού φορούσαν ελαφρύ ρουχισμό, όσο και για να δειπνήσουν.




Εικόνα 21: Κορινθιακό ειδώλιο ιππέα πολεμιστή (6ος αιώνας π. Χ.) από το ιερό της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα. Το 390 π. Χ. ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος εισέβαλε στο Πειραίο, όπου οι Κορίνθιοι είχαν συγκεντρωμένα τα κοπάδια τους και διέθεταν ισχυρή φρουρά. Το πήλινο ανάθημα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.


Όταν οι άνδρες της Κορινθιακής φρουράς που είχαν απομείνει στο Πειραίο, αντιλήφθηκαν ότι καταλήφθηκε το υπερκείμενο βουνό δεν προσπάθησαν να αμυνθούν, αλλά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας Ακραίας, συμπαρασύροντας μαζί τους και τον άμαχο πληθυσμό, ελεύθερους και δούλους, μαζί με πλείστα από τα κοπάδια. Κατόπιν ο Αγησίλαος προχώρησε ανενόχλητος με το στράτευμα του κατά μήκος της παραλίας προς το ακρωτήριο. Ταυτόχρονα η Σπαρτιατική μόρα κατήλθε από τα Γεράνεια όρη και κυρίευσε το οχυρό τείχος της Οινόης (κοντά στο σημερινό χωριό Σχίνος), ενώ εκείνη την ημέρα άπαντες οι Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες προέβαιναν σε διαρπαγές τροφίμων από τα γύρω χωριά. Μοιραία οι φυγάδες που είχαν αποσυρθεί στο Ηραίο βρέθηκαν μπροστά σε μία αδιέξοδη κατάσταση και επέλεξαν να υποταχθούν χωρίς αντίσταση και άνευ όρων στην βούληση του Σπαρτιάτη βασιλιά. Ο δε Αγησίλαος αποφάσισε όσους εξ’ αυτών συμμετείχαν σε σφαγές κατά την εμφύλια διαμάχη στην Κόρινθο το προηγούμενο έτος να τους παραδώσει στους ολιγαρχικούς Κορίνθιους, οι οποίοι διάκειντο φιλικά προς την παράταξη της Σπάρτης, ενώ τα υπόλοιπα άτομα εκ του πλήθους να τα πουλήσει ως δούλους. Μάλιστα, ο ίδιος καθισμένος σε ένα κυκλοτερές οικοδόμημα περί την λίμνη Εσχατιώτιδα (Βουλιαγμένη), επέβλεπε προσωπικά την διαδικασία εξόδου των δύσμοιρων αιχμαλώτων και των πλούσιων λαφύρων από το Ηραίο, υπό την συνοδεία ένοπλων Λακεδαιμόνιων φυλάκων, σύμφωνα με την αφήγηση του Ξενοφώντα.

Ορισμένοι ερευνητές εικάζουν ότι ο Αγησίλαος βεβήλωσε βάναυσα το ιερό της Ήρας Ακραίας, καταστρέφοντας κάποια από τα κτίρια του, όπως την αποκαλούμενη «δυτική αυλή» και το οικοδομικό σύμπλεγμα του ανατολικού ανδήρου, μεταθέτοντας την διαφαινόμενη απαξίωση του δεύτερου στις αρχές του 4ου αιώνα π. Χ.. Όμως μία τέτοια ιερόσυλη πράξη δεν επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα του Ξενοφώντα, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας, πλην όμως ίσως να την αποκρύπτει εσκεμμένα, καθόσον ο αρχαίος ιστορικός είχε ολιγαρχικά φρονήματα και ήταν φιλολάκων. Αν και η λαφυραγώγηση του Ηραίου από τους Λακεδαιμόνιους μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη έως ένα βαθμό, λόγω της ληστρικής συμπεριφοράς τους κατά την εισβολή τους στην χερσόνησο, εντούτοις το θρησκευτικό συγκρότημα δεν πρέπει να υπέστη σοβαρές ή ανεπανόρθωτες ζημιές στις εγκαταστάσεις του, καθόσον δεν διακόπτεται η λειτουργία του. Επίσης, απορρίπτεται η άποψη ότι ο Αγησίλαος παραβίασε το άσυλο του ιερού, εξανδραποδίζοντας όσους είχαν καταφύγει σε αυτό, αφού οι Κορίνθιοι στρατιώτες της φρουράς του Πειραίου μαζί με το συσσωρευμένο πλήθος παραδόθηκαν αυτοβούλως στον βασιλιά της Σπάρτης.




Εικόνα 22: Η εντυπωσιακή υπόγεια αψιδωτή δεξαμενή και τα κατάλοιπα της διπλανής ορθογώνιας κτιριακής εγκατάστασης του εστιατορίου, που κατασκευάστηκαν κατά τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ. στο μεσαίο εδαφικό επίπεδο του Ηραίου.


Σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις στην πορεία της ύστερης Κλασσικής περιόδου (400/380 – 323 π. Χ.) πραγματοποιήθηκαν εργασίες ανακαίνισης στο θρησκευτικό συγκρότημα και κατασκευάστηκε μία νέα υποδομή, ενδεχομένως μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ.. Συγκεκριμένα ο Αρχαϊκός ναός της Ήρας Ακραίας εκτιμάται ότι δέχτηκε σημαντικές διασκευές, που προσδιορίζουν την κύρια οικοδομική φάση του, προσλαμβάνοντας και την τελική αρχιτεκτονική του μορφή. Στον παρακείμενο βωμό τοποθετήθηκε περιμετρικά Ιωνική κιονοστοιχία με στέγαστρο, για την προφύλαξη των μυστών και των θυσιαστικών ιερουργιών από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενώ στην ανωφέρεια στα βόρεια του δημιουργήθηκε ένα κλιμακοστάσιο. Στην δε αποκαλούμενη «δυτική αυλή» απομονώνεται ένα τμήμα της βορειοδυτικής πλευράς της εγκατάστασης, χωρίς να έχει διευκρινιστεί ο λόγος αυτής της τροποποίησης. Επίσης, περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ., επιχωματώθηκε η ανοιχτή τεχνητή κοιλότητα της επονομαζόμενης «ιεράς δεξαμενής» του μεσαίου εδαφικού ανδήρου και αναπληρώθηκε από μία κτιστή ορθογώνια κινστέρνα λίγα μέτρα βορειότερα.

Ωστόσο η πιο ουσιώδης παρέμβαση εντοπίζεται στο παραλιακό επίπεδο και στο μέρος ανατολικά από τον βωμό, όπου θεμελιώθηκε μία διώροφη στοά, σχήματος «Γ», διαθέτοντας μία Δωρική κιονοστοιχία στην πρόσοψη του ισογείου και επί του ορόφου έφερε μία σειρά Ιωνικών ημικιόνων. Το υπόψη κτίριο πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν πιθανώς ως εκθετήριο για τα αναθήματα, αλλά και για την φιλοξενία των επισκεπτών(22). Κατά μία εκδοχή, η ανέγερση της μεγαλοπρεπούς στοάς ανάγεται σε κάπως μεταγενέστερο χρόνο και αποδίδεται αόριστα στον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337 – 283 π. Χ.), ο οποίος το 303 π. Χ. απέκτησε τον έλεγχο της Κορίνθου. Αν αποδεχτούμε αυτό το αδιόρατο ενδεχόμενο, τότε μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η διαλαμβανόμενη ανακαίνιση του Ηραίου έγινε εκείνο τον καιρό, κατόπιν χρηματικής χορηγίας του Μακεδόνα ηγέτη, μία αντίληψη που ίσως να εξηγεί και τον παρατηρούμενο οικοδομικό οργασμό στην περιοχή, ο οποίος εντάσσεται στο ευρύτερο φάσμα του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π. Χ..




Εικόνα 23: Τα κατάλοιπα του βωμού(1) και της στοάς σχήματος «Γ»(2) του ιερού, η οποία εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ. και ήταν διώροφη διαθέτοντας μία Δωρική κιονοστοιχία στην πρόσοψη του ισογείου, ενώ στον όροφο έφερε μία σειρά Ιωνικών ημικιόνων.


Παράλληλα με την αναφερόμενη ανάπλαση του ιερού της Ήρας Ακραίας, φαίνεται ότι στο ίδιο διάστημα υλοποιήθηκε και ένα φιλόδοξο πολεοδομικό πρόγραμμα στην αρχαία κώμη στα βορειοανατολικά του ιερού. Σύμφωνα με τα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών σε αυτόν τον τομέα οικοδομήθηκαν ευρύχωρες κατοικίες και ναοί, χαράχτηκαν αστικοί δρόμοι και κατασκευάστηκε ένα προηγμένο αρδευτικό σύστημα, απαρτιζόμενο από μία καθοδική σήραγγα που οδηγούσε σε τρία συγκοινωνούντα βαθιά φρεάτια συλλογής ύδατος, έναν επιφανειακό αγωγό διοχέτευσης και μία μνημειώδη κτιστή κρήνη στον πυρήνα του οικισμού, η οποία διέθετε τρείς ευρύχωρους υπόγειους αποθηκευτικούς θαλάμους. Όλες αυτές οι εργασίες ανάπλασης στο ακρωτήριο του Ηραίου μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., φανερώνουν ότι το ιερό εξακολουθούσε να έχει μεγάλη οικονομική ευμάρεια, οφειλόμενη προφανώς στην δημοφιλή αίγλη του, παρά τις απεικαζόμενες καταστροφές στις εγκαταστάσεις του από την επιδρομή του Αγησίλαου στα 390 π. Χ.. Επιπλέον μαρτυρούν ένα σαφές σχέδιο ανάπτυξης ολόκληρης της τοποθεσίας με μακρόπνοη προοπτική, μολονότι οι μελλοντικές πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις θα επεφύλασσαν μία διαφορετική μοίρα για το θρησκευτικό συγκρότημα και το εξαρτώμενο πόλισμα.




Εικόνα 24: Τα ερείπια της μνημειώδους κρήνης στην τοποθεσία της κώμης του Ηραίου, η οποία αποτελούσε τμήμα ενός πολύπλοκου συστήματος υδροδότησης του οικιστικού τομέα και του ιερού, που κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π. Χ.


Στην Ελληνιστική εποχή (323 – 31/30 π. Χ.) το ακρωτήριο του Ηραίου εμφανίζεται δύο φορές ως έδαφος τακτικής σημασίας, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις των Μακεδονικών στρατευμάτων στην Κορινθία. Στα 224 π. Χ., ο Αντίγονος Γ’ Δώσων (229 – 221 π. Χ.) προελαύνει από την Μακεδονία προς την Πελοπόννησο και καταφθάνει με πολυάριθμο εκστρατευτικό σώμα στην χερσόνησο της Περαχώρας (Γερανία), προκειμένου να συνδράμει την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην σύγκρουση της με τον βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη (235 – 222 π. Χ.), ο οποίος είχε καταλάβει προσωρινά την Κόρινθο(23). Αδυνατώντας να διασπάσει τις αμυντικές θέσεις της Σπαρτιατικής παράταξης στα Όνεια όρη και στο Λέχαιο, ο Μακεδόνας βασιλιάς σκέφτηκε να αποσυρθεί στο ακρωτήριο του Ηραίου και από εκεί να διαπεραιώσει το στράτευμα του με πλοία στην Σικυώνα, όπου θα συνενώνονταν με τις δυνάμεις του Άρατου του Σικυώνιου, του περίφημου στρατηγού του Αχαϊκού συνασπισμού. Όμως τελικά δεν προέβη σε αυτό το εγχείρημα, καθόσον απαιτούσε μία χρονοβόρα και επιμελή προπαρασκευή.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 198 π. Χ., στα πλαίσια του Β’ Μακεδονικού πολέμου (200 – 196 π. Χ.), οι συμμαχικές δυνάμεις των Ρωμαίων και των Αχαιών, συνεπικουρούμενες και από το εκστρατευτικό σώμα του βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Α’ (269 – 197 π. Χ.), θέτουν υπό στενό αποκλεισμό την Κόρινθο. Την πόλη υπερασπίζονταν η Μακεδονική φρουρά της, με την οποία είχαν συστρατευτεί και οι Κορίνθιοι με αρχηγό τον Ανδροσθένη. Ωστόσο, η εξέλιξη της πολιορκίας δεν θα στέφονταν με επιτυχία για την Ρωμαϊκή παράταξη. Σύντομα στο δυτικό ακρωτήριο του Πειραίου κατέφθασε από την Βοιωτία, ο Μακεδόνας στρατηγός Φιλοκλής, επικεφαλής ενός αποσπάσματος 1.500 εμπειροπόλεμων στρατιωτών, και προετοιμάζονταν να μεταφέρει τους άνδρες του στο Λέχαιο με Κορινθιακά καράβια, τα οποία βρίσκονταν σε ετοιμότητα στον ορμίσκο του ιερού της Ήρας Ακραίας(24). Τότε κατόπιν συμβουλής του Άτταλου λύθηκε ο πολιορκητικός κλοιός της Κορίνθου, καθώς ο διστακτικός βασιλιάς της Περγάμου έπεισε τον Ρωμαίο διοικητή ότι η προσπάθεια τους θα απέβαινε μακροχρόνια και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Πάντως, η αναμονή των πλωτών μέσων στον ορμίσκο του Ηραίου για την διακομιδή των Μακεδονικών ενισχύσεων, φανερώνει εμμέσως πως οι Κορίνθιοι ενδεχομένως να χρησιμοποιούσαν το μικρό φυσικό λιμάνι του θρησκευτικού συγκροτήματος, ως εναλλακτικό ναύσταθμο σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.




Εικόνα 25: Αεροφωτογραφία του ακρωτήριου Μελαγκάβι (Ηραίο). Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται ο ορμίσκος του ιερού της Ήρας Ακραίας, ο οποίος ενδεχομένως να χρησιμοποιούνταν περιστασιακά από τους Κορίνθιους ως εναλλακτικός ναύσταθμος. (Πηγή φωτογραφίας: εικόνες προγράμματος γραφικής απεικόνισης google maps).


Δυστυχώς η λειτουργία του ιερού της Ήρας Ακραίας παρουσιάζεται να διακόπτεται απότομα περί τα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ.. Πιστεύεται βάσιμα ότι οι υποδομές του λεηλατήθηκαν απηνώς από τις μαινόμενες Ρωμαϊκές λεγεώνες, αμέσως μετά την καθοριστική μάχη της Λευκόπετρας στα 146 π. Χ., ακολουθώντας την ολέθρια τύχη της Κορίνθου, η οποία τότε πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε ολοσχερώς, κατόπιν διαταγής του ύπατου Λεύκιου Μόμμιου (Lucius Mummius), ενώ ο ίδιος κατάσχεσε όλα τα έργα τέχνης της πόλης και τα απέστειλε στην Ρώμη. Ένα από τα απτά αποδεικτικά στοιχεία είναι τα έντονα ίχνη πυράς σε πολλά τμήματα της διώροφης στοάς, που καταδεικνύουν ότι το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά σε αυτό το κρίσιμο χρονικό σημείο.

Παρά την ερείπωση του λατρευτικού συγκροτήματος, στο Ηραίο εμφανίζονται και πάλι σημάδια κατοίκησης κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στον Ελληνικό χώρο, όταν στην θέση του αίθριου της «δυτικής αυλής» χτίστηκε ένα επίμηκες κτίσμα με πέντε συνεχόμενα δωμάτια, που πιθανολογείται ότι ήταν μία αγροικία. Ίσως αυτή η εγκατάσταση να έγινε λίγα χρόνια μετά την επανίδρυση της Κορίνθου ως Ρωμαϊκής αποικίας από τον δικτάτορα Ιούλιο Καίσαρα (Gaius Iulius Caesar) στα 44 μ. Χ., ο οποίος εποίκισε την πόλη με απελεύθερα άτομα και βετεράνους λεγεωνάριους. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι στους Ρωμαϊκούς χρόνους (31 π. Χ. – 324 μ. Χ.) πραγματοποιήθηκαν μερικές διασκευές στο κρηναίο οικοδόμημα του βορειοανατολικού οικισμού, συνιστώντας μία επιπλέον ένδειξη επανακατοίκησης της τοποθεσίας, πιθανώς σε περιορισμένη έκταση, αν και απαιτείται περαιτέρω αρχαιολογική τεκμηρίωση για μία τέτοια περίπτωση.




Εικόνα 26: Άποψη των καταλοίπων του κατώτερου επιπέδου του αρχαιολογικού χώρου του Ηραίου. Το θρησκευτικό συγκρότημα εκτιμάται ότι καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους στα 146 π. Χ.. (Πηγή φωτογραφίας: λεύκωμα βιβλιογραφίας α/α 17, σελίδα 23).


Η οριστική απαξίωση του ιερού της Ήρας στην Περαχώρα ως θρησκευτικού κέντρου καθίσταται αντιληπτή και μέσα από τα κείμενα δύο αρχαίων συγγραφέων εκείνης της εποχής. Ο Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά», που το ολοκλήρωσε περί τις αρχές του 1ου αιώνα μ. Χ., αναφέρεται σε παρελθόντα χρόνο για αυτό, κάνοντας λόγο ότι «τὸ τῆς Ἀκραίας μαντεῖον Ἥρας ὑπῆρχε τὸ παλαιόν». Μολονότι ο διάσημος γεωγράφος είναι η μοναδική πηγή, που ταυτοποιεί το Ηραίο ως μαντείο με συνέπεια η αυτή η πληροφορία να προκαλεί διχογνωμίες, εντούτοις είναι φανερό πως δεν υφίστατο πλέον στον καιρό του. Επιπρόσθετα, ο μεταγενέστερος Παυσανίας δεν το περιλαμβάνει ανάμεσα στα αξιοθέατα του οδοιπορικού του, τόσο κατά την διέλευση του από την Μεγαρίδα γύρω στο 145 – 150 μ. Χ., κατά την οποία έφτασε μέχρι τις αρχαίες Παγές (σημερινό Κάτω Αλεποχώρι), όσο και κατά την περιοδεία του στην Κορινθία στα 155 μ. Χ.. Αυτή η παντελής έλλειψη έστω και μίας απλής μνημόνευσης του ιερού της Ήρας Ακραίας από τον σχολαστικό αρχαίο περιηγητή, ο οποίος κατέγραφε λεπτομερώς τους ναούς και τα μνημεία κάθε τόπου, υποδηλώνει ότι στα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., δεν είχε διατηρηθεί ούτε η ανάμνηση του άλλοτε φημισμένου λατρευτικού συγκροτήματος του Πειραίου.

Με το πέρασμα των αιώνων η τοποθεσία του ερειπωμένου ιερού εγκαταλείφθηκε πλήρως και ο απομονωμένος ορμίσκος μάλλον χρησίμευε μόνο ως απάγκιο για τα καΐκια των περιπλεόντων ψαράδων. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα το δυτικό ακρωτήριο της Περαχώρας θα προσλάβει μία ιδιαίτερη σημασία για την ασφαλή ναυσιπλοΐα, καθώς επί της βραχώδους ράχης του ανεγέρθηκε ο λιθόκτιστος φάρος Μελαγκάβι, εντασσόμενος στο αναπτυσσόμενο φαρικό δίκτυο της χώρας. Ο δε φωτιστικός μηχανισμός του δεσπόζοντος κτιρίου άναψε για πρώτη φορά το 1897. Κατά πάσα πιθανότητα τότε δημιουργήθηκε και μία μικρή αποβάθρα στον φυσικό λιμένα του αρχαίου Ηραίου, προκειμένου να πραγματοποιείται ακτοπλοϊκώς ο ανεφοδιασμός των διαμενόντων φαροφυλάκων. Ωστόσο τα κατάλοιπα του Αρχαϊκού ναού της Ήρας υπέστησαν σοβαρή φθορά, εξαιτίας της λειτουργίας μίας ασβεστοκάμινου περί το μέσο της νότιας πλευράς του, ενδεχομένως κατά τις εργασίες κατασκευής του φάρου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ή έστω λίγο πρωτύτερα πρέπει να οικοδομήθηκε επί των καταλοίπων του Γεωμετρικού ναού της Ήρας του αρχικό Χριστιανικό εκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη τού Νηστευτή, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στα 582 – 595.




Εικόνα 27: Ο λιθόκτιστος φάρος Μελαγκάβι όπως φαίνεται από την θέση της «δυτικής αυλής» του Ηραίου. Ανεγέρθηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και το φωτιστικό του μηχάνημα λειτούργησε για πρώτη φορά στα 1897.


Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές στο Ηραίο αναλήφθηκαν την περίοδο 1930 – 1933 υπό την επίβλεψη του Humfry Gilbert Garth Payne (1902 – 1936), τότε διευθυντή της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (British School at Athens), ενός ταχέως ανερχόμενου και διακεκριμένου επιστήμονα, παρά την νεαρή ηλικία του. Ο Βρετανός αρχαιολόγος πιστοποίησε με βεβαιότητα ότι περιμετρικά του ορμίσκου βρίσκονταν τα κατάλοιπα του ιερού της Ήρας Ακραίας, βασιζόμενος στα επιγραφικά ευρήματα, σε συσχετισμό με τις καταγραφές των αρχαίων κειμένων και εντόπισε τους δύο ναούς της θεάς των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. Όμως ταυτοποίησε κάπως βιαστικά το επονομαζόμενο ως «κτίριο της εστίας» στο ανατολικό άνδηρο σαν ναό αφιερωμένο στην Ήρα Λιμένια, προσδίδοντας μία διττή λατρευτική φυσιογνωμία στο θρησκευτικό συγκρότημα Αυτή η άποψη δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, καθώς όπως προαναφέρθηκε έπειτα από την επανεξέταση των δεδομένων, διαπιστώθηκε ότι η υπόψη υποδομή εξυπηρετούσε ως μία αίθουσα συμποσίων, πιθανώς για υψηλούς επισκέπτες ή προσκεκλημένους του Ηραίου. Επίσης, προκειμένου να προχωρήσει η αρχαιολογική έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος και να αποκαλυφθούν τα κατάλοιπα του Γεωμετρικού ναού, καταργήθηκε ο αρχικός Χριστιανικός ναΐσκος του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή από τον H. Payne στα 1932 και ανοικοδομήθηκε 35 μέτρα δυτικότερα, ανάμεσα στο κατώτερο και στο μεσαίο επίπεδο του ιερού.




Εικόνα 28: Άποψη του παραλιακού επιπέδου του Ηραίου κατά την έναρξη των ανασκαφών στα 1930. Διακρίνεται ο αρχικός Χριστιανικός ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτή στο σημείο του Γεωμετρικού ναού της Ήρας, ο οποίος ανακατασκευάστηκε σε νέα θέση πιο δυτικά το 1932. (Πηγή φωτογραφίας: Πληροφοριακή πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου).


Μετά από τον πρόωρο θάνατο του Humfry Payne σε ηλικία μόλις 34 ετών(25), οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν υπό την αιγίδα της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, από τον Αυστραλιανής καταγωγής αρχαιολόγο Thomas James Dunbabin (1911 – 1955) το χρονικό διάστημα 1938 – 1939, αλλά διακόπηκαν από την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου(26). Επίσης, προηγουμένως στα 1937 – 1938, ανεγέρθηκε στην Περαχώρα Λουτρακίου το κτίριο του τοπικού Αρχαιολογικού Μουσείου, προκειμένου να φιλοξενηθούν τα σπουδαία ευρήματα των ερευνών. Το 1962 η περιοχή του Ηραίου κηρύχθηκε ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, στην έκταση από το χωριό της Περαχώρας έως τον αρχαιολογικό χώρο και σε απόσταση 50 μέτρων εκατέρωθεν της δημοσίας οδού, με ειδική απαγόρευση ρητινεύσεως(27).

Οι μεθοδικές ανασκαφές στην τοποθεσία του ακρωτηρίου άρχισαν ξανά από τα έτη 1963/1964 – 1965 και διεξήχθησαν περιοδικά έως και την δεκαετία του 1980 με μέριμνα και πάλι της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και την γενική εποπτεία του Βρετανού καθηγητή Richard Allan Tomlinson(28). Εκτός από το μέρος του ιερού της Ήρας Ακραίας, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επισκόπηση των καταλοίπων της παρακείμενης κώμης στα βορειοανατολικά, που είχαν επισημανθεί πρωτύτερα ήδη από τον Humfry Payne και χαρτογραφήθηκε το πολύπλοκο σύστημα ύδρευση του οικιστικού τομέα, το οποίο αποτελούσε ένα πρωτοποριακό επίτευγμα υδραυλικής μηχανικής του 4ου αιώνα π. Χ..




Εικόνα 29: Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Περαχώρας, το οποίο ανεγέρθηκε στα 1937 – 1938 και σταμάτησε να λειτουργεί το 1981, όταν υπέστη σοβαρότατες ζημιές από το ισχυρότατο σεισμικό φαινόμενο, που έπληξε την Κορινθία εκείνο έτος.


Κατά την καταστροφική σεισμική ακολουθία που συνέβη στις 24/25 Φεβρουαρίου – 4 Μαρτίου 1981, με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους στον Κορινθιακό κόλπο, υπέστη σοβαρότατες φθορές το Αρχαιολογικό Μουσείο Περαχώρας, με αποτέλεσμα να σταματήσει η λειτουργία του και τα εκθέματα από τις ανασκαφές του Ηραίου να μεταφερθούν προσωρινά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας. Δυστυχώς, έκτοτε το κτίριο παραμένει κλειστό και σε κακή κατάσταση, ενώ η επανασύσταση του αποτελεί πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας. Μολονότι κατά καιρούς ανακινείται το θέμα της επανέγερσης του, κατόπιν αξιέπαινων πρωτοβουλιών βασικά από συλλογικούς φορείς, όπως η Ένωση Φίλων Αρχαιολογικού Μουσείου Περαχώρας, εντούτοις δεν έχει ευοδωθεί ακόμα ο επιθυμητός στόχος.

Τον Ιούλιο του 1991 η ευρύτερη περιοχή του Ηραίου Περαχώρας και της λίμνης Βουλιαγμένης κηρύχθηκε ως οριοθετημένος αρχαιολογικός χώρος, με δεδομένο ότι εμπεριέχει σημαντικές αρχαιότητες που αποδεικνύουν τη συνεχή κατοίκηση της από τους προϊστορικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως αναγράφεται στην συναφή Υπουργική Απόφαση(29). Σχετικά πρόσφατα και σε αντίθεση με την ατελέσφορη εξέλιξη του ζητήματος της επανίδρυσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Περαχώρας, πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας έργα ανάδειξης στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Ήρας Ακραίας από την υπεύθυνη Εφορεία Αρχαιοτήτων, καθιστώντας το λατρευτικό συγκρότημα ένα θαυμάσιο αξιοθέατο της Κορινθίας.




Εικόνα 30: Χάλκινο περιστέρι του 6ου αιώνα π. Χ. από το ιερό της Ήρας Ακραίας, που πιθανόν ήταν τοποθετημένο στην παλάμη ενός αγάλματος. Αποτελεί το έμβλημα της Ένωσης Φίλων Αρχαιολογικού Μουσείου Περαχώρας. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 14, σελίδα 9).


Τα κινητά ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ηραίο είναι πολυπληθή και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, φωτίζοντας άγνωστες πτυχές των χρηστικών, θρησκευτικών και καλλιτεχνικών τάσεων της Γεωμετρικής και της Αρχαϊκής εποχής, ενώ μία ενδεικτική ποσότητα από αυτά εκτίθεται σε ιδιαίτερες προθήκες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών(30). Από τα αναθήματα ξεχωρίζουν τα πήλινα ειδώλια που απεικονίζουν άνδρες γυναίκες, παιδιά και ζώα. Άλλα είδη αφιερωμάτων αποτελούν οι πήλινοι επιζωγραφισμένοι πίνακες και τα ομοιώματα οικίσκων και κουλουριών. Άφθονα είναι και τα διακοσμημένα αγγεία του 7ου – 6ου αιώνα π. Χ., όπως αρύβαλλοι, οινοχόες, πυξίδες, φιάλες και κάλαθοι. Τα δε ελεφαντοστέϊνα τεχνουργήματα συγκροτούν μία από τις πλουσιότερες συλλογές του είδους των Αρχαϊκών χρόνων, περιλαμβάνοντας γυναικείες κεφαλές, ειδώλια σφιγγών και ζώων, καθώς και δισκοειδείς σφραγίδες με έγγλυφες παραστάσεις πτηνών, ζώων και μυθικών τεράτων. Λίαν αξιόλογα είναι και τα χάλκινα αντικείμενα, στα οποία συγκαταλέγονται αγαλματίδια μυθολογικών μορφών και ζώων, αλλά και διακόσιες ομφαλωτές φιάλες που ανασύρθηκαν από το μέρος της αποκαλούμενης «ιεράς δεξαμενής» και κατά μία άποψη σχετίζονται με την λειτουργία του ιερού ως μαντείου. Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμιστεί και η παρουσία αναθημάτων από ξένες και μακρινές περιοχές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα έναν μεγάλο αριθμό ευρεθέντων Αιγυπτιακών σκαραβαίων, καταδεικνύοντας μία αρκετά στενή εμπορική διασύνδεση της Κορίνθου με χώρες της ανατολικής Μεσογείου.




Εικόνα 31: Πήλινα ευρήματα από το Ηραίο Περαχώρας (ειδώλια, σκεύη, τμήματα πινάκων, τράπεζα παιγνίου) του 7ου – 6ου αιώνα π. Χ. με περίτεχνη ζωγραφική διακόσμηση, όπως εκτίθενται σε ιδιαίτερη προθήκη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.


Η ιστορική διαδρομή του ιερού στο δυτικό ακρωτήριο της Περαχώρας, από την απώτερη αρχαιότητα έως την εκτιμώμενη καταστροφή του από τους Ρωμαίους στα 146 π. Χ., φανερώνει απροκάλυπτα ότι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λατρευτικούς τόπους της Κορινθίας. Σίγουρα ήταν άμεσα συνυφασμένο με τις τοπικές παραδόσεις και τις μυσταγωγικές τελετουργίες, που είχαν τις αρχέγονες ρίζες τους στον τραγικό μύθο της Μήδειας, η οποία με την πάροδο του χρόνου μετουσιώθηκε στην υπερβατική μορφή της θεάς Ήρας, τιμώμενη εδώ με τα προσωνύμια «Ακραία» και «Λιμένια». Το δε πνευματικό κύρος του Ηραίου έφθανε σε πανελλήνια εμβέλεια, προσλαμβάνοντας ακόμα και διεθνείς προεκτάσεις μέσω των υπερπόντιων ταξιδιών των Κορίνθιων θαλασσοπόρων.

Στο επόμενο δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα ασχοληθούμε με την περιγραφή των κτιριακών καταλοίπων του αρχαιολογικού χώρου, τα οποία εκτείνονται γύρω από τον ειδυλλιακό ορμίσκο και την διαπιστωμένη χρήση του καθενός από αυτά, έτσι ώστε να αποκομίσουμε μία πληρέστερη εικόνα για τις υποδομές του θρησκευτικού συγκροτήματος. Επιπρόσθετα θα προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε και τις λατρευτικές ιδιότητες που αποδίδονταν προς το πρόσωπο της Ήρας, στο ιερό της θεάς στην χερσόνησο του Κορινθιακού Πειραίου, όπως προκύπτουν από το είδος και την θεματολογία των ανακαλυφθέντων αφιερωμάτων.


Κείμενο – Φωτογραφίες (προσωπικού αρχείου και εξ’ επιλογής)

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
22 Οκτωβρίου 2019


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Το ιστορικό και η αρχιτεκτονική του υπόψη φάρου παρατίθενται στο σχετικό άρθρο του γράφοντος «Ο λιθόκτιστος φάρος Μελαγκάβι Περαχώρας Λουτρακίου»/www.parakato.gr/Γεώργιος Λόης/14 Μαρτίου 2018. Η δε τριγωνική χερσόνησος της Περαχώρας αναφέρεται και ως Αγρίλαος. Επίσης, μεταξύ του ακρωτηρίου Μελαγκάβι (ή και Μαλαγκάβι) και της πόλης του Λουτρακίου διαγράφεται ο όρμος Αγριληός ή Αγριλιός.

2. Το μέρος στάθμευσης του ακρωτηρίου Μελαγκάβι απέχει περί τα 25,5 χιλιόμετρα από την Κόρινθο μέσω της γέφυρας της Ποσειδωνίας, 18,5 χιλιόμετρα από το Λουτράκι και 9,5 χιλιόμετρα από την Περαχώρα. Η προσέγγιση στην τοποθεσία δύναται να πραγματοποιηθεί εναλλακτικά και από την επαρχιακή οδό Λουτρακίου – λίμνης Βουλιαγμένης, η οποία διακλαδώνεται και συνενώνεται με το διαλαμβανόμενο δρομολόγιο μέσω Περαχώρας.

3. Σε διάφορα άρθρα αναφέρεται εκ παραδρομής ότι σε αυτή την τοποθεσία ανασκάφηκαν δύο κοντινοί ξεχωριστοί οικισμοί των Πρωτοελλαδικών περιόδων Ι και ΙΙ, αλλά από τις νεότερες μελέτες τεκμηριώθηκε ότι πρόκειται για έναν ενιαίο χωροταξικό τομέα με επάλληλες οικοδομικές φάσεις (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 16 σελίδες 20 – 22). Η δε λίμνη της Βουλιαγμένης έχει αλμυρό νερό, συνιστώντας ουσιαστικά μία κλειστή λιμνοθάλασσα, η οποία ενώνεται με τον Κορινθιακό κόλπο μέσω μίας διώρυγας πλάτους 6 μέτρων και μήκος 86 μέτρων, επί της στενής εδαφικής λωρίδας στην νοτιοδυτική πλευρά της λεκάνης της.

4. Σε ορισμένες πηγές καταγράφεται εσφαλμένα πως ανακαλύφθηκαν δώδεκα ή δεκαέξι λαξευμένοι τάφοι, ωστόσο το νεκροταφείο στην τοποθεσία «Σκάλωμα» απαρτίζεται συνολικά από δεκαοκτώ δρομικούς θαλαμοειδείς τύμβους, έναν «υβριδικό» με θάλαμο χωρίς δρόμο και έναν λακκοειδή με κόγχη. Εξ αυτών ανασκάφηκαν συστηματικά μόνο οι δεκαεπτά. (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 16 σελίδες 169 – 172).

5. Πλούταρχος, «Αίτια Ελληνικά», ερώτημα 17. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, κοντά στην βόρεια ακτή της λίμνης Εσχατιώτιδος ή Γοργώπιδος (Βουλιαγμένης) βρίσκονταν και η αρχαία Μεγαρική κώμη Αίγειρος, ενώ κατά μία άλλη άποψη ίσως να ταυτίζεται με το αρχαίο πόλισμα Αιγειρούσες, που τοποθετείται στην περιοχή Ντουράκο Αλεποχωρίου. Επιπλέον στο σύγχρονο Κάτω Αλεποχώρι εντοπίζονται και οι αρχαίες Παγές (ή Πηγές), που υπήρξαν πόλη και λιμάνι των Μεγάρων στον Κορινθιακό κόλπο.

6. Κατά μία άλλη εκδοχή εικάζεται ότι πραγματοποιήθηκε πολύ παλαιότερα, περί το 1400 – 1380/1365.

7. Η Μήδεια φέρεται να είχε κληρονομικά δικαιώματα επί του Κορινθιακού θρόνου, από τον πατέρα της Αιήτη. Σύμφωνα λοιπόν με μία μυθολογική διήγηση, ο Ήλιος είχε μοιράσει το βασίλειο του στους δύο γιούς του, δίνοντας στον Αλωέα την Αρκαδία και στον Αιήτη την Κορινθία, που τότε επονομάζονταν Εφύρα. Όμως ο δεύτερος αποφάσισε να μεταβεί στην Κολχίδα και γίνει βασιλιάς αυτής μακρινής χώρας, παραχωρώντας την Πελοποννησιακή κτήση του στον Βούνο, τον γιό του Ερμή και της νύμφης Αλκιδάμειας, με τον όρο να παραδώσει την εξουσία είτε στον ίδιο εφόσον επέστρεφε πίσω, είτε σε ένα τέκνο ή απόγονο του. Ο δε Βούνος πέθανε άκληρος, με συνέπεια ο θρόνος της Εφύρας να περάσει στα χέρια του Αλωέα και στην συνέχεια στους δικούς του απογόνους, έως τον δισέγγονο του, τον Κόρινθο, από τον οποίο μετονομάστηκε και η πόλη. Όμως ο τελευταίος απεβίωσε επίσης χωρίς να αφήσει διάδοχο, την περίοδο που η Μήδεια είχε αφιχθεί στην Ιωλκό.

8. Ευριπίδης, «Μήδεια», στίχοι 1378 – 1388.

9. «Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου», βιβλίο Α’, εδάφιο 9.28. Στο υπόψη σύγγραμμα περιγράφεται η Ελληνική μυθολογία και βασίζεται στο έργο «Περί Θεών» του ιστορικού και μυθογράφου Απολλόδωρου του Αθηναίου (180 – π. 110 π. Χ.), αλλά δεν θεωρείται πλέον ότι το έγραψε ο ίδιος.

10. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 3, εδάφια 6 – 11. Ο δε αναφερόμενος θεός που έδωσε τον χρησμό, προφανώς εξυπονοείται ότι είναι ο Απόλλωνας.

11. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 4, εδάφιο 7.

12. Επιπλέον σημειώνεται ότι κάτω από τον θεωρούμενο ως πρωταρχικό ναό της Ήρας των Γεωμετρικών χρόνων, ήρθαν στο φως ίχνη ακόμα παλαιότερων κτιρίων, που ανάγονται στην Πρωτοελλαδική εποχή, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η χρήση τους.

13. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’ (Πελοπόννησος), κεφάλαιο VI, εδάφιο 22 (C 380). Η πιθανή λειτουργία του Ηραίου Περαχώρας ως μαντείου θα εξεταστεί πιο ενδελεχώς στην επόμενη ενότητα του παρόντος αφιερώματος, που θα περιλαμβάνει την περιγραφή των μνημείων και των αρχαιολογικών ευρημάτων.

14. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 17, εδάφιο 2.

15. Ο αρχαιολόγος H. Payne απέδιδε την ίδρυση του ιερού της Ήρας Ακραίας από κοινού στους Κορινθίους και στους Αργείους και δεν δέχονταν την ανάμειξη των Μεγαρέων, καθώς θεωρούσε ότι είχαν υπό την κατοχή τους την περιοχή της Περαχώρας μόνο κατά την προϊστορική περίοδο, ενώ απέρριπτε την μνεία του Πλούταρχου στους «Ἡραεῖς» της Μεγαρίδας.

16. Η απόσταση μεταξύ επινείου του αρχαίου Λεχαίου και του ορμίσκου του ιερού της Περαχώρας είναι περίπου 10.750 μέτρα, ενώ η διαδρομή από την αρχαία Κόρινθο έως τον χώρο στάθμευσης του αρχαιολογικού χώρου του Ηραίου μέσω της γέφυρας της Ποσειδωνίας είναι 34,2 χιλιόμετρα.

17. Ενδεικτικά στην «Ιλιάδα» του Ομήρου η Ήρα μνημονεύεται με την συγκεκριμένη επωνυμία «λευκώλενος Ἥρη» στα εξής χωρία, ραψωδία Α’, στίχοι 55, 195, 208, 572 και 595, ραψωδία Ε’, στίχος 711, ραψωδία Θ’, στίχος 350, ραψωδία Ο’, στίχος 92, ραψωδία Φ’, στίχος 377, ραψωδία Ω’, στίχος 55.

18. Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’ («Τερψιχόρη»), κεφάλαιο 92 (ζ).

` 19. Σε αρκετές πηγές αναφέρεται ότι οι εγκαταστάσεις του ιερού αναπτύσσονται δε δύο εδαφικά επίπεδα, συγχωνεύοντας τα δύο ανατολικά άνδηρα, όπου βρίσκονται οι επισιτιστικές υποδομές. Τα επίπεδα επικοινωνούσαν μεταξύ τους με κλιμακοστάσια.

20. Αρχικά η «δυτική αυλή» είχε θεωρηθεί καταχρηστικά ότι ήταν η αγορά, δηλαδή ο οικονομικός και κοινωνικός πυρήνας του λατρευτικού συγκροτήματος, λόγω των πλευρικών στοών με τις πεσσοστοιχίες. Το εν λόγω πολυγωνικό κτίσμα δέχτηκε πολλές δομικές τροποποιήσεις έως και την Ρωμαϊκή περίοδο.

21. Ξενοφών, «Ελληνικά», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο V, εδάφια 1 – 6 και του ιδίου «Αγησίλαος», κεφάλαιο II, εδάφια 18 – 19. Κατά τον «Κορινθιακό πόλεμο» η Σπάρτη μαζί με τις συμμαχικές Πελοποννησιακές πόλεις αντιμετώπισαν τον συνασπισμό των Αθηναίων, Αργείων, Κορινθίων, Θηβαίων και Περσών. Ο πόλεμος άρχισε από μία τοπική σύγκρουση μεταξύ της Σπάρτης και της Θήβας και έπειτα γενικεύτηκε, έχοντας τα βαθύτερα αίτια του στην εχθρότητα που προκαλούσαν οι επεκτατικές τάσεις των Σπαρτιατών στην Μικρά Ασία και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

22. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι η κατασκευή της στοάς ίσως να συνδέεται με την απεικαζόμενη καταστροφή της «δυτικής αυλής» από τον Αγησίλαο στα 390 π. Χ., την οποία και αντικατέστησε στον λειτουργικό της ρόλο.

23. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Κλεομένης», κεφάλαιο 20. Η συγκεκριμένη σύρραξη μεταξύ της Σπάρτης – Ήλιδας και της Αχαϊκής Συμπολιτείας – Μακεδονίας είναι γνωστή ως «Κλεομένειος πόλεμος», και έλαβε χώρα από το 229/228 έως το 222 π. Χ.. Ο Πλούταρχος στην βιογραφία του Άρατου αναφέρει τον ναό της Ήρας στην Κόρινθο ως «Ἡραῖον», προκαλώντας σύγχυση σε κάποιους σύγχρονους ιστοριοδίφες, που τον ταυτίζουν εντελώς εσφαλμένα με το ιερό της Ήρας Ακραίας στην Περαχώρα. Ωστόσο ο αρχαίος λόγιος παραθέτει σαφέστατα ότι ο επίμαχος ναός βρίσκονταν κοντά σε μία από τις πύλες του οχυρωματικού περιβόλου, έξω από την οποία είχε οδηγήσει το στρατιωτικό του απόσπασμα ο Σικυώνιος στρατηγός στα 243 π. Χ., πριν εισβάλει στην πόλη και την καταλάβει. (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος», κεφάλαια 21 – 22).

24. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita», βιβλίο XXXII, κεφάλαιο 23, εδάφια 10 – 11. Στο κείμενο του Ρωμαίου ιστορικού το ακρωτήριο του Ηραίου καταγράφεται με την επωνυμία «Acraean Juno», καθώς η Ρωμαϊκή ονομασία της Ήρας είναι «Juno».

25. Ο φιλέλληνας Βρετανός αρχαιολόγος απεβίωσε από μόλυνση σταφυλόκοκκου στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας και η σύζυγος του Dilys Powell κανόνισε να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου στις Μυκήνες.

26. Κατά την διάρκεια του πολέμου, ο Thomas J. Dunbabin υπηρέτησε ως αξιωματικός στις Βρετανικές Ειδικές Δυνάμεις (Special Operations Executive) και έδρασε από το 1942 έως το 1945 στο νησί της Κρήτης, σε συνεργασία με την τοπική αντίσταση μεταμφιεσμένος ως Κρητικός βοσκός. Απεβίωσε το 1955 σε ηλικία 44 ετών από καρκίνο στο πάγκρεας.

27. ΥΑ 10774/16-8-1962 (ΦΕΚ 305/Β/30-8-1962)/Περί κηρύξεως περιοχής Ηραίου Περαχώρας ως τόπου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Με τον ίδιο νόμο χαρακτηρίστηκε αντίστοιχα και ο χώρος παρά την λίμνη της Βουλιαγμένης μέχρι και σε βάθος 200 μέτρων περιμετρικά αυτής.

28. O Richard. A. Tomlinson εργάστηκε ως καθηγητής αρχαίας ιστορίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Birmingham από το 1971 έως το 1995, διατέλεσε εκδότης των χρονικών της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών από το 1978 έως το 1991 και διευθυντής του εν λόγω ιδρύματος στα 1995 – 1996. Παράλληλα με την ανασκαφική δραστηριότητα στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου, διερευνήθηκε και η τοποθεσία του Πρωτοελλαδικού οικισμού στην δυτική – νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης Βουλιαγμένης, κυρίως τα έτη 1931, 1964 – 1965 και 1972.

29. ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/29961/1543/9-7-1991 (ΦΕΚ 589/Β/29-7-1991)/Περί κήρυξης αρχαιολογικού χώρου της περιοχής Ηραίου Περαχώρας – Λίμνη Βουλιαγμένης.

30. Μια αναλυτικότερη παρουσίαση των κινητών ευρημάτων από το ιερό της Ήρας Ακραίας θα γίνει στο δεύτερο μέρος του παρόντος άρθρου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία Μέρους Α’ – Πηγές Διαδικτύου

1. «Perachora I. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia, excavations of the British School of Archaeology at Athens 1930-1933, Architecture Bronze terracottas», Humfry Payne, Clarendon Press, Oxford, 1940.

2. «The Oracle of Hera Akraia at Perachora», Thomas J. Dunbabin, Annual of the British School of Athens 46, p. 61 – 71, 1951.

3. «The Heraeum at Perachora and Corinthian Encroachment», N. G. L. Hammond, Annual of the British School of Athens 49, p. 93 – 102, 1954.

4. «The Heraeum at Perachora and the early history of Corinth and Megara», J. Salmon, Annual of the British School of Athens 67, p. 159 – 204, 1972.

5. «Water supplies and ritual at the Heraion Perachora», Richard. A. Tomlinson, Early Greek Cult Practice, Proceedings of the Fifth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 167 – 171, 26 – 29 June 1986, Stockholm, 1986.

6. «Ελληνική Μυθολογία», γενική εποπτεία: Ιωάννης Θ. Κακριδής, τόμος 2 (Οι Ήρωες), σελίδες 254 – 257 (Μήδεια), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986.

7. «Perachora», Richard A. Tomlinson, in «Le sanctuaire grec: huit exposés suivis de discussions», p. 321 – 351, par Schachter Albert, Genève-Vandœuvres,1992.

8. «The evolution of sacral “landscape”: Isthmia, Perachora, and the early Corinthian state», Catherine Morgan, in «Placing the gods: sanctuaries and sacred space in ancient Greece», p. 105 – 142, ed. by Susan E. Alcock & Robin Osborne, New York, 1994.

9. «The sixth century BC temple and the sanctuary and cult of Hera Akraia, Perachora», Blanche Menadier, Dissertation: University of Cincinnati, (Etats-Unis: Ann Arbor: University Microfilms international), Cincinnati, 1995.

10. «Corinthian Medea and the cult of Hera Akraia», Sarah Iles Johnston, in «Medea. Essays on Medea in myth, literature, philosophy and art», p. 44 – 70, editors James J. Clauss & Sarah Iles Johnston, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1997.

11. «The Sanctuary of Hera Akraia and its religious connections with Corinth», Blanche Menadier, Peloponnesian Sanctuaries and Cults, Proceedings of the Ninth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 85 – 91, 11 – 13 June 1994, ed. R. Hagg, Stockholm, 2002.

12. «Η λατρεία της Ήρας στα πρώιμα ιστορικά χρόνια», Καλλιόπη Τερματζίδου, πτυχιακή εργασία, σελίδες, 27 – 32, 57 – 65, 115 – 118, 143 – 146, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Ι.ΑΚ.Α., Βόλος, 2006.

13. «Η λειτουργία του αδύτου σε ναούς της ηπειρωτικής Ελλάδας», Λυκίδου Ηρώ, κύρια πτυχιακή εργασία, σελίδες 28 – 29, 30 – 38, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2007.

14. «Ηραίο Περαχώρας», Βασιλική Πλιάτσικα, άρθρο από το συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία», σελίδες 1 – 9, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.

15. «Ιστορίες από το Ηραίο. Μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Ηραίο της Περαχώρας με προτάσεις για δραστηριότητες», γενική επιμέλεια: Γιώτα Κασίμη, κείμενα, σχεδιασμός δραστηριοτήτων: Εύη Πίνη, εικονογράφηση: Γιάννης Νάκας, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ΛΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 2013.

16. «Μυκηναϊκή Κορινθία», Κωνσταντίνος Π. Θεοδωρίδης, διδακτορική διατριβή, τόμος Α’, σελίδες 18 – 26, 169 – 172, εικόνες 1 – 6, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Ιωάννινα, 2014.

17. «Η Κορινθία από ψηλά», κείμενα: Γιώργος Σταματόπουλος, φωτογραφίες: Γιώργος Τερζής, σελίδες 20 – 25, έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας, εκτύπωση: «ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ», Κιάτο.

18. https://el.wikipedia.org/Ηραίο Περαχώρας.

19. https://peloponnese.events/archeologikos-choros-ireou-perachora.

20. http://cultureloversgr.blogspot.com/Ποια είναι η ιστορία του αρχαίου Ηραίου Περαχώρας;/Άρθρο του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου/6-2-2019.

21. http://innoutworld.blogspot.com/Ηραίον Περαχώρας.

22. http://www.self.gutenberg.org/Heraion of Perachora.

23. https://www.mythicalpeloponnese.gr/Αρχαιολογικός χώρος Ηραίου (Περαχώρα).

24. https://warwick.ac.uk/Sanctuary of Hera at Perachora.

25. http://enloutrakio.gr/ Αρχαιολογικό Μουσείο Περαχώρας: Αναξιοποίητο ιστορικό κειμήλιο!

26. http://perahoragr.blogspot.com/Μουσείο Περαχώρας....Ο αγώνας συνεχίζεται!

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Δημοσίευση: Οκτωβρίου 22, 2019

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΑΡΧΑΙΟ ΗΡΑΙΟ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ – ΜΕΡΟΣ Α’ (ΙΣΤΟΡΙΑ)"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator