ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Α’)

0


Το θέατρο, το ωδείο και το αμφιθέατρο της αρχαίας Κορίνθου: Η μετάλλαξη από τις θεατρικές παραστάσεις και τους μουσικούς αγώνες στις αρένες των μονομαχιών


Εικόνα 1: Άποψη των καταλοίπων του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου. Διακρίνεται η διαμόρφωση του κοίλου, η κυκλοτερής ορχήστρα και τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει έναν θαυμαστό πολιτισμό στηριγμένο πάνω σε ένα πλέγμα ιδανικών και αξιών, που διακατείχαν όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής τους. Ακόμα και στις υπερβατικές σκέψεις τους κατάφερναν να δίνουν μία γήινη αύρα και να τις μετουσιώνουν σε μυσταγωγικές πράξεις. Μέσα λοιπόν από αυτή την βιωματική διαδικασία γεννήθηκαν τα θεατρικά δρώμενα ως μετεξέλιξη της θρησκευτικής εορτής των Ληναίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις άρχιζαν με τον «θίασο», δηλαδή την τιμητική πομπή η οποία οδηγούσε ένα αφιερωμένο τράγο στον ναό του Ληναίου Διονύσου, που βρίσκονταν κοντά στην θέση όπου αργότερα κατασκευάστηκε το διονυσιακό θέατρο, στις νοτιοανατολικές παρυφές του ιερού βράχου της Ακρόπολης. Εκεί θυσιάζονταν τελετουργικά το ζώο, ενώ ταυτόχρονα τα μέλη του χορού υμνολογούσαν τον θεό φορώντας δέρματα τράγων, με συνέπεια να προσλάβει την αρχικά σκωπτική επωνυμία «τραγικός». Ο χορός έψαλλε με την συνοδεία αυλού τον διθύραμβον, ένα ύμνο στον οποίο ο κιθαρωδός Αρίων προσέδωσε το καθαυτό χορικό και αντιστροφικό γνώρισμα του. Ο δε αρχαίος μουσικός αν και κατάγονταν από την Λέσβο, έζησε στην Κόρινθο και ήταν φίλος του Περίανδρου (668 – 584 π. Χ.), του περίφημου τύραννου της πόλης, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Αυτό το είδος του διασκευασμένου πλέον διθυράμβου μεταδόθηκε από την Κόρινθο στην Σικυώνα και έπειτα στην Αθήνα, με το τελετουργικό μέρος να εμπλουτίζεται διαρκώς, αποβάλλοντας τον καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα του. Σταδιακά μεταβλήθηκε σε διάλογο μεταξύ υποκριτών, τον οποίο αυτομάτως ακολούθησε η δράση, αποτελώντας ουσιαστικά την βάση του θεατρικού έργου, που εξαιτίας της αποκαλέστηκε ως «δράμα»(1).


Εικόνα 2: Ενδεικτική κάτοψη αρχαίου Ελληνικού θεάτρου, όπου επισημαίνονται τα αρχιτεκτονικά μέρη του [πηγή σχεδίου: ιστοσελίδα https://el.wikipedia.org/Αρχαίο Ελληνικό θέατρο (αρχιτεκτονική)].

Η διεύρυνση της θεματολογίας των θεατρικών παραστάσεων τις κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλείς στον αρχαιοελληνικό κόσμο, καθώς πραγματεύονταν ζητήματα ιστορικού και πολιτικοκοινωνικού ενδιαφέροντος έχοντας διδακτικές προεκτάσεις. Η δε αθρόα προσέλευση του πλήθους συντέλεσε ώστε να δημιουργηθούν οι πρώτες προσωρινές εγκαταστάσεις σε υπαίθριους χώρους των πόλεων. Επρόκειτο για πρόχειρα και λυόμενα ξύλινα ικριώματα, στα οποία στηρίζονταν επάλληλα τοποθετημένες βαθμίδες και πάνω σε αυτές κάθονταν οι θεατές. Πιθανότατα λίγο μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π. Χ., οι υποδομές αυτές άρχισαν να προσλαμβάνουν μία πιο μόνιμη μορφή, σύμφωνα με ένα καθορισμένο αρχιτεκτονικό πρότυπο ημικυκλικής (πεταλοειδούς) κάτοψης, που ενίσχυε ιδιαίτερα την ακουστική της εγκατάστασης. Για την κατασκευή του θεατρικού συμπλέγματος επιλέγονταν μία επικλινής τοποθεσία, στην οποία σχηματίζονταν το κοίλο με την απευθείας λάξευση επάνω στον βράχο των κερκίδων, των διαζωμάτων και των εδωλίων ή διαρρυθμίζονταν ανάλογα στην περίπτωση χωμάτινου υποστρώματος με σειρές λίθινων καθισμάτων. Απέναντι από το κοίλο ανεγείρονταν το σκηνικό οικοδόμημα (προσκήνιο, σκηνή, παρασκήνια) και ανάμεσα τους ανοίγονταν το κυκλοτερές τμήμα της ορχήστρας, που προορίζονταν για τον χορό(2). Αυτή η αριστουργηματική επινόηση έδωσε πλέον μία φυσική υπόσταση στον καλλιτεχνικό όρο «θέατρο» και ταυτίστηκε μαζί του. Όλες οι σημαίνουσες Ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας απέκτησαν το δικό τους θέατρο, όπου εκτός από τις παραστάσεις διεξάγονταν επίσης δραματικοί και μουσικοί αγώνες, αλλά ενίοτε και κοινωνικές συνελεύσεις. Αυτός ο πολιτισμικός κανόνας διαπιστώνεται φυσικά και στην περιφέρεια του σημερινού νομού Κορινθίας, καθώς έχουν ανακαλυφθεί εντυπωσιακές θεατρικές εγκαταστάσεις στις κυριότερες αρχαίες πολιτείες, τις οποίες θα επιδιώξουμε να γνωρίσουμε μέσα από την παρούσα εργασία. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να προβάλλουμε παράλληλα και τα υφιστάμενα αρχαία στάδια, επειδή η αθλητική αγωγή και η πνευματική καλλιέργεια θεωρούνταν θεμελιώδεις πυλώνες της αρχαιοελληνικής παιδείας.


Εικόνα 3: Ο χώρος της ορχήστρας και το ερειπωμένο κοίλο του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνονται βάσεις κιόνων και κιονόκρανα από τις κιονοστοιχίες του σκηνικού οικοδομήματος.

Ο πρώτος σταθμός του οδοιπορικού μας θα είναι η αρχαία Κόρινθος, όπου εντοπίζονται και τα τρία αρχιτεκτονικά είδη θεατρικών εγκαταστάσεων, που υιοθετήθηκαν εξελικτικά από την Κλασσική έως την Ρωμαϊκή εποχή, δηλαδή θέατρο, ωδείο και αμφιθέατρο. Τα κατάλοιπα του αρχαίου θεάτρου βρίσκονται 150 μέτρα βορειοδυτικά του ναού του Απόλλωνα σε κοντινή απόσταση από την Ρωμαϊκή αγορά, καταλαμβάνοντας ένα εδαφικό πρανές, κάτω από το σημερινό μέρος στάθμευσης του αρχαιολογικού χώρου. Η θεμελίωση του χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ., ενώ έχουν εξακριβωθεί συνολικά οκτώ οικοδομικές φάσεις, με την τελευταία να ανάγεται στο τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα μ. Χ.. Στην αρχική του μορφή περιλάμβανε μόνιμα λίθινα εδώλια επί της πλαγιάς και διέθετε ξύλινη σκηνή. Κατά την διάρκεια της Ελληνιστικής εποχής πραγματοποιήθηκε επέκταση στο κοίλο του και η χωρητικότητα του υπολογίζεται ότι ανέρχονταν στους 18.000 θεατές. Το σχήμα του υπέρβαινε το ημικύκλιο και χωρίζονταν σε δεκατέσσερις κερκίδες, φέροντας εξήντα έξι σειρές εδωλίων. Επίσης, τότε το θεατρικό συγκρότημα συμπληρώνεται με νέα ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα. Έναν αιώνα μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της Κορίνθου από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 146 π.. Χ., η πόλη επανιδρύεται ως Ρωμαϊκή αποικία το 44 π. Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, με την επωνυμία «Colonia Laus Iulia Corinthiensis(3)», στην οποία εγκαθίστανται Έλληνες και Ρωμαίοι έποικοι, καθώς και απελεύθεροι δούλοι, εγκαινιάζοντας ένα μεγαλεπήβολο και μακρόπνοο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, στο οποίο θα εντάσσονταν και το θέατρο.


Εικόνα 4: Άποψη των οικοδομικών καταλοίπων του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου, το οποίο ανακατασκευάστηκε πλήρως περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ. και απέκτησε τριώροφη πρόσοψη.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, στους τελευταίους χρόνους της βασιλείας του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 π. Χ.) το αρχαίο θέατρο της Κορίνθου προσαρμόστηκε στις Ρωμαϊκές αντιλήψεις. Έτσι λοιπόν, στις αρχές του 1ου αιώνα μ. Χ., μετασκευάζεται το κοίλο και αυξάνεται η κλίση των κερκίδων. Επιπλέον, πάνω από το ανώτερο διάζωμα τοποθετήθηκε σκεπαστή στοά, ενώ το προσκήνιο απέκτησε κιονοστοιχία. Εντός του 2ου αιώνα μ. Χ., όταν μεσουρανούσε η δυναστεία των Αντωνίνων αυτοκρατόρων της Ρώμης, το θεατρικό συγκρότημα θα ανακατασκευαστεί πλήρως. Τότε το ανεγείρεται ένα μεγαλοπρεπές σκηνικό οικοδόμημα με τριώροφη πρόσοψη, διαθέτοντας τρεις μεγάλες κόγχες με αντίστοιχες κιονοστοιχίες έμπροσθεν τους και κάθε επίπεδο διακοσμούνταν με ανάγλυφες μετόπες κάτω από τους κίονες, όπου παριστάνονταν σκηνές από τους άθλους του Ηρακλή, την Αμαζονομαχία και την Γιγαντομαχία ανά θεματική ζωφόρο(4). Επίσης, πίσω από την επιβλητική σκηνή σχηματίζονταν μία ορθογώνια περίστυλη αυλή με σιντριβάνι.


Εικόνα 5: Δύο από τις ανάγλυφες παραστάσεις με σκηνές από την Αμαζονομαχία, που διακοσμούσαν μία από τις τρεις ζωφόρους του τριώροφου σκηνικού οικοδομήματος στο θέατρο της αρχαίας Κορίνθου (Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου).

Ωστόσο, τον 3ο αιώνα μ. Χ. θα επέλθει μία σημαντική αρχιτεκτονική μεταβολή στο θέατρο, καθώς η ορχήστρα του μετατρέπεται σε αρένα για μονομαχίες και θηριομαχίες, υποκύπτοντας στις ακραίες ψυχαγωγικές τάσεις της ύστερης Ρωμαϊκής εποχής. Υπό αυτή την προοπτική, λαξεύτηκαν οι δέκα χαμηλότερες σειρές των εδωλίων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα κάθετο ημικυκλικό τοιχίο, που διαχώριζε το κοινό από τους αγωνιζόμενους, ενώ διανοίχτηκαν και τρεις υπόγειοι χώροι αναμονής για τους μονομάχους. Η επιφάνεια του παραπετάσματος που περιέβαλλε πλέον την αρένα διακοσμούνταν με τοιχογραφίες, στις οποίες απεικονίζονταν λιοντάρια, ένας ταύρος, μία λεοπάρδαλη και θηριομαχίες. Λίγο αργότερα το δάπεδο της πρώην ορχήστρας επικαλύφθηκε με αδιάβροχο κονίαμα και κατασκευάστηκαν συστήματα υδροδότησης, προκείμενου να πληρώνεται η αρένα με νερό και να παρουσιάζονται πλασματικές ναυμαχίες. Οι θεατρικές εγκαταστάσεις της αρχαίας Κορίνθου εικάζεται ότι καταστράφηκαν είτε κατά την σαρωτική εισβολή του Βησιγότθου ηγεμόνα Αλάριχου στη Πελοπόννησο στα 396 μ. Χ., είτε από κάποιο σεισμό στα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ.. Πάντως έκτοτε το μέρος σίγουρα δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε, με δεδομένο ότι τα ακραία ψυχαγωγικά θεάματα, όπως οι μονομαχίες, αλλά και οι υποκριτικές παραστάσεις, δεν άρμοζαν στο πνεύμα του Χριστιανισμού, της νέας θρησκείας που είχε επικρατήσει στην Ελληνικό χώρο και γενικότερα σε όλη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.


Εικόνα 6: Τον 3ο αιώνα μ. Χ., η ορχήστρα του θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα για μονομαχίες. Στην φωτογραφία διακρίνεται το πάνω μέρος του ημικυκλικού κάθετου τοιχίου γύρω από την ορχήστρα, που προέκυψε από την αφαίρεση των δέκα πρώτων σειρών εδωλίων.

Στο θέατρο της αρχαίας Κορίνθου συνέβησαν και δύο ιστορικά γεγονότα, όπως παρατίθεται στις γραπτές πηγές. Αναφέρεται από τον ιστορικό Ξενοφώντα σαν ο τόπος όπου φονεύτηκαν πολίτες και ένας κριτής δραματικών αγώνων, κατά τις σφαγές των φιλολακώνων Κορινθίων στα 393 π. Χ., στις οποίες προέβησαν οι συνασπισμένοι Αθηναίοι, Βοιωτοί και Αργείοι, για να αποτραπεί ο κίνδυνος μίας ενδεχόμενης συμμαχίας της πόλης με την Σπάρτη(5), εκείνη την ασταθή περίοδο που ακολούθησε μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο δε βιογράφος Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι όταν ο Σικυώνιος στρατηγός Άρατος (271 – 213 π. Χ.) κατέλαβε την Κόρινθο στα 243 π. Χ., εκδιώκοντας την Μακεδονική φρουρά, κατευθύνθηκε στο θέατρο καλώντας τους πολίτες να μεταβούν εκεί για τους απευθυνθεί. Η συγκέντρωση του πλήθους ήταν αθρόα, καθώς όλοι ήθελαν να δουν από κοντά αυτόν τον ατρόμητο πολεμιστή. Ο Άρατος, οπλισμένος και φορώντας την πανοπλία του, προχώρησε από την σκηνή στο μέσο της ορχήστρας, όπου και στάθηκε για πολύ ώρα γονατιστός στο ένα πόδι, δεχόμενος τα παρατεταμένα χειροκροτήματα και τις επευφημίες του κόσμου. Έπειτα έβγαλε λόγο υπέρ των Αχαιών, πείθοντας τους Κορίνθιους να προσχωρήσουν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ τους επέστρεψε ταυτόχρονα και τα κλειδιά της πόλης, τα οποία πριν ήταν στην κατοχή των Μακεδόνων(6).


Εικόνα 7: Άποψη των διατηρούμενων οικοδομικών καταλοίπων της ορχήστρας και του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου (πηγή φωτογραφίας: http://www.diazoma.gr).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία λατινική επιγραφή, που είναι χαραγμένη σε ένα λίθο, προσαρμοσμένο σε δεύτερη χρήση στο δάπεδο της αυλής στα ανατολικά της σκηνής του θεάτρου. Οι δε αυλακώσεις των γραμμάτων ήταν σχεδιασμένες για την τοποθέτηση χυτού μπρούτζινου γεμίσματος. Στην επιγραφή αναγράφεται το εξής: «ERASTUS PRO AEDILITATE S(tratus) P(ecunia) STRAVIT», που μεταφράζεται ως: «επιστρώθηκε με επιβάρυνση της δαπάνης από τον αγορανόμο Έραστο». Αρκετοί ερευνητές εκφράζουν την άποψη ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με έναν ομώνυμο οικονόμο της πόλεως, που μνημονεύεται από τον Απόστολο Παύλο στο τέλος της «προς Ρωμαίους» επιστολής του(7), την οποία έγραψε κατά την δεύτερη επίσκεψη του στην Κόρινθο το 58 μ. Χ.. Αν και μία τέτοια ταύτιση δεν μπορεί να διασταυρωθεί με βεβαιότητα, εντούτοις η επιγραφή αποτελεί προσκυνηματικό σημείο, κυρίως για τους Ρωμαιοκαθολικούς επισκέπτες, καθόσον ο Έραστος θεωρείται σαν ένας από τους πρώτους μαθητές του Αποστόλου Παύλου(8).


Εικόνα 8: Η λίθινη επιγραφή του Έραστου στον προαύλιο χώρο του θεάτρου (πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος Υπουργείου Πολιτισμού http://odysseus.culture.gr).

Περνώντας στην νεότερη εποχή, τα κατάλοιπα του θεάτρου ανακαλύφθηκαν κατά τις αρχαιολογικές έρευνες της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών των Αθηνών (ΑΣΚΣΑ) στα 1896 και από τις συστηματικές ανασκαφές, οι οποίες διεξήχθησαν με μέριμνα της στα έτη 1925, 1926, 1928 και 1929, υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Theodore Leslie Shear. Ωστόσο, δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως το οικοδομικό συγκρότημα και η υφιστάμενη κατάσταση του μνημείου είναι μάλλον μέτρια προς κακή. Όμως ακόμα και έτσι αξίζει μία περιήγηση στην τοποθεσία του θεάτρου, λαμβάνοντας υπόψη ότι συνιστούσε έναν από τους βασικούς πνεύμονες της κοινωνικής ζωής της πόλης.


Εικόνα 9: Άποψη του σωζόμενου κοίλου με τις λαξευμένες σειρές των εδωλίων του Ρωμαϊκού ωδείου της αρχαίας Κορίνθου, στο οποίο διεξάγονταν μουσικές εκδηλώσεις.

Το Ρωμαϊκό ωδείο(9) της αρχαίας Κορίνθου ήταν ένα μικρότερο στεγασμένο οικοδόμημα, όπου διεξάγονταν μουσικές εκδηλώσεις και ρητορικοί αγώνες και θεμελιώθηκε λίγο μετά τα μέσα 1ου αιώνα μ. Χ.. Καταλάμβανε την πλαγιά ενός βραχώδους γήλοφου νότια του θεάτρου και σε άμεση γειτνίαση με αυτό, η οποία διαρρυθμίστηκε ως το κάτω τμήμα του κοίλου με την λάξευση διαδοχικών σειρών εδωλίων, ενώ το επάνω μέρος του ήταν κτιστό και στηρίζονταν σε διαδοχικούς θόλους, που συγκρατούνταν από ακτινωτά τοιχώματα. Η χωρητικότητα του κοίλου υπολογίζεται σε περίπου 3.000 θεατές και η πρόσβαση στο υψηλότερο κτιστό επίπεδο γίνονταν από μία άνετη κλίμακα στην ανατολικό άκρο του, της οποίας διακρίνεται ένα τμήμα της, αλλά εκτιμάται ότι ίσως διαμορφώνονταν αντίστοιχη κλίμακα και στην δυτική απόληξη του. Κάτω από τους θόλους σχηματίζονταν αίθουσες, που ενδεχομένως να λειτουργούσαν ως αποθήκες. Κατά την πρώτη από τις τρεις διακρινόμενες οικοδομικές φάσεις του, το ωδείο είχε κατασκευαστεί κυρίως από πωρόλιθο, με χρήση τσιμέντου στην ανωδομή του, που η τοιχοποιία της συνίστατο από ακανόνιστους λίθους μεσαίου μεγέθους, κατά τα πρότυπα της Ρωμαϊκής τεχνικής δόμησης opus incertum. Διέθετε δύο στεγασμένες παρόδους και ημικυκλική ορχήστρα (auditorium), συνδεόμενη οργανικά με την σκηνή, η οποία ήταν τριώροφη έχοντας τρεις εισόδους και δύο μικρά πλευρικά δωμάτια. Το δε προσκήνιο φαίνεται ότι έφερε ζωγραφικό διάκοσμο και μαρμάρινους κίονες διαφόρων αποχρώσεων. Ένα ενδιαφέρον γνώρισμα του ωδείου είναι ότι αρχικά υπήρχε ένας υπόγειος διάδρομος που οδηγούσε στην ορχήστρα, τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούσαν περιστασιακά οι ερμηνευτές, όμως μεταγενέστερα μετατράπηκε σε αγωγό για την συλλογή των όμβριων υδάτων από την κτιριακή εγκατάσταση. Επίσης εκτιμάται ότι την περίοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ. Χ.), ίσως να στήθηκε στο σκηνικό οικοδόμημα ένας αδριάντας που παρίστανε τον ίδιο τον ηγεμόνα με στρατιωτική ένδυση.


Εικόνα 10: Άποψη των διατηρούμενων τμημάτων του ωδείου από τα ανατολικά. Το μουσικό οικοδόμημα ανεγέρθηκε αρχικά λίγο μετά τα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ., ενώ έπειτα από ένα αιώνα περίπου ανακαινίστηκε ριζικά με την χορηγία του Ηρώδη του Αττικού (πηγή φωτογραφίας: http://www.diazoma.gr).

Έπειτα από τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη ανακαίνιση σε ολόκληρη την κτιριακή εγκατάσταση με έξοδα του μεγιστάνα και φιλοσόφου Ηρώδη του Αττικού (101/2 – 177/8 μ. Χ.), ο οποίος είχε αποκτήσει μία αρκετά αξιόλογη περιουσία στην περιοχή της Κορίνθου. Στο πλαίσιο των εργασιών, οι θέσεις του κοίλου, το δάπεδο της ορχήστρας και η βόρεια πρόσοψη του ωδείου καλύφθηκαν με μαρμάρινη επένδυση. Η δε τελευταία έφερε ραβδωτούς κιονίσκους με κιονόκρανα Κορινθιακού ρυθμού και επιστύλιο με ζωφόρο και γείσωμα, ενώ τοποθετήθηκε μία καινούργια στέγη(10). Τότε κατασκευάστηκε ένα περιστύλιο μπροστά από την πρόσοψη του ωδείου, σχηματίζοντας μια μεγάλη ανοιχτή αυλή ανάμεσα σε αυτό και το θέατρο, με αποτέλεσμα να δίνουν την εντύπωση ότι απαρτίζουν ένα ενιαίο κτιριακό συγκρότημα. Οι διάδρομοι των κιονοστοιχιών της αυλής και τα δωμάτια πίσω από αυτούς, στην ανατολική και δυτική πλευρά της, διέθεταν μωσαϊκά διακοσμημένα με γεωμετρικά σχέδια. Ορισμένοι μελετητές εκτιμούν ότι αυτές οι δομικές μετασκευές του κτιρίου, πρέπει να έγιναν μετά την επίσκεψη του περιηγητή Παυσανία στην Κόρινθο περί τα 155 μ. Χ., ο οποίος το μνημονεύει ξεχωριστά από το θέατρο σαν ένα από τα αξιοθέατα της πόλης(11) και χρονολογούν την ανακαίνιση του γύρω στο 175 μ. Χ., δηλαδή λίγο πριν από τον θάνατο του ευεργέτη Ηρώδη του Αττικού.


Εικόνα 11: Άποψη της ορχήστρας από το λαξευμένο κοίλο του ωδείου, η οποία μετατράπηκε σε αρένα μονομαχιών γύρω στα 225 μ. Χ., με την αφαίρεση των οκτώ χαμηλότερων σειρών καθισμάτων, προκειμένου να αυξηθεί η διάμετρος της (πηγή φωτογραφίας: http://www.diazoma.gr).

Ύστερα από μισό αιώνα, περί το 225 μ. Χ., το ωδείο πλήττεται από πυρκαγιά, από την οποία καταστρέφεται ο βόρειος διάδρομος του περιστυλίου της αυλής και τμήμα της σκηνής. Αυτό το μοιραίο γεγονός ήταν κομβικό για το μουσικό οικοδόμημα, καθώς έκτοτε έμελλε να αλλάξει χρήση και να μεταβληθεί σε μέρος μονομαχιών, έχοντας την ίδια τύχη με το θέατρο. Για να εξυπηρετηθεί αυτός ο σκοπός, λαξεύτηκαν και αφαιρέθηκαν οι οκτώ χαμηλότερες σειρές καθισμάτων του κοίλου, οπότε αυξήθηκε η διάμετρος της αλλοτινής ορχήστρας και δημιουργήθηκε ένας κάθετος περιμετρικός τοίχος ύψους 2 μέτρων, και επιπλέον εκατέρωθεν αυτής της αρένας κτίστηκε από μία αίθουσα για τον εγκλεισμό των θηρίων, που συμμετείχαν στις θηριομαχίες. Μολονότι στο προσκήνιο στήθηκαν αγάλματα, εντούτοις η σκηνή τελικά αχρηστεύτηκε. Κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα μ. Χ., παρουσιάζεται η τελευταία οικοδομική φάση του ωδείου, όταν κατεδαφίζεται για άγνωστο λόγο η αυλή με το περιστύλιο και η βόρεια πρόσοψη, ενώ το οικοδομικό υλικό τους αξιοποιήθηκε στην αναδιαμόρφωση του προσκηνίου και πιθανόν για γενικές επισκευές. Ωστόσο, στα τέλη του ίδιου αιώνα επέρχεται η οριστική ερήμωση του κτιρίου μάλλον και πάλι από πυρκαγιά, η οποία εικάζεται ότι προκλήθηκε κατά την δήωση της Κορίνθου από τον Αλάριχο στα 396 μ. Χ..


Εικόνα 12: Τα ερείπια του σκηνικού οικοδομήματος (σκηνή – προσκήνιο) του ωδείου της αρχαίας Κορίνθου, η θέση του οποίου ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους στα 1907 (πηγή φωτογραφίας: http://www.diazoma.gr).

Πάντως από κάποιες αμυδρές ενδείξεις υποδηλώνεται ότι κάπως μεταγενέστερα, ορισμένα τμήματα του μουσικού οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν ως ιδιότυπες κατοικίες. Όμως σύντομα η θέση εγκαταλείπεται πλήρως και δέχεται επιχωματώσεις με συνέπεια να σκεπαστεί κάθε ίχνος τοιχοποιίας, που θα έδινε κάποια ένδειξη για την ταυτότητα του. Τα κατάλοιπα του ωδείου της αρχαίας Κορίνθου εντοπίστηκαν από την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών στα 1907 με την διενέργεια δοκιμαστικών τομών στον ευρύτερο τομέα της Ρωμαϊκής αγοράς και η θέση ανασκάφηκε σε δύο περιόδους στα έτη 1927 και 1928. Από το υφιστάμενο πλέον μνημείο διατηρείται σε σχετικά ικανοποιητική κατάσταση μόνο το κάτω μέρος του κοίλου, με τις λαξευμένες σειρές των καθισμάτων πάνω στο χαμηλό βραχώδες έξαρμα του εδάφους, η ορχήστρα και οι θεμελιώσεις του σκηνικού οικοδομήματος, αλλά αρκούν για να μας δώσουν μία σαφή εικόνα για την αρχιτεκτονική μορφή του κτιρίου.


Εικόνα 13: Αεροφωτογραφία της τοποθεσίας του αμφιθεάτρου της αρχαίας Κορίνθου. Διακρίνεται το ελλειψοειδές σχήμα της αρένας, η οποία έχει διαστάσεις 78,6 Χ 51,6 μέτρα (πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος Υπουργείου Πολιτισμού http://odysseus.culture.gr).

Μια λιγότερο γνωστή εγκατάσταση ψυχαγωγικής ιδιοσυγκρασίας της αρχαίας Κορίνθου είναι το Ρωμαϊκό αμφιθέατρο της πόλης(12), στο οποίο διεξάγονταν αποκλειστικά μονομαχίες, θηριομαχίες και ίσως μικρές αρματομαχίες. Βρίσκονταν σε απόσταση 1.200 μέτρων βορειοανατολικά της αγοράς (Forum), στο σημείο όπου σήμερα διακρίνεται μία ευμεγέθης ελλειπτική κοιλότητα, μοιάζοντας με ένα εντυπωσιακό κρατήρα μέσα στις αγροτικές εκτάσεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αρένα του αμφιθεάτρου, διαστάσεων 78,6 Χ 51,6 μέτρα, και για το κάτω τμήμα των περιμετρικών κερκίδων του, που οι οι σειρές των καθισμάτων τους είχαν λαξευτεί στο ημιβραχώδες έδαφος. Η δε ανωδομή του πάνω από το επίπεδο του εδάφους συνίστατο από μία υπερκατασκευή, από την οποία είναι ορατά τα οικοδομικά λείψανα των κρηπιδωμάτων της συμπαγούς υποστηρικτικής τοιχοποιίας με σκυρόδεμα, τόσο πάνω και εκατέρωθεν από το νότιο άκρο εντός του υφιστάμενου ελαιώνα, όσο και σε αρκετά σημεία της περιμέτρου. Το δε οικοδομικό υλικό εκτιμάται ότι είχε ληφθεί από την ίδια την τοποθεσία. Ωστόσο, δεν έχει διευκρινιστεί με σαφήνεια αν αυτή η υπερκατασκευή ήταν εξ’ ολοκλήρου λιθόκτιστη ή αν επρόκειτο για υποστυλώματα όπου προσαρμόζονταν ξύλινες κερκίδες, όπως διατείνονται μερικοί αρχαιοδίφες. Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι εξωτερικές διαστάσεις της εγκατάστασης ενδεχομένως να ανέρχονταν περίπου στα 100 Χ 70 μέτρα ή λίγο περισσότερο.


Εικόνα 14: Άποψη του αμφιθεάτρου και της ελλειπτικής αρένας προς τα νότια. Επί του νότιου άκρου και πάνω από το διακρινόμενο κατηφορικό άνοιγμα ανάμεσα από τις ελιές, διαμορφώνονταν πιθανότατα η «Θύρα του Θριάμβου (Porta Triumphalis)», από την οποία εισέρχονταν οι μονομάχοι και άλλοι θεατρίνοι.

Στις επικλινείς καμπύλες πλευρές του αμφιθεάτρου έχουν επισημανθεί τα δομικά ίχνη από επτά κλίμακες, που υποδεικνύουν ότι αυτό το χαμηλότερο μέρος κατανέμονταν σε έξι σφηνοειδείς κερκίδες με λαξευμένες θέσεις καθισμάτων, ενώ πρέπει να χωρίζονταν από την υπερκατασκευή της ανωδομής με ένα διάζωμα ή μία οριζόντια διάβαση πεζών. Η δε χωρητικότητα του δεν δύναται να υπολογιστεί επακριβώς, αλλά λόγω του μεγάλου μεγέθους του σίγουρα θα φιλοξενούσε αρκετές χιλιάδες θεατών, φανερώνοντας ότι η Κόρινθος ήταν μία πολυπληθής αποικιακή πολιτεία εκείνη την περίοδο της λειτουργίας του. Στο νότιο άκρο της υφιστάμενης ελλειψοειδούς κοιλότητας σχηματίζεται ένα ευρύ κατηφορικό άνοιγμα, στο οποίο κατέληγε ένας αρχαίος δρόμος. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι αυτή ήταν η κύρια πρόσβαση στο αμφιθέατρο και πως πιθανότατα εδώ να διαμορφώνονταν η αποκαλούμενη «Πύλη του Θριάμβου (Porta Triumphalis)», από την οποία εισέρχονταν οι μονομάχοι και άλλοι συντελεστές των παραστάσεων. Αντίστοιχα στο απέναντι βόρειο άκρο διαγράφεται μία λαξευμένη είσοδος στον βράχο, που οδηγεί σε μία υπόσκαφη σήραγγα μήκους περίπου 30 μέτρων, μέσου πλάτους 6 – 7 μέτρων και ύψος γύρω στα 2,5 μέτρα, με έξοδο στο πρανές κάτω από τον αγροτικό δρόμο. Αυτή η υπόγεια δίοδος ίσως να ταυτίζεται με την επονομαζόμενη «Πύλη του Θανάτου (Porta Libitinensis)», από όπου μεταφέρονταν τα πτώματα των σκοτωμένων και τα κουφάρια των ζώων(13).


Εικόνα 15: Άποψη του αμφιθεάτρου προς το βόρειο άκρο. Στο κέντρο διακρίνεται η λαξευμένη είσοδος στον βράχο, που οδηγούσε σε μία υπόσκαφη σήραγγα και η οποία πιθανότατα αποτελεί την «Πύλη του Θανάτου (Porta Libitinensis)», από όπου μεταφέρονταν τα πτώματα των σκοτωμένων και τα κουφάρια των ζώων.

Η τοπογραφική θέση του αμφιθεάτρου ήταν κοντά στην βορειοανατολική γωνία των τειχών της αρχαίας Κορίνθου, ένα χωροταξικό γνώρισμα που συνάδει με τον τυπικό πολεοδομικό σχεδιασμό των Ρωμαϊκών πόλεων, όπου αυτές οι εγκαταστάσεις συνήθως ανεγείρονταν σε άμεση γειτνίαση με τα όρια της πόλης, εντός ή εκτός από αυτά. Από αυτόν τον προσδιορισμό θα ήταν δυνατόν να υποθέσουμε, ότι ως εγκατάσταση ενδεχομένως να εντάσσονταν στο αρχικό πρόγραμμα ανοικοδόμησης της Κορίνθου ως Ρωμαϊκής αποικίας από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44 π. Χ.. Η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Katherine Welch, που εξέτασε τα επιφανειακά κατάλοιπα του του αμφιθεάτρου, πρότεινε μία διαφαινόμενη χρονολόγηση περί τα τέλη του 1ου αιώνα π. Χ., που αν επιβεβαιωθεί οριστικά θα το καταστήσει σαν ένα από τα παλαιότερα του είδους του. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι είχε κατασκευαστεί έως τα τέλη του 1ου αιώνα μ. Χ., ισχυριζόμενοι ότι το μνημονεύει ο Δίων ο Χρυσόστομος (40 – 120 μ. Χ.). Όμως ο αρχαίος συγγραφέας συγκρίνοντας τον εθισμό των Αθηναίων στα θεάματα των μονομαχιών σε σχέση με τους Κορίνθιους, αφηγείται πως οι τελευταίοι «παρακολουθούσαν αυτές τις μάχες σε μία χαράδρα έξω από την πόλη, ένα μέρος που μπορούσε να φιλοξενήσει ένα πλήθος, αλλά κατά τα άλλα είναι τόσο ακάθαρτο έτσι ώστε κανείς δεν θα ενταφίαζε ποτέ έναν ελεύθερο πολίτη εκεί…..»(14). Όπως γίνεται κατανοητό, στο υπόψη εδάφιο δεν γίνεται λόγος για κάποιο οικοδόμημα, αλλά παρατίθεται σαφέστατα ότι οι μονομαχίες λάμβαναν χώρα σε μία υποτυπώδη αρένα στο ύπαιθρο, εκτός του αστικού ιστού της Ρωμαϊκής αποικίας της Κορίνθου, τουλάχιστον κατά τον 1ο αιώνα μ. Χ.. Επιπλέον, το αμφιθέατρο δεν καταγράφεται από τον αρκετά σχολαστικό Παυσανία, ο οποίος έφτασε στην πόλη ερχόμενος από την κατεύθυνση των Κεγχρεών περί το 155 μ. Χ. και λογικά θα το είχαν υποδείξει στον διάσημο περιηγητή σαν ένα από τα αξιοθέατα της πόλης ή μπορεί να το είχε αντικρύσει και ο ίδιος, καθώς θα εξέρχονταν από το σχετικά κοντινό άλσος του Κράνειου. Άρα λοιπόν κατά την γνώμη του γράφοντος, ίσως να είναι πιο δόκιμο να αναγάγουμε χρονικά την κατασκευή του έπειτα από την επίσκεψη του αρχαίου περιηγητή, δηλαδή προς τα τέλη του 2ου ή ακόμα και στον 3ο αιώνα μ. Χ., όταν μεταβλήθηκαν σε χώρους μονομαχιών τόσο το θέατρο, όσο και το ωδείο, εν αναμονή μίας ενδελεχούς αρχαιολογικής έρευνας, που θα φέρει στο φως αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία και θα τεκμηριώσει μία από τις παραπάνω εκδοχές.


Εικόνα 16: Άποψη του εσωτερικού της υπόσκαφης σήραγγας που πιστεύεται ότι αντιστοιχεί στη «Πύλη του Θανάτου (Porta Libitinensis)». Διακρίνεται το άνοιγμα της εξόδου προς το βόρειο πρανές.

Το Ρωμαϊκό αμφιθέατρο εγκαταλείφθηκε κατά τους πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους (4ος – 5ος αιώνας μ. Χ.) και μόνο πολύ αργότερα, στο σύντομο διάστημα της λεγόμενης Β’ Ενετοκρατίας της Πελοποννήσου (1687 – 1715), επαναχρησιμοποιήθηκε η ελλειπτική κοιλότητα από τους Βενετσιάνους ως μέρος απομόνωσης για άτομα που έπασχαν από λοιμώδεις νόσους, δηλαδή σαν ένα υπαίθριο λοιμοκαθαρτήριο (lazaretto). Τα κατάλοιπα του μνημείου χαρτογραφήθηκαν από τον Francesco Grimani, τον Γενικό Προβλέπτη του Βενετσιάνικου Βασιλείου του Μορέα στα 1700 – 1701, ενώ η ταυτότητα του αναγνωρίστηκε με σαφήνεια από τον αρχιτέκτονα Abel Blouet, επιστημονικό σύμβουλο της Γαλλικής εκστρατευτικής αποστολής στην Ελλάδα την περίοδο 1828 – 1833, ο οποίος δημοσίευσε ένα σχεδιάγραμμα της κάτοψης του σε μία έκθεση πεπραγμένων(15) την δεκαετία του 1830. Η τοποθεσία ερευνήθηκε μάλλον σε περιορισμένη έκταση, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών, αλλά και στις αρχές του 1930 από τον αρχαιολόγο Theodore Leslie Shear, όταν και εντοπίστηκαν κάποιες μεταγενέστερες ταφές. Δυστυχώς με το πέρασμα των αιώνων αποσαθρώθηκε το χωμάτινο υπόστρωμα κάτω από τις λαξευμένες κερκίδες του χαμηλότερου μέρους, επιφέροντας και την κατάπτωση προεξέχοντων τμημάτων τους σε πολλά σημεία λόγω βάρους. Εξαιτίας αυτών των φυσικών φθορών το μνημείο διατηρείται σε κακή κατάσταση και χρήζει συντήρησης, κυρίως η βόρεια υπόσκαφη σήραγγα της «Porta Libitinensis)», καθόσον εκτιμάται ότι απαιτείται η υποστύλωση της προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κατάρρευσης της οροφής της και ο κίνδυνος ατυχήματος, αφού μπορεί να συμπαρασυρθεί και ο άνωθεν διερχόμενος ασφαλτόστρωτος δρόμος. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχουν διενεργηθεί συστηματικές ανασκαφές την τοποθεσία, με συνέπεια να μην διαθέτουμε επαρκείς δομικές και λειτουργικές πληροφορίες και το αμφιθέατρο να παραμένει στην αφάνεια, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα σπανιότατο δείγμα εγκατάστασης της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης στην Ελληνική επικράτεια, αν όχι το μοναδικό στο οποίο διασώζεται το αυθεντικό ελλειπτικό σχήμα του, αυξάνοντας κατακόρυφα την αρχαιολογική σπουδαιότητα του.


Εικόνα 17: Τεχνητή εσοχή στην ανατολική καμπυλωτή πλευρά του αμφιθεάτρου, όπου σχηματίζονταν μία πλατιά κλίμακα ανόδου προς τις κερκίδες.

Το θέατρο, το ωδείο και το αμφιθέατρο είναι πραγματικά πολιτιστικά κοσμήματα της αρχαίας Κορίνθου, τα οποία έστω και ερειπωμένα δηλώνουν απερίφραστα αφενός μεν την πνευματική μόρφωση των Ελλήνων κατοίκων της στην αρχαιότητα, αφετέρου δε την γενικότερη αλλαγή της θεατρικής αντίληψης κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, με την προώθηση βάρβαρων και αιμοσταγών θεαμάτων, όπως οι μονομαχίες και οι θηριομαχίες. Στο επόμενο μέρος της αναζήτησης παρόμοιων χώρων διανοητικής και σωματικής άθλησης στον σημερινό νομό Κορινθίας, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά το αρχαίο θέατρο της Ισθμίας και τα αρχαία στάδια της Ισθμίας και της Νεμέας, σε συνδυασμό με τους πανελλήνιους αγώνες που διεξάγονταν σε αυτά.

Κείμενο – Φωτογραφίες:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
23 Φεβρουαρίου 2017


Εικόνα 18: Άποψη της βορειοανατολικής πλευράς του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου της αρχαίας Κορίνθου, στο οποίο δεν έχει διενεργηθεί επισταμένη αρχαιολογική έρευνα, με αποτέλεσμα να μην έχει αποκαλυφθεί το σύνολο των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις

1. Ο όρος «δράμα» περιλαμβάνει όλα τα είδη των θεατρικών έργων, δηλαδή τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα, το οποίο συνήθως ακολουθούσε την εκτέλεση μίας τραγωδίας, για να μην αποχωρήσουν οι θεατές με εντυπωμένα θλιβερά συναισθήματα. Το δράμα αποτελούνταν από δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη, τον αφηγηματικό ίαμβο στην Ιωνική διάλεκτο και τα χορικά άσματα στην Δωρική, που υφίσταντο παράλληλα σχηματίζοντας όμως ενιαίο και αρμονικό σύνολο ως προς το περιεχόμενο. Τα δε διδασκόμενα έργα γράφονταν από ποιητές, οι οποίοι λάμβαναν μέρος σε ειδικούς αγώνες. Όταν κάποιος από αυτούς βραβεύονταν, η πόλη αναλάμβανε την αμοιβή του, ενώ την δαπάνη της παράστασης την χρηματοδοτούσαν οι χορηγοί, που εκλέγονταν από τους πιο εύπορους πολίτες. Την καλλιτεχνική προετοιμασία και την σκηνοθεσία επωμίζονταν ο ίδιος ο ποιητής, έχοντας αρχικά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μέχρι την εποχή του Σοφοκλή, ο οποίος εισηγήθηκε και πέτυχε την απαλλαγή του από αυτό το καθήκον.
2. Στο παρόν άρθρο δεν θα γίνει περαιτέρω ανάλυση της αρχιτεκτονικής διαρρύθμισης ενός αρχαίου θεάτρου, προκειμένου να αποφευχθεί μία μακροσκελής απόκλιση από τον αντικειμενικό μας σκοπό, που είναι η παρουσίαση συγκεκριμένων σωζόμενων μνημείων.
3. Άλλες παραλλαγές της επωνυμίας είναι «Clara Laus Iulia Corinthus» και «Iulia Corinthus Augusta».
4. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου εκτίθεται μία σειρά από 15 ανάγλυφες πλάκες με διακοσμητικές παραστάσεις από την πρόσοψη του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου, που χρονολογούνται στην περίοδο 125 – 150 μ. Χ..
5. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο IV, εδάφιο 3.
6. Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος», παράγραφος 23.
7. Αποστόλου Παύλου «προς Ρωμαίους» επιστολή, κεφάλαιο ιστ’, εδάφιο 21. Το Ρωμαϊκό αξίωμα του «Aedilis» συχνά αποδίδεται με την έννοια του «αγορανόμου» ή του «οικονομικού διαχειριστή» μίας πόλης. Όμως ουσιαστικά ο υπόψη αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος με πολλαπλά καθήκοντα, αφού μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνος για την επισκευή και την συντήρηση των δημόσιων κτιρίων, τα μέτρα πρόληψης πυρκαγιάς, την επιβολή της αγορανομικής τάξης, τον έλεγχο της ορθότητας των μέτρων και σταθμών στα διακινούμενα εφόδια και για την φροντίδα της διεξαγωγής των δημόσιων και ιδιωτικών αγώνων.
8. Σύμφωνα με μία αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, ο Έραστος υπήρξε ένας από τους εβδομήντα αποστόλους και φέρονταν ως ένας από τους επτά αρχηγούς της Χριστιανικής κοινότητας της Κορίνθου, κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης επίσκεψης του Αποστόλου Παύλου. Αργότερα φαίνεται ότι χρημάτισε «οικονόμος» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και κατόπιν χειροτονήθηκε επίσκοπος Πανεάδος (της Φοινίκης). Κατά το Ρωμαϊκό μαρτυρολόγιο βρήκε μαρτυρικό θάνατο στους Φιλίππους της Μακεδονίας ως επίσκοπος αυτής της περιοχής και η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Νοεμβρίου.
9. Ο γραμματικός Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος αιώνας μ. Χ.) επεξηγεί στο περίφημο λεξικό του, ότι το ωδείο ήταν «τόπος, εν ω πριν το θέατρον κατασκευασθήναι, οι ραψωδοί και οι κιθαρωδοί ηγωνίζοντο». Τα ωδεία ήταν στεγασμένα και εντελώς όμοια στον βασικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με τα θέατρα, αν και συνήθως είχαν μικρότερο μέγεθος.
10. Από διάφορους ερευνητές εικάζεται ότι το ωδείο δεν ήταν στεγασμένο πριν την ανακαίνιση του από τον Ηρώδη τον Αττικό, αλλά αυτή η εκδοχή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από τα διαθέσιμα στοιχεία και μάλλον δεν φαίνεται να ευσταθεί.
11. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ, «Κορινθιακά», κεφάλαιο Γ’, εδάφιο 6 και κεφάλαιο Δ’, εδάφιο 5.
12. Το αμφιθέατρο ως κτιριακή εγκατάσταση είναι καθαρά Ρωμαϊκή επινόηση, προερχόμενη από την ένωση δύο προσκείμενων Ελληνικών θεάτρων, έχοντας συνήθως σχήμα ελλειψοειδές και σπανιότερα κυκλικό, με τα καθίσματα να διατάσσονται περιμετρικά γύρω από ένα στίβο (την αρένα ή αλλιώς την κονίστρα). Το πρώτο οικοδόμημα ήταν ξύλινο και κατασκευάστηκε το 59 π. Χ.. στην Ρώμη από τον πολιτικό και ρήτορα Sribonius Curio, για μπορεί το κοινό να μετακινείται γύρω από ένα άξονα, κατά την τέλεση σε αυτό των εορταστικών αγώνων στην μνήμη του πατέρα του. Αυτό το «διπλό θέατρο» τελειοποιήθηκε από τον φίλο του Ιούλιο Καίσαρα και ονομάστηκε αμφιθέατρο για την μορφή και την διάταξη του (άμφι = πέριξ, γύρω, ολόγυρα, από τις δύο μεριές). Τα αμφιθέατρα γρήγορα έγιναν δημοφιλή σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όμως χρησιμοποιούνταν για μονομαχίες, θηριομαχίες, αγώνες, μικρές αρματομαχίες, αναπαραστάσεις μαχών κ.λπ., και όχι για θεατρικές παραστάσεις, με αποτέλεσμα να είναι περιττή η σκηνή. Στην σύγχρονη εποχή με τον ίδιο όρο αποκαλούνται μάλλον εσφαλμένα, οι κλειστοί χώροι συγκεντρώσεων των εκπαιδευτικών και επιστημονικών ιδρυμάτων, καθώς και συνεδριακών κέντρων, με επικλινή και κυκλοτερή διαρρύθμιση των καθισμάτων. Όσον αφορά το Ρωμαϊκό αμφιθέατρο της αρχαίας Κορίνθου, πολλοί είναι αυτοί που το συγχέουν με τον ιππόδρομο (circus)της πόλης, ο οποίος έχει πιστοποιηθεί ότι βρίσκονταν κοντά στο Ασκληπιείο και στα βόρεια της αγοράς.
13. Άλλες Ελληνικές ονομασίες των δύο θυρών στα άκρα ενός αμφιθεάτρου ήταν «Πύλη της Ζώσης Σαρκός» και «Νεκρική Πύλη».
14. Δίων Χρυσόστομος, λόγος 31, εδάφιο 131.
15. Guillaume-Abel Blouet, «Expédition scientifique de Morée, Ordonnée par le Gouvernement français: Architecture………», v. I-VI, Firmin Didot, Paris, 1831-1838. Το σχεδιάγραμμα παρουσιάζεται στις επιπρόσθετες φωτογραφίες του παρόντος άρθρου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Corinth», vol. II, «The Theater», Richard Stillwell, American School of Classical Studies at Athens, Princeton, 1952.
2. «Corinth», vol. Χ, «The Odeum», Oscar Broneer, American School of Classical Studies at Athens, Cambridge, Massachusetts, 1932.
3. ««Κόρινθος», άρθρο του Σωκράτη Σ. Κουρσούμη στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 39 – 60, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
4. http://www.diazoma.gr/Θέατρο - Ωδείο - Αμφιθέατρο αρχαίας Κορίνθου.
5. http://odysseus.culture.gr/Αρχαιολογικός χώρος αρχαίας Κορίνθου.
6. http://corinth.ascsa.net/id/corinth/monument/theater.
7. http://corinth.ascsa.net/id/corinth/monument/odeion.
8. http://corinth.ascsa.net/id/corinth/monument/amphitheater.
9. http://corinth.sas.upenn.edu/gisamphitheater.html (Corinth Computer Project, David Gilman Romano, Mediterranean Section of the University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology, 2000).


Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 19: Άποψη των διακρινόμενων καταλοίπων από την ημικυκλική ορχήστρα και το κοίλο του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου, το οποίο λειτούργησε από τον ύστερο 5ο αιώνα π. Χ. έως τα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ..


Εικόνα 20: Σχεδιάγραμμα της κάτοψης του θεάτρου της αρχαίας Κορίνθου (πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος ΑΣΚΣΑ http://corinth.ascsa.net).


Εικόνα 21: Άποψη του κάτω τμήματος από το κοίλο του Ρωμαϊκού ωδείου της αρχαίας Κορίνθου, το οποίο ανεγέρθηκε λίγο μετά τα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ. και φέρεται να καταστράφηκε μάλλον από πυρκαγιά στα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ..


Εικόνα 22: Σχεδιάγραμμα της κάτοψης του ωδείου της αρχαίας Κορίνθου (πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος ΑΣΚΣΑ http://corinth.ascsa.net).


Εικόνα 23: Γενική άποψη της αρένας και της νοτιοδυτικής πλευράς του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου της αρχαίας Κορίνθου, που αποτελεί ένα σπανιότατο δείγμα εγκατάστασης με το συγκεκριμένο ελλειπτικό σχήμα στον Ελληνικό χώρο.


Εικόνα 24: Σχεδιάγραμμα της κάτοψης του αμφιθεάτρου της αρχαίας Κορίνθου από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Abel Blouet περί το 1830, όπου φαίνονται καθαρά το ελλειπτικό σχήμα του και κάποιες σειρές των περιμετρικά λαξευμένων καθισμάτων (πηγή φωτογραφίας: http://el.travelogues.gr).


Εικόνα 25: Το διαμπερές τεχνητό άνοιγμα στο βόρειο άκρο του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, που φέρεται ότι συνιστούσε την «Πύλη του Θανάτου (Porta Libitinensis)». Από πάνω διέρχεται ένας ασφαλτόστρωτος δρόμος της περιοχής.


Εικόνα 26: Άποψη της υπόσκαφης σήραγγας της φερόμενης «Πύλη του Θανάτου (Porta Libitinensis)» του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου. Διακρίνεται το άνοιγμα εισόδου από την αρένα.


Εικόνα 27: Άποψη της δυτικής πλευράς του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, όπου διαγράφονται μερικές λαξευμένες σειρές καθισμάτων κάτω από την υπάρχουσα βλάστηση.


Εικόνα 28: Στο νότιο άκρο του Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου διακρίνονται κάποια από τα κρηπιδώματα της υποστηρικτικής τοιχοποιίας από την υπερκατασκευή της ανωδομής της εγκατάστασης.


Εικόνα 29: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής της αρχαίας Κορίνθου. (1): Θέατρο. (2): Ρωμαϊκό ωδείο. (3): Οργανωμένος κυρίως αρχαιολογικός χώρος – Ρωμαϊκή αγορά – Ναός του Απόλλωνα – Μουσείο. (4): Ρωμαϊκό αμφιθέατρο.

Δημοσίευση: Φεβρουαρίου 23, 2017

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Α’)"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator