Γιατί ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε το δημοψήφισμα του ''74

0


Η διεξοδική αναφορά στην τοποθέτη ση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατά τη διαδρομή μιας 60ετίας, απέναντι στο δίλημμα «βασιλευομένη ή αβασίλευτη Δημοκρατία» προϋποθέτει μακρόχρονη συστηματική διερεύνηση πηγών ακόμη αναξιοποίητων. Ηδη τα κείμενα που περιέχονται στο 12τομο έργο «Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα» αποκαλύπτουν τις θέσεις και τις σκέψεις του πάνω και στο ζήτημα αυτό, στις διαδοχικές εκφάνσεις του στην ευρύτερη διάρκεια του αιώνα. Κατά συνέπεια, θα αρκεστώ προς το παρόν στη διατύπωση ορισμένων βασικών παρατηρήσεων και υποθέσεων που επικεντρώνονται στο γεγονός της πολιτειακής μεταβολής του 1974. Η καθοριστική συμβολή του Καραμανλή στη δρομολόγηση και την ολοκλήρωσή της είναι αυταπόδεικτη. Ποια ήταν όμως τα κίνητρα και τα κριτήρια που προσδιόρισαν τη στάση του;

Το πρωταρχικό ερώτημα που είναι εύλογο υπό ανάλογες περιστάσεις να ανακύψει εντοπίζεται στη διευκρίνιση των βαθύτερων πεποιθήσεών του, υπέρ της μιας ή της άλλης μορφής πολιτεύματος. Στην περίπτωση του Καραμανλή, όπως εξάλλου και στην αντίστοιχη του Ελευθερίου Βενιζέλου, η μονόσημη απάντηση, οσάκις επιχειρήθηκε, αποδείχθηκε ανίσχυρη να ερμηνεύσει τη στάση τους σε ευρύτερη χρονική διάρκεια, με αποτέλεσμα να αναζητείται συχνά, υπό το κράτος και των εκάστοτε συναισθηματικών φορτίσεων, η λύση του αινίγματος στη μομφή του πολιτικού καιροσκοπισμού. Πράγματι όμως, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση, η τοποθέτησή τους προκαθοριζόταν από την πρωταρχική μέριμνα για την αποδοτική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κατά καιρούς επιλογή της μιας ή της άλλης μορφής, βασιλευομένης ή αβασίλευτης, υπήρξε συνάρτηση της πεποίθησης ότι προσφέρεται ως μέσο ασφαλέστερο για την εξυπηρέτηση της μείζονος αυτής επιδίωξης. Ερήμην αυτής της αναζήτησης, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνευτεί η αρχική τοποθέτηση του Καραμανλή υπέρ της βασιλευομένης Δημοκρατίας· κατά μείζονα μάλιστα λόγο, αν ληφθεί υπόψη η γενικότερη πολιτική φιλοσοφία του: «Δεν υπήρξα βασιλόφρων εκ πεποιθήσεως», εκμυστηρεύεται σε ιδιόχειρες σημειώσεις, που συνέταξε στο Παρίσι· και επεξηγεί: «Γιατί όπως λέει ο Αριστοτέλης, η Βασιλεία αυτή καθαυτή συμβολίζει την ανισότητα. Πίστευα όμως ότι, παρά τις αδυναμίες του, το υφιστάμενο καθεστώς ήταν προτιμότερο από την υποτροπή του Πολιτειακού, που επί 60 χρόνια δίχαζε το Εθνος. Πίστευα εξάλλου ότι με τη ρευστότητα που παρατηρείται στην πολιτική μας ζωή η Βασιλεία θα μπορούσε να αποβεί σταθεροποιητικός παράγοντας, εφόσον βέβαια θα εκπλήρωνε ορθώς την αποστολή της. Στην υιοθέτηση της θέσεως αυτής με ενίσχυε και η προσωπικότητα του Βασιλέως Παύλου, ο οποίος πέραν της αγαθότητος και της εντιμότητός του διεπνέετο και από ειλικρινή αγάπη για τον ελληνικό λαό».

Η λαϊκή ετυμηγορία

Στο σημείο αυτό θα ήταν εύλογο να διευκρινιστεί αν η συναισθηματική φόρτιση, ως απόρροια τυχόν δυσάρεστων προσωπικών εμπειριών, άσκησε επίδραση στη στάση του. Η καταφατική απάντηση θα ήταν δυνατό να συνοδευτεί από την παρατήρηση ότι, μέσω ανάλογων εμπειριών, διέκρινε την αδυναμία του ρυθμιστή του πολιτεύματος να ασκήσει τον ρόλο του με τον κατά περίπτωση, σύμφωνα με την άποψή του, ορθό τρόπο. Πράγματι στις χειρόγραφες σημειώσεις του έχει αποτυπώσει τόσο τη δυσφορία για τις παρεμβάσεις των Ανακτόρων στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του και τις μεθοδεύσεις που συνέβαλαν, τον Δεκέμβριο του 1963, στην αποχώρησή του από την πολιτική, όσο και την αμηχανία του απέναντι στις παλινωδίες του Στέμματος στη διάρκεια της επταετίας, 1967-1974. Τα προσωπικά εν τούτοις αυτά συναισθήματα δεν είχαν αρκέσει για να τον οδηγήσουν στην οριστική απόρριψη του θεσμού εφόσον ακόμη έκρινε ότι, στο πλαίσιο της λειτουργίας του, ήταν πιθανό να διευκολυνθεί η επάνοδος στη δημοκρατική νομιμότητα. Αλλως δεν θα προέβαλλε με τις δηλώσεις του, ακόμη και στις 23 Απριλίου 1973, την επιστροφή του βασιλέως, ως προϋπόθεσης για την αποκατάσταση της ομαλότητας.

Τι συνέβη ώστε δεκαπέντε μήνες αργότερα να μην υιοθετήσει την ίδια συλλογιστική; Θα ήταν άραγε βάσιμη η υπόθεση ότι, υπό τις συνθήκες που προέκυψαν μετά την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος, η εξυπηρέτηση της ίδιας πάντοτε πρωταρχικής επιδίωξης υπαγόρευε άλλες τακτικές επιλογές; Η τεκμηρίωση μιας ανάλογης υπόθεσης προϋποθέτει ακριβώς την αποσαφήνιση του μείζονος στρατηγικού στόχου και τον επακριβή προσδιορισμό των μέσων που, κατά την άποψή του, προσφέρονταν για την ασφαλή προσπέλασή του. Προς την πρώτη κατεύθυνση, αποτελεί ίσως πλεονασμό η υπογράμμιση της απόλυτης προτεραιότητας που, από την πρώτη στιγμή της επανόδου του στην Ελλάδα, στις 24 Ιουλίου 1974, απέδιδε στην εμπέδωση και στην αποδοτική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Οι τακτικές όμως παράμετροι της κεντρικής αυτής, στρατηγικής, επιλογής θα ήταν δυνατό να αναζητηθούν στη διασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής βούλησης, στην αποσύνδεση του πολιτειακού από τις μεταλλαγές της εσωπολιτικής ισορροπίας και, τέλος, στην αναγωγή του θεσμού σε μέσο προαγωγής και σύμβολο της εθνικής ομοψυχίας.

Καθ' οδόν προς την πρώτη κατεύθυνση, θα όφειλε να διαφυλαχθεί, σε ευρύτερη χρονική διάρκεια, το κύρος της λαϊκής ετυμηγορίας. Η πικρή εμπειρία του παρελθόντος υπαγόρευε την ανάγκη να μην αφεθεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανοιχτό σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, ως υπεύθυνος πρωθυπουργός, ο Καραμανλής θα προσβλέψει και θα κατορθώσει να διασφαλίσει την άψογη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Σταθερότητα και εθνική ομοψυχία

Η πρωταρχική αυτή φροντίδα διασταυρώθηκε στη σκέψη του με την εκπλήρωση μιας δεύτερης τακτικής προϋπόθεσης, κυρίως πολιτικής. Η πικρή, και πάλι, πείρα του παρελθόντος είχε καταδείξει ότι η στήριξη της μιας ή της άλλης μορφής πολιτεύματος από την εκάστοτε πλειοψηφία μιας συγκεκριμένης κομματικής μερίδας ήταν στο έπακρο επισφαλής. Πώς θα διαρρήγνυε τον πολιτικό αυτό φαύλο κύκλο; Επικεφαλής ο ίδιος της ευρύτερης πολιτικής παράταξης από τους κόλπους της οποίας η φιλοβασιλική μερίδα είχε σταθερά αντλήσει τα ερείσματά της, θα αρνηθεί να αποκαλύψει την προσωπική προτίμησή του και θα επιβάλει την υιοθέτηση αντίστοιχης στάσης και στον πλειοψηφικό σχηματισμό της Νέας Δημοκρατίας, ως ενιαίου κομματικού φορέα. Η γενναία αυτή απόφαση αποσυνέδεσε το πολιτειακό ζήτημα από τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες, που υπόκεινταν, εύλογα, σε συχνές μεταλλαγές.

Σε αναζήτηση της ομαλής και αποδοτικής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών δεν θα όφειλε, τέλος, να παροραθεί και μία ακόμη καθοριστική προϋπόθεση, στην πλήρωση της οποίας έκδηλα απέβλεψε ο Καραμανλής.

Ως πρωθυπουργός, αλλά και αργότερα ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν ενέμεινε μόνο με λόγους, αλλά και συνέβαλε με συγκεκριμένες πράξεις στην προαγωγή της εθνικής ομοψυχίας.

Η πολιτική εξίσωση των Ελλήνων, η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και η υπερκέραση των εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων, η διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και του κοινωνικού διαλόγου, συνέθεσαν τις εκφάνσεις μιας νέας πραγματικότητας. Θα ήταν όμως πράγματι δυνατό να έχει γενικευτεί και οριστικοποιηθεί η υπέρβαση των διαχωρισμών του παρελθόντος αν επιβίωνε η διάσταση των Ελλήνων με αντικείμενο το πολιτειακό;

Αλλά και αντίστροφα, θα ήταν δυνατό να έχει διάρκεια το πολιτειακό καθεστώς αν δεν λειτουργούσε στην πράξη ως σύμβολο ομόνοιας και ομοψυχίας; Προς ποια κατεύθυνση θα όφειλε, υπό τις συνθήκες αυτές, να κλίνει η πλάστιγγα; Ο Καραμανλής δεν αποκάλυψε ρητά τις σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Η πολιτική εν τούτοις που υιοθέτησε και εφάρμοσε απέληξε στην αρμονική σύζευξη της σταθερότητας του νέου πολιτειακού καθεστώτος με την ενίσχυση της εθνικής ομοψυχίας.

Τρεις μείζονες στρατηγικές επιδιώξεις προσδιορίζουν την πορεία του Καραμανλή στην ευρύτερη χρονική κλίμακα της παρουσίας του στον δημόσιο βίο: οικονομική ανάπτυξη· οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδας στον κορμό της ενωμένης Ευρώπης· εμπέδωση και αποδοτική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.

Προς την κατεύθυνση της πρώτης και της δεύτερης πραγματοποιήθηκαν αποφασιστικά βήματα στη διάρκεια της πρώτης ήδη πρωθυπουργίας του. Η υπέρβαση όμως των αντιξοοτήτων που ανέστειλαν, στο ίδιο αυτό διάστημα, την ευόδωση της τρίτης επιδίωξης συντελέστηκε την επαύριον και μόνο της μεταπολίτευσης.

Η επίλυση του πολιτειακού, με τον τρόπο που επέλεξε και ολοκλήρωσε, αποτέλεσε προϋπόθεση καθοριστικής σημασίας..

Ο κ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος είναι καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής».
Δημοσίευση: Ιουλίου 04, 2015

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "Γιατί ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε το δημοψήφισμα του ''74"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator