ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΑΝΩ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

0


Η ιστορική διαδρομή της περιώνυμης Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου, στην Άνω Συνοικία Τρικάλων της ορεινής Κορινθίας και μία συνοπτική παρουσίαση των εγκαταστάσεων της



Εικόνα 1: Το εσωτερικό του ναού (καθολικό) της Ιεράς Μονής του Αγίου Βλασίου με το υπέροχο μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο τέμπλο του.


Τα Τρίκαλα της ορεινής Κορινθίας είναι μία κωμόπολη που κείτεται στις βορειανατολικές υπώρειες του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη), αποτελώντας έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες(1). Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα θεωρούνταν σαν ένα από τα πιο φημισμένα θέρετρα της Ελληνικής επικράτειας λόγω του ειδυλλιακού φυσικού περιβάλλοντος και του υγιεινού κλίματος της περιοχής. Ουσιαστικά συγκροτούνται από τρεις διακριτούς οικισμούς, τις επιμέρους Συνοικίες (Άνω, Μέση και Κάτω), οι οποίες διατηρούν την γραφική αυθεντικότητα τους. Εκτός από τις ανακαινισμένες πέτρινες οικίες, που πολλές λειτουργούν ως καταστήματα και ξενώνες, μαζί με τα σύγχρονα καλαίσθητα καταλύματα φιλοξενίας για τους επισκέπτες, τα Τρίκαλα διαθέτουν και αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία, τόσο αμιγώς ιστορικά, όσο κυρίως εκκλησιαστικά. Ανάμεσα σε αυτά τα αξιοθέατα περίοπτη θέση κατέχει η Ιερά Μονή του Αγίου Βλασίου στην Άνω Συνοικία, η οποία αποτέλεσε πνευματικό φάρο τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, σχετιζόμενη και με την Βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια των Νοταραίων(2), που το αρχοντικό τους διατηρείται ακόμα στον υπόψη οικισμό.

Η προσέγγιση στο περιώνυμο μοναστήρι είναι πολύ εύκολη, καθώς το συναντάμε σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου μετά την Άνω Συνοικία Τρικάλων, ενώ ακριβώς μπροστά από την μνημειακή είσοδο του εξωτερικού περιβόλου, διέρχεται ο ασφαλτόστρωτος επαρχιακός δρόμος προς το χιονοδρομικό κέντρο της Ζήρειας. Βρίσκεται εντός μίας κατάφυτης τοποθεσίας με έλατα, πεύκα, και πλατάνια σε υψόμετρο 1.152 μέτρων, η οποία ενδεχομένως να συνδέεται με έναν αρχαιοελληνικό λατρευτικό χώρο. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, στην εγγύτερη περιοχή μεταξύ Άνω και Μέσης Συνοικίας προσδιορίζεται το ιερό της θεάς Δήμητρας Μυσίας, το ονομαζόμενο ως «Μύσαιον», χωρίς όμως μέχρι σήμερα να πιστοποιείται απόλυτα με επαρκή αρχαιολογικά τεκμήρια και το οποίο αναφέρεται ότι ανήκε στην περιφέρεια της αρχαίας Πελλήνης. Ο διάσημος περιηγητής Παυσανίας αφηγείται σχετικά ότι περιβάλλονταν από άλσος με ποικίλα δέντρα και άφθονα πηγαία ύδατα, μία περιγραφή που παραπέμπει εμμέσως στο διαλαμβανόμενο μέρος των Τρικάλων(3). Εδώ τελούσαν μία επταήμερη εορτή προς τιμή της Δήμητρας. Κοντά στο «Μύσαιο» υπήρχε άλλο ένα ιερό αφιερωμένο στον Ασκληπιό, με την επωνυμία «Κύρος», όπου πραγματοποιούνταν ιάσεις ανθρώπων με την επίκληση του θεού. Στο θεραπευτήριο ανέβρυζε επίσης νερό και στην μεγαλύτερη από τις πηγές ήταν στημένο το άγαλμα του Ασκληπιού. Με βάση την τοπογραφική παραδοχή για το «Μύσαιο», δεν είναι απίθανο να κάνουμε την παρακινδυνευμένη υπόθεση ότι η θέση του ιαματικού ιερού «Κύρος»(4) ίσως να ταυτίζεται με εκείνη της Ιεράς Μονής του Αγίου Βλασίου. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος ιεράρχης, Ποντιακής καταγωγής, διατέλεσε Επίσκοπος της μακρινής Σεβάστειας στην κεντρική Μικρά Ασία και στην κοσμική ζωή του εξασκούσε αφιλοκερδώς την ιατρική επιστήμη, ενώ υποβλήθηκε σε μαρτύριο για την πίστη του από τον Ρωμαίο έπαρχο στα 316 μ. Χ.. Έτσι λοιπόν, αυτή η επαγγελματική ιδιότητα του Αγίου Βλασίου φαίνεται να υποδηλώνει αμυδρά, ότι ίσως η Χριστιανική αφοσίωση στο πρόσωπο του ήρθε να αντικαταστήσει την παρεμφερή θεραπευτική λατρεία του Ασκληπιού στα Τρίκαλα Κορινθίας, μολονότι καθιερώθηκε πολύ αργότερα από την εποχή που έζησε.



Εικόνα 2: Η κεντρική πύλη της μονής με το υπερκείμενο κωδωνοστάσιο. Το μοναστικό συγκρότημα βρίσκεται σε μία κατάφυτη τοποθεσία σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από την Άνω Συνοικία Τρικάλων.


Όσον αφορά την ίδρυση της μονής, δεν διασώζονται παλαιές αρχειακές πηγές ή κάποια κτητορική επιγραφή, και τις σχετικές πληροφορίες τις αντλούμε μέσα από τους λαογραφικούς θρύλους και διαδόσεις, που θα επιδιώξουμε να θέσουμε σε ένα χρονικό πλαίσιο. Τα πρωταρχικά γεγονότα ανάγονται περί τον 14ο αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε αναπάντεχα η πάνσεπτη εικόνα του Αγίου Βλασίου σε μία σπηλαιώδη σχισμή επί των απόκρημνων βραχωδών καταπτώσεων της κορυφής «Βρυωνού», πάνω από το φαράγγι που σχηματίζει το ρέμα «Λυκολάγκαδο»(5), σε απόσταση 500 μέτρων νοτίως από το σημερινό μοναστηριακό συγκρότημα. Σύμφωνα με την τοπική θρησκευτική παράδοση, οι μεσαιωνικοί κάτοικοι της Άνω Συνοικίας Τρικάλων παρατηρούσαν ότι από εκείνο το μέρος εκπέμπονταν ένα δυνατό φως. Αυτό λοιπόν το ασυνήθιστο φαινόμενο οδήγησε κάποια άτομα να καταρριχηθούν με σχοινιά στην δυσπρόσιτη σπηλαίωση, για να λύσουν το μυστήριο της λάμψης. Εκεί λοιπόν διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι προέρχονταν από μία μικρή εικόνα του Αγίου Βλασίου, την οποία και μετέφεραν στον οικισμό. Σε μία πιο απλή παραλλαγή του ιστορικού, παρατίθεται ότι την εικονογραφική παράσταση του ιερομάρτυρα την βρήκε ένας μοναχός ή ένας Τρικαλίτης χριστιανός, που την μετακίνησε στο σημείο της σημερινού μοναστηριού και ανέγειρε το πρώτο ναΰδριο. Εικάζεται δε πως ενδεχομένως την περίοδο της εικονομαχίας τον 8ο ή 9ο αιώνα, ένας ερημίτης κατέφυγε στο στενό σπήλαιο, όπου και ασκήτεψε για μερικά χρόνια, έχοντας μαζί του την εικόνα για να την προφυλάξει, η οποία παρέμεινε κρυμμένη εκεί μετά τον θάνατο του και ανακαλύφθηκε πολύ αργότερα μέσω του εκπεμπόμενου φωτός. Βέβαια αυτή η δοξασία είναι εντελώς ανυπόστατη, αφού ως αγιογραφικό έργο εκτιμάται με κάθε επιφύλαξη, ότι πρέπει να φιλοτεχνήθηκε περί τον 14ο αιώνα, αλλά σίγουρα όχι πρωτύτερα.



Εικόνα 3: Άποψη της απόκρημνης πλευράς της κορυφής «Βρυωνού», νοτίως της Ιεράς Μονής του Αγίου Βλασίου. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η σπηλαιώδης σχισμή στην βραχώδη κατάπτωση, όπου σύμφωνα με την τοπική παράδοση βρέθηκε η εικόνα του Αγίου.


Στην συνέχεια της προφορικής ιδρυτικής παραδόσεως, αναφέρεται ότι οι κάτοικοι επιθυμούσαν αρχικά να κατασκευάσουν μία μικρή εκκλησία στην θέση «Καμπαναριό» της Άνω Συνοικίας Τρικάλων, αλλά η πρόθεση τους δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Ο Άγιος Βλάσιος παρουσιάστηκε δύο φορές στον ύπνο του πρωτομάστορα και του υπέδειξε ρητά να κτίσει το ναΰδριο στο μέρος απέναντι από τον βραχώδη γκρεμό με την σπηλαιώδη κοιλότητα, όπου βρέθηκε η εικόνα του. Εκείνος αγνόησε το διαδοχικό όνειρο, όμως τότε συνέβη ένα επαναλαμβανόμενο περιστατικό, το οποίο άλλαξε την γνώμη του ίδιου και των χωρικών. Κάθε βράδυ με το πέρας της εργασίας του, ο πρωτομάστορας εναπόθετε τα εργαλεία του στην θέση «Καμπαναριό», άλλα το επόμενο πρωί αυτά είχαν μετατοπιστεί θαυματουργικά στο σημείο που του είχε καθορίσει o Άγιος. Έτσι αποφασίστηκε το εκκλησάκι να οικοδομηθεί στην παρούσα τοποθεσία της μονής. Πάντως ως παραδοσιακοί κτήτορες του φέρονται οι μοναχοί Παντελεήμονας, του οποίου το όνομα αναγράφεται στα δίπτυχα της ευρεθείσας εικόνας του ιερομάρτυρα και Δανιήλ, αγνώστων βιογραφικών στοιχείων.

Επίσης, κατά μία εναλλακτική και ιδιαίτερα ελκυστική εκδοχή, πλην όμως λιγότερο διαδεδομένη, κάποιοι Λατίνοι σταυροφόροι επιστρέφοντας από τις χώρες της Ανατολής την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, πέρασαν από την βορειοανατολική Πελοπόννησο και δώρισαν στον επίσκοπο Κορίνθου το εικόνισμα και πολλά λείψανα μαζί με την κάρα του Αγίου Βλασίου(6), τα οποία κατέληξαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Άνω Συνοικία Τρικάλων, όπου μετέπειτα θεμελιώθηκε ένα μονύδριο αφιερωμένο στην μνήμη του. Παραδόξως αυτή η αντίληψη φαντάζει ως η πιο λογικοφανής, καθώς δύναται να ενταχθεί εντός της χρονικής στάθμης του 14ου αιώνα και ίσως εξηγεί αδιόρατα τον τρόπο με τον οποίο μεταλαμπαδεύτηκε η λατρεία του ιερομάρτυρα από την απόμακρη Ανατολή στην ορεινή Κορινθία. Αν και εκφράζεται και η εξίσου ασαφής άποψη πως η κάρα και τα πολυάριθμα τεμάχια από το σκήνωμα του Αγίου αποθησαυρίστηκαν εδώ αρκετά μεταγενέστερα, έπειτα από τα μέσα του 15ου αιώνα, αφού πράγματι τουλάχιστον έως περίπου τις αρχές του 18ου αιώνα, φαίνεται ότι στο μοναστήρι υπήρχαν αυτά τα ιερά κειμήλια, τα οποία όμως υπεξαιρέθηκαν και αποκτήθηκαν από άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα, όπως θα δούμε παρακάτω.



Εικόνα 4: Άποψη του προαυλίου της μονής. Διακρίνεται το πρόστεγο της πλευρικής εισόδου στον ναό (καθολικό), που ανεγέρθηκε περί τα μέσα του 17ου αιώνα στην θέση του προγενέστερου ναΰδριου του 14ου αιώνα.


Σταδιακά γύρω από την μικρή εκκλησία της Άνω Συνοικίας Τρικάλων οργανώθηκε ένας μοναστικός πυρήνας και απόκτησε πλέον την υπόσταση ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος, το οποίο πρέπει προφανώς να προικοδοτήθηκε από τους κατοίκους με χρηματικές δωρεές και αγροκτήματα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι λειτουργικές του ανάγκες. Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, αυτή η μοναστηριακή ιδιοσυγκρασία παγιώθηκε και περί τα μέσα του 17ου αιώνα ανεγείρεται ο υφιστάμενος λιτός ναός στην θέση του προγενέστερου ταπεινού ναΰδριου του 14ου αιώνα. Επιπλέον, τότε εκτιμάται ότι κατασκευάστηκαν νέες πτέρυγες κελιών και βοηθητικοί χώροι, ενώ το κτιριακό συγκρότημα που προέκυψε διέθετε περίπου την ίδια αρχιτεκτονική μορφή με την σημερινή. Το συσταθέν ιερό μονύδριο του ιερομάρτυρα και επισκόπου Σεβάστειας Αγίου Βλασίου αναγνωρίστηκε με «σιγιλλιώδες γράμμα» ως σταυροπηγιακό, πιθανότατα επί των ημερών του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Γ’ Βαρδαλή (1662 – 1665)(7). Κατά την διάρκεια της περιόδου της λεγόμενης Β’ Ενετοκρατίας (1685 – 1715) στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι το εκκλησιαστικό ίδρυμα περιήλθε σε πλήρη ένδεια και είχαν καταπατηθεί τα περιουσιακά δικαιώματα του από ιδιώτες. Αυτό διαπιστώνεται σαφώς από το συνοδικό σιγίλλιο του έτους 1716, υπογραμμένο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Γ’ (1716 – 1726 και 1732 – 1733), με το οποίο επικυρώνεται η πρωτύτερη σταυροπηγιακή αξία του. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο μοναδικό επίσημο έγγραφο, το «μονύδριον του Αγίου Βλασίου εν τη επαρχία Κορίνθου πλησίον Τρικάλων» εμφανίζεται ότι «ύστερον επακολουθησάντων εναντίον πραγμάτων, και δεινών συμβεβηκότων έφθασεν εν εσχάτη απορία, και δυστυχία, ώστε επαπειλούσθαι αυτώ τον αφανισμόν, και την παντελή ερημίαν». Αυτές τις πληροφορίες τις μετέφερε στον προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Πατριάρχης «της Αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης» Χρύσανθος Νοταράς (1707 – 1735), ο οποίος κατάγονταν από την συγκεκριμένη κωμόπολη, εξασφαλίζοντας την ανανέωση των προστατευτικών προνομίων του, καθώς στο κείμενο τονίζεται αυστηρά να «μένει ως πρότερον, και παρά πάσι γνωρίζηται πατριαρχικόν, και σταυροπηγιακόν όν μοναστήριον, ελευθερον τε, και αυτόνομον, και παρ’ ουδενός εξουσιαζόμενον αρχιερατικού ή αξιωματικού προσώπου, ως αδούλωτον, και ακαταζήτητον, και μηδενί μηδέν οφείλον μέχρι και ενός οβολού……»(8).



Εικόνα 5: Ο Άγιος Νικόλαος σε μία από τις νεότερες αγιογραφίες που κοσμούν τα τυφλά τόξα του καθολικού της μονής, η οποία χαρακτηρίστηκε ως σταυροπηγιακό μονύδριο λίγο μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Αυτή η προνομιακή επωνυμία επικυρώθηκε εκ νέου με πατριαρχικό σιγίλλιο στα 1716.


Υπό την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου γνώρισε μεγάλη ακμή τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, συνιστώντας ένα σπουδαιότατο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή. Έως τα προεπαναστατικά χρόνια είχε αποκτήσει σημαντική κτηματική περιουσία και δύο μετόχια, τον ναό της Παναγίας της Καθολικής στην Κάτω Συνοικία Τρικάλων και την τωρινή γυναικεία μονή της Παναγίας Κορυφής (Κορφιωτίσσης) στο Καμάρι Ξυλοκάστρου. Αναφέρεται δε ότι έφτασε να διαθέτει συνολικά 70 μοναχούς, αν και φαντάζει μάλλον υπερβολικός αυτός ο αριθμός. Το μοναστήρι ανέπτυξε και εκπαιδευτική δράση, καθώς εδώ επιμορφώνονταν τα παιδιά των Τρικαλίτων, ενώ γίνεται λόγος πως λειτουργούσε ως κρυφό σχολείο, όταν απαγορεύονταν η διδασκαλία από τους Οθωμανούς δυνάστες. Επίσης σε αυτόν τον ιερό τόπο μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία στα 1818 οι πρόκριτοι των Τρικάλων (Νοταραίοι, Δασαίοι κ.α.), αναζωπυρώνοντας στις καρδιές τους την φλόγα για την ελευθερία. Λίγο αργότερα, στην σκιά του αιωνόβιου πλατάνου, που βρίσκεται στην εξωτερική αυλή της μονής, «μίλησε ο Παπαφλέσσας στους Νοταραίους για την εξέγερση κατά των Τούρκων το 1821 την παραμονή της Ελληνικής επανάστασης», όπως ακριβώς σημειώνεται σε μία ενημερωτική πινακίδα, η οποία είναι τοποθετημένη πρόχειρα στον κορμό του.



Εικόνα 6: Το μέρος με τον ιστορικό πλάτανο της μονής, όπου μίλησε ο Παπαφλέσσας στους Νοταράδες το 1821, ωθώντας τους να ξεσηκωθούν εναντίον των Τούρκων. Διακρίνεται η πρόχειρη πληροφοριακή πινακίδα στον κορμό του.


Αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, οι Νοταραίοι είχαν θορυβηθεί με την αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια του μοναστηριού, θεωρώντας ίσως κάπως ζηλόφθονα, την συνεχόμενη επέκταση των κτημάτων του ως επικίνδυνη για τα συμφέροντα τους, και έτσι τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι του. Αυτή η αντιπαράθεση εντάθηκε και σε συνδυασμό με τον πολυετή και πολυκύμαντο αγώνα για την εθνική παλιγγενεσία, είχε σαν συνέπεια την ραγδαία συρρίκνωση της μοναστικής αδελφότητας, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ της αρχοντικής οικογένειας των Τρικάλων. Έτσι λοιπόν, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό, πρέπει να στελεχώνονταν από ελάχιστους μοναχούς. Αυτή η μείωση έδωσε την ευκαιρία στον πολιτικό Ανδρέα Νοταρά να εισηγηθεί την κατάργηση του εκκλησιαστικού ιδρύματος, πιθανότατα στηριζόμενος στο βασιλικό διάταγμα της 25 Σεπτεμβρίου (νέο ημερολόγιο: 7 Οκτωβρίου) 1833, που εκδόθηκε από την Βαυαρική επιτροπή αντιβασιλείας, στο όνομα του ανήλικού μονάρχη Όθωνα και μεταξύ άλλων συναφών θεμάτων, προέβλεπε την διάλυση των μοναστηριών στα οποία εγκαταβίωναν λιγότεροι από έξι μοναχοί. Έκτοτε η παλαίφατη μονή του Αγίου Βλασίου, μετατράπηκε σε ένα εκκλησιαστικό εξάρτημα του ενοριακού Βυζαντινού ναού του Αγίου Νικολάου της Άνω Συνοικίας Τρικάλων, ενώ στην απογραφή του 1846 εμφανίζεται ως διαλυμένη, με την κτηματική της περιουσία να έχει περάσει στην κατοχή των Νοταραίων, την οποία άλλωστε εποφθαλμιούσαν από παλαιά.



Εικόνα 7: Άποψη των κτιριακών εγκαταστάσεων του μοναστηριού. Διακρίνεται η ιδιοκατασκευή του εσωτερικού κωδωνοστασίου με τις καμπάνες και τα σήμαντρα. Η ανδρική μονή του Αγίου Βλασίου διαλύθηκε πιθανότατα περί το 1833, με εισήγηση του Τρικαλίτη άρχοντα Ανδρέα Νοταρά και επανασυστάθηκε ως γυναικεία στα 1928.


Από την διασκορπισθείσα αδελφότητα παρέμεινε μόνο ο ενάρετος μοναχός Νικόδημος, με καταγωγή από την Βάλτσα (Σικυωνιών)(9), προσπαθώντας απεγνωσμένα να συντηρήσει το κτιριακό συγκρότημα, χωρίς να τύχει της ανάλογης συνδρομής από κάποιους εύπορους κατοίκους της τοπικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα να ερειπωθούν σχεδόν όλα τα κελιά εκτός από λιγοστά δωμάτια, όπου διέμενε ο ίδιος. Σύμφωνα με μία ακόμα προφορική παράδοση, που προέρχεται από τις διηγήσεις Τρικαλιτών εκείνης της εποχής, αυτός ο καλόγερος διήγαγε οσιακό βίο, διαβιώνοντας με νηστεία και προσευχή. Είχε δε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο πνευματικής αρετής, ώστε να καταστεί άξιος να επικοινωνεί υπερβατικά με τον Άγιο Βλάσιο. Στις ημέρες του λέγεται ότι γίνονταν πολλά θαύματα και πλείστοι άνθρωποι προσέφευγαν σε αυτόν για να μεσολαβήσει στον Άγιο, προκειμένου να γιατρευτούν με την χάρη του. Μάλιστα, εξιστορείται ένα φημολογούμενο περιστατικό σχετικό με τον αγωνιώδη θάνατο του Ανδρέα Νοταρά, εξαιτίας της κατάργησης του μοναστηριού από τις επίβουλες ενέργειες του. Όπως λοιπόν αναφέρεται στην λαϊκή δοξασία, ο Νοταράς χαροπάλευε επί δέκα ημέρες, χωρίς να μπορεί να αναπαυθεί η ψυχή του. Οι οικείοι του απευθύνθηκαν στον Νικόδημο και τον παρακάλεσαν να φέρει την θαυματουργή εικόνα του Αγίου Βλασίου στην οικία των Νοταραίων στην Άνω Συνοικία, μήπως και ξεψυχήσει ο ετοιμοθάνατος. Ο συγκαταβατικός μοναχός έσπευσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα, έκανε τον σταυρό του και δοκίμασε να μετακινήσει την εικόνα, η οποία όμως ήταν ασήκωτη. Τότε ικέτευσε τον Άγιο να του επιτρέψει να προβεί σε αυτή την πράξη, αλλιώς θα τον επέπληττε άσχημα ο άρχοντας και το αίτημα του εισακούσθηκε άμεσα. Ο Νικόδημος πήρε την εικόνα και μετέβηκε στην οικία των Νοταραίων, αλλά όταν έφτασε εκεί δεν μπορούσε να περάσει από την αυλόθυρα, σαν να τον εμπόδιζε μία αόρατη δύναμη, υπό τα έκπληκτα βλέμματα όλων των ανθρώπων που τον περίμεναν. Ακριβώς εκείνη την στιγμή τον ειδοποίησαν ότι πέθανε ο Ανδρέας Νοταράς και η διαδικασία έλαβε τέλος. Αυτό λοιπόν το παρατεταμένο ψυχομαχητό του Νοταρά και ο θρυλούμενος τρόπος του θανάτου του, εντυπώθηκε στις συνειδήσεις των Τρικαλιτών σαν μία τιμωρία του άρχοντα από τον Άγιο Βλάσιο, για την διάλυση της μονής του και την οικειοποίηση των κτημάτων της από εκείνον.



Εικόνα 8: Άποψη της νότιας πλευράς του καθολικού της μονής. Διακρίνεται η παράσταση της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μετά την εύρεση του από την Αγία Ελένη. Πρόκειται για μία από τις εικονογραφήσεις στα ανοίγματα των τυφλών τόξων, που φιλοτεχνήθηκαν από τον ζωγράφο Νικόλαο Σαντοριναίο το έτος 1918.


Ο Νικόδημος αποβίωσε στο τέλος του 1898 και στην μονή ήρθε να μείνει ένας ανάξιος μοναχός ονόματι Παντελεήμονας, που αποδείχθηκε τυχάρπαστος και σύντομα αποχώρησε. Φημολογούνταν δε ότι οδηγήθηκε σε κατάσταση παραφροσύνης και εκδιώχθηκε ξυλοκοπημένος από τον Άγιο Βλάσιο για την ανάρμοστη συμπεριφορά του. Στα 1918 εγκαταστάθηκε στο ερημωμένο μοναστηριακό συγκρότημα ο Τρικαλίτης μοναχός Δομέτιος Κασσόρης, ο οποίος σύντομα προέβη στην ανακαίνιση του καθολικού, όπως μαρτυρά μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στο εσωτερικό του ναού(10), χωρίς όμως να επέμβει επισκευαστικά στα υπόλοιπα διαμερίσματα, μάλλον λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων. Στις κύριες εργασίες περιλαμβάνονταν η προσθήκη ενός υπερυψωμένου γυναικωνίτη στην δυτική πλευρά του ναού και η διακόσμηση με αγιογραφίες των τυφλών τόξων, που σχηματίζονται στον νότιο τοίχο από τον διαπρεπή ζωγράφο Νικόλαο Σαντοριναίο (1889 – 1966), ο οποίος κατάγονταν από το Ξυλόκαστρο και διατέλεσε καθηγητής καλλιτεχνικών στο Γυμνάσιο της πόλης.

Τον μοναχό Δομέτιο διαδέχτηκε η ανιψιά του μοναχή Θέκλα Σταυροπούλου στα 1924, η οποία υπήρξε εξίσου δραστήρια με τον θείο της. Με τις άοκνες ενέργειες της συντέλεσε στην επανασύσταση της ιστορικής μονής του Αγίου Βλασίου, με πρώτη ηγουμένη την ίδια, καθώς αναγνωρίστηκε επίσημα ως γυναικεία στα 1928 με απόφαση του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Παιδείας, έχοντας αρχικά μόλις δύο μοναχές, που στα κατοπινά χρόνια αυξήθηκαν σε πέντε. Η γερόντισσα Θέκλα, αν και αγράμματη, εργάστηκε με αφοσίωση δίνοντας ξανά πνοή στα παραμελημένα καταλύματα και με την μέριμνα της επισκευάστηκαν συνολικά δώδεκα κελιά. Έκτοτε το μοναστήρι άρχισε να αναπτύσσεται και στην πορεία να ανακτά την αλλοτινή αίγλη του. Επόμενη ηγουμένη ήταν η μοναχή Βλασία Μάρκου, η οποία παρέμεινε προϊστάμενη μέχρι τον θάνατο της περί το 1980. Από το 1986 στην μονή εγκαθίσταται μία νέα αδελφότητα με επικεφαλής την γερόντισσα Ευφροσύνη Γλίτση, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο για την ανακαίνιση εκ βάθρων και την εύρυθμη λειτουργία του εκκλησιαστικού ιδρύματος. Υπό την καθοδήγηση της κατασκευάστηκε καινούργια πτέρυγα κελιών και τράπεζα (τραπεζαρία) για τους προσκυνητές, ανεγέρθηκαν δύο παρεκκλήσια, διαμορφώθηκε η μνημειακή είσοδος, ιδρύθηκε το μετόχι του Αγίου Δημητρίου στην Ρίζα Ξυλοκάστρου κ.α.. Η φιλόπονη γερόντισσα Ευφροσύνη «αποδήμησε εις Κύριον» στις 21 Μαρτίου 2013 και την διαδέχτηκε η ηγουμένη Φιλοθέη Καλδή, συνεχίζοντας το θεόπνευστο έργο της με την ίδια θέρμη. Η σημερινή γυναικεία αδελφότητα, μολονότι δεν ξεπερνά τις πέντε μοναχές, φροντίζει ακούραστα για την συντήρηση και τον ευπρεπισμό του μοναστηριού με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με αποτέλεσμα να καθίσταται ένα ειρηνικό μέρος προσευχής και ατομικής περισυλλογής.



Εικόνα 9: Άποψη της κεντρικής πύλης της μονής από το εσωτερικό. Οι μοναστηριακές εγκαταστάσεις ανακαινίστηκαν εκ βάθρων από το 1986 έως σήμερα, με μέριμνα της νέας γυναικείας αδελφότητας.


Η αρχιτεκτονική μορφή του μοναστηριακού συγκροτήματος του Αγίου Βλασίου είναι ακανόνιστη και δεν παρουσιάζει φρουριακή φυσιογνωμία. Οι ανακατασκευασμένες κτιριακές εγκαταστάσεις διατάσσονται γύρω από μία περιορισμένη εσωτερική αυλή στην νοτιοανατολική γωνία. Μετά την κεντρική πύλη με το κτιστό υπερκείμενο κωδωνοστάσιο σχηματίζεται ένας διάδρομος, που στα δεξιά του εκτείνονται οι νεότευκτες πτέρυγες των κελιών, ενώ στα αριστερά του υπάρχει το κτίσμα των τράπεζας για τους προσκυνητές και η αίθουσα εκθέσεων, όπου διατίθενται προς πώληση θρησκευτικές εικόνες, βιβλία, αλλά και εργόχειρα προϊόντα των μοναζουσών. Όταν ένας επισκέπτης προχωράει και εισέρχεται στην αυλή, αισθάνεται κυριολεκτικά να πλημμυρίζεται από ένα γαλήνιο συναίσθημα, αντικρίζοντας τον θαυμάσιο ανθοστόλιστο κήπο με τα ποικίλα είδη καλλωπιστικών φυτών. Μέσα σε αυτόν τον σαγηνευτικό αυλόγυρο ξεπροβάλλει αρμονικά ένα μικρό παρεκκλήσιο, το οποίο είναι αφιερωμένο στην εορτή του «Γενεθλίου της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)» και φέρει γλαφυρές σύγχρονες αγιογραφίες, με την παράσταση της «Πλατυτέρας των Ουρανών» να ξεχωρίζει, καλύπτοντας την κόγχη του Ιερού Βήματος. Απέναντι από τον ναΐσκο δημιουργείται ένα πλάτωμα, επί του οποίου είναι τοποθετημένη η ιδιοκατασκευή ενός δεύτερου κωδωνοστασίου, που διαθέτει τρεις καμπάνες και δύο σήμαντρα.



Εικόνα 10: Το μικρό παρεκκλήσι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» ξεπροβάλλει αρμονικά μέσα στον ανθοστόλιστο αυλόγυρο της μονής.


Το καθολικό τιμώμενο στην μνήμη του Αγίου Βλασίου, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας πλευράς του περιβόλου της μονής. Πρόκειται για τον σεμνό χαμηλό ναό, που ανοικοδομήθηκε περί τα μέσα του 17ου αιώνα στην θέση του προγενέστερου ναΰδριου, με την προσθήκη του μικρού κλιμακοστασίου και του υπερώου του γυναικωνίτη στα 1918 από τον μοναχό Δομέτιο Κασσόρη, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω. Ουσιαστικά είναι ένα απλό μονόχωρο κτίσμα με κεραμοσκεπή, έχοντας τωρινές διαστάσεις 18 Χ 6 μέτρα, χωρίς να εμφανίζει κάποιο αξιόλογο αρχιτεκτονικό γνώρισμα. Η είσοδος στο εσωτερικό γίνεται από μία θύρα στον νότιο τοίχο και ο φυσικός φωτισμός επιτυγχάνεται από τρία τετράγωνα παράθυρα στις μακρές πλευρές, καθώς και από ένα μικρότερο στην κόγχη του Ιερού Βήματος. Ο ναός διαθέτει ένα επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας. Η πρωτογενής δημιουργία του ανάγεται στα μέσα του 17ου αιώνα, δηλαδή θεωρείται σύγχρονη με την ανέγερση του καθολικού της μονής του Αγίου Βλασίου, αλλά εκτιμάται ότι αρχικά δεν προορίζονταν για αυτό, καθόσον οι άκρες του δεν εφάπτονται ακριβώς στα πλευρικά τοιχώματα. Ειδικότερα πιστεύεται πως κατασκευάστηκε περί το 1650 – 1680 και σαν δωρητής μνημονεύεται κάποιος Γρηγόριος, ο οποίος κατά μία ασαφή άποψη ταυτίζεται με τον μετέπειτα Μητροπολίτη Κορίνθου Γρηγόριο Β’ Νοταρά (1684 – 1715), ενώ ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος του φέρεται να συμπληρώθηκε μεταγενέστερα στο διάστημα 1760 – 1780.



Εικόνα 11: Το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού της μονής, που εκτιμάται ότι η πρωτογενής δημιουργία του ανάγεται περί το 1650 – 1680, συνιστώντας εξαιρετικό δείγμα μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας.


Το υπέροχο τέμπλο και οι εκλεπτυσμένες εικόνες του, χρονολογούμενες την ίδια περίοδο, υποστηρίζεται ότι φιλοτεχνήθηκαν σε εργαστήριο του Αιγίου, που ανήκε σε ένα μέλος της φημισμένης οικογένειας αγιογράφων Σκορδίλη από τα Χανιά της Κρήτης, το οποίο είχε μετακομίσει σε αυτή την πόλη της Αχαΐας(11). Αυτή η αντίληψη εδράζεται στην τεχνοτροπία των παραστάσεων, καθώς ακολουθεί τα πρότυπα της Κρητικής σχολής, που κύριοι εκφραστές της στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ήταν οι αδελφοί Σκορδίλη. Είναι ενδεικτικές οι δύο αξιοθαύμαστες Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης, αφού η ιδιαίτερη θεματολογία τους παραπέμπει καθαρά σε καλλιτεχνικές επιρροές από την υπόψη αγιογραφική σχολή. Στην δεξιά εμφανίζεται η παραβολική σύνθεση της «Αμπέλου» με τον ευλογούντα Χριστό να ίσταται καθήμενος στο μέσο μίας κληματαριάς(12), που στην άκρη των ανεπτυγμένων κλαδιών της κάθονται οι δώδεκα Απόστολοι, συμβολίζοντας κατά μία απορρέουσα έννοια την καρποφόρα εξάπλωση της Χριστιανικής πίστεως. Στην αριστερή παρουσιάζεται η αλληγορική απεικόνιση της αποκαλούμενης «Ρίζας του Ιεσσαί», η οποία αντιπαραβάλει την γενεαλογία του Χριστού ως φυσικό δέντρο, που φύεται από τον γενάρχη Ιεσσαί και με τους άρρενες προγόνους του Ιησού να βρίσκονται στα εκτεινόμενα κλαδιά, περιβάλλοντας την Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο στο κέντρο της εικονογράφησης. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι λιγοστές αγιογραφίες του καθολικού εντοπίζονται στις επιφάνειες των ανοιγμάτων των τριών τυφλών τόξων του νότιου τοίχου(13), δημιουργημένες από τον Νικόλαο Σαντοριναίο στα 1918 σε ελαφρώς δυτικότροπο ύφος. Σε αυτές παριστάνονται η μορφή του Αγίου Νικολάου (αριστερά), της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη (κέντρο) και της ανόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα μετά των μαθητών του (δεξιά). Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία ότι στο αριστερό τόξο, πλησίον τέμπλου, έως τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν προσαρμοσμένες αλυσίδες για να δένουν τους βαριά φρενοβλαβείς, τους οποίους προσήγαγαν στον Άγιο Βλάσιο με την ελπίδα να θεραπευτούν και αφαιρέθηκαν από τον μοναχό Δομέτιο Κασόρη. Αξιομνημόνευτη δε είναι και η ξύλινη πλαισιωτή οροφή του ναού με τον πολυέλαιο και τα αρκετά αναρτημένα καντήλια σε αυτήν.



Εικόνα 12: Δύο από τις Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου του καθολικού, όπου απεικονίζονται η παραβολική σύνθεση της «Αμπέλου», με τον Χριστό στο μέσο μίας κληματαριάς να περιβάλλεται από τους δώδεκα Αποστόλους στα κλαδιά της και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Οι εικόνες του τέμπλου χρονολογούνται στα 1650 – 1680 και θεωρούνται έργα ενός μέλους του διάσημου αγιογραφικού οίκου Σκορδίλη.


Το εφέστιο εικόνισμα του Αγίου Βλασίου, διαστάσεων 30 Χ 25 εκατοστών, που χρονολογείται στον 14ο αιώνα, φυλάσσεται σε ιδιαίτερο χώρο στο καθολικό και εκτίθεται για προσκύνημα μόνο στις δύο επίσημες πανηγύρεις του μοναστηριού, δηλαδή στην εορτή του ιερομάρτυρα στις 11 Φεβρουαρίου και στην πανήγυρη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Κατά την ιστορηθείσα παράδοση είναι εκείνο που ανακαλύφθηκε στην σπηλαιώδη κοιλότητα τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους. Η δε μορφή του ιεράρχη αποδίδεται με αριστοτεχνικό τρόπο και παριστάνεται να ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ στο αριστερό του κρατάει το ευαγγέλιο. Το εικόνισμα φέρει αργυρή επένδυση, η οποία φτιάχτηκε με δαπάνη της οικογένειας Χ. Ι. Παπαλέκα στα 1829. Μέσα στον ναό υπάρχει σε προσκυνητάρι στον βόρειο τοίχο μια δεύτερη εφέστια εικόνα του Αγίου, μάλλον των αρχών του 19ου αιώνα, διαστάσεων 1 Χ 0,60 μέτρων. Σε αυτή ο Άγιος παρουσιάζεται ένθρονος ευλογώντας με το δεξί του χέρι και έχοντας μία ξεδιπλωμένη περγαμηνή στο αριστερό. Στο κάτω μέρος της παράστασης εξιστορούνται σκηνές από το μαρτύριο του. Η δε επιφάνεια της καλύφθηκε με αργυρή επένδυση στα 1920 με δαπάνη του Παναγιώτου και της Μαρίας Β. Νικολοπούλου, και κοσμείται με το αρχιερατικό εγκόλπιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Αντιβασιλέα της Ελλάδας Δαμασκηνού (1891 – 1949), που είχε διατελέσει προηγουμένως και Μητροπολίτης Κορίνθου(14). Και οι δύο συγκεκριμένες φορητές εικόνες της μονής πιστεύεται ότι είναι καθαγιασμένες με την ιαματική χάρη του Αγίου Βλασίου, ο οποίος με βάση το συναξάριο του θεωρείται ο θεραπευτής των πασχόντων από νοσήματα του λαιμού και του λάρυγγα(15), αλλά σύμφωνα με τις διηγήσεις των Τρικαλιτών και ποικίλων σοβαρών ασθενειών Άλλωστε καταμαρτυρούνται αναρίθμητα θεραπευτικά θαύματα, ακόμα και ιάσεις άρρωστων ζώων, από τους κατοίκους της περιοχής, όπως και από διάφορους ανθρώπους ανά την επικράτεια, που κατέφυγαν με ευλάβεια στο μοναστήρι της Άνω Συνοικίας Τρικάλων, προκειμένου να ανακουφιστούν από την πάθηση τους ή να μεσιτέψουν για ένα συγγενικό τους πρόσωπο. Το αναμφισβήτητο θαυματουργικό κύρος του ιερομάρτυρα φανερώνεται απερίφραστα από το πλήθος των αναθημάτων των ιαθέντων προς την εικόνα του, αλλά και από τις πολλές ιδιωτικές Θείες Λειτουργίες, που τελούνται από οικογένειες πιστών για να λάβουν την ευλογία του.



Εικόνα 13: Η δεύτερη εφέστια εικόνα του Αγίου Βλασίου στο καθολικό της μονής. Φέρει αργυρή επένδυση που έγινε στα 1920 και το αρχιερατικό εγκόλπιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Αντιβασιλέα Δαμασκηνού.


Από τα πολυτιμότερα αποκτήματα της μονής είναι ένα δάκτυλο και μέρος της επιγονατίδας του Αγίου Βλασίου, τοποθετημένα σε επάργυρη λειψανοθήκη, μαζί με μικρά οστά άλλων Αγίων(16). Υφίσταται δε η άδηλη πεποίθηση ότι στην μονή είχαν αποθησαυριστεί πολλά λείψανα και η κάρα του μαρτυρήσαντος Επισκόπου Σεβαστείας, σε κάποιον αόριστο παρελθόντα χρόνο, αλλά αυτά κλάπηκαν μυστηριωδώς από ιερόσυλους και πωλήθηκαν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ενώ αρκετά τεμάχια βρέθηκαν κατόπιν στην κατοχή διάφορων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων(17). Ωστόσο, αυτά τα δύο ιερά αποτμήματα από το σεβαστό σκήνωμα του, φέρονται να είναι τα μόνα που επιστράφηκαν στην μοναστική αδελφότητα των Τρικάλων τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με μέριμνα του Τρικαλίτη Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθου Νοταρά (1707 – 1735). Η μονή δεν διαθέτει εκκλησιαστικά χειρόγραφα ή έντυπα μουσειακής αξίας Το μοναδικό παλαιό βιβλίο στην βιβλιοθήκη φέρει τον τίτλο: «Ακολουθία του εν Αγίοις πατρός ημών Μακαρίου Αρχιεπισκόπου Κορίνθου του Νοταρά, 1822. Έτει δευτέρω της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, συνετέθη υπό Νικηφόρου ιερομονάχου του Χίου και Αθ. Πάριου. Νυν δεν αντεγράφη εν έτει σωτηρίω 1867» και την «Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Βλασίου επισκόπου Σεβαστείας. Εν μηνί Φεβρουαρίω συλλεχθείσα τε, και αναπληρωθείσα παρά τινός παρά τινός χάριν των εορταζόντων τον Άγιον, Αντιγράφη δε εν έτει σωτηρίω 1867 εν μηνί Φεβρουαρίω»(18). Επίσης στα διατηρούμενα κειμήλια συγκαταλέγονται ορισμένα αντικείμενα και έπιπλα της αρχοντικής οικογένειας των Νοταραίων, που εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα.



Εικόνα 14: Άποψη της αίθουσας της μονής, όπου εκτίθενται αντικείμενα και έπιπλα της αρχοντικής οικογένειας των Νοταραίων. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, σελίδα 27).


Έξω από το μοναστηριακό συγκρότημα βρίσκονται το κοιμητήριο, όπως και τα περιποιημένα περιβόλια στα ανατολικά, τα οποία καλλιεργεί η γυναικεία αδελφότητα με περισσή φροντίδα. Βγαίνοντας κανείς από την νότια πυλίδα του περιβόλου, συναντά ένα καλοφτιαγμένο καλντερίμι στρωμένο με λίθινες πλάκες, μήκους περίπου 47 μέτρων, πλαισιωμένο από ένα πολύ επιμελημένο παρτέρι γεμάτο από πολύχρωμα άνθη. Εδώ ξεχωρίζει ένα πανέμορφο μαγγανοπήγαδο, ενώ έχει δοθεί στον κήπο και ένας εικαστικός τόνος από τις μοναχές, δημιουργώντας ένα παραμυθένιο τοπίο. Ακριβώς πάνω από αυτό το μέρος διαρρυθμίζεται το πλάτωμα με τον θεόρατο πλάτανο και την διάχυτη ιστορική αύρα, καθώς σε αυτό το μέρος ο Παπαφλέσσας υπαγόρευσε στους Νοταραίους την επιτακτική αναγκαιότητα της εθνεγερσίας. Στην αρχή του καλντεριμιού και σε χαμηλότερο εδαφικό επίπεδο, υπάρχει το νεότευκτο παρεκκλήσιο της «Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου και των Αγίων εν Κρήτη Δέκα Μαρτύρων», το οποίο είναι ιστορημένο με νεότερες αγιογραφίες Βυζαντινής τεχνοτροπίας. Το πλακόστρωτο καταλήγει σε ένα μικρό κτίσμα, υπό τύπον ναΐσκου, που στο εσωτερικό του είναι τοποθετημένο το ομοίωμα μίας μοναχής, σε κανονικό μέγεθος, καθήμενης επάνω σε ένα φυσικό βράχο, η οποία στρέφεται προς την Αγία Τράπεζα για να προσευχηθεί. Στο δάπεδο του διακρίνεται πλήθος νομισμάτων, τα οποία ρίχθηκαν εκεί από προσκυνητές, προφανώς ως το «αναθηματικό αντίτιμο» μίας προσωπικής τους ευχής. Σε μερικά σημεία αυτής της υπαίθριας έκτασης του μοναστηριού έχουν διευθετηθεί χώροι αναψυχής και ανάπαυσης, με την κατασκευή σταθερών κτιστών πάγκων και τραπεζιών. Επίσης, μετά το τέλος του καλντεριμιού ξεκινάει ένα βατό μονοπάτι, που αν το ακολουθήσουν οι επισκέπτες θα μπορέσουν εύκολα να εντοπίσουν την σπηλαιώδη σχισμή στην απότομη βραχώδη πλευρά της ρεματιάς, εντός της οποίας ανακαλύφθηκε η εικόνα του ιερομάρτυρα και παράλληλα θα απολαύσουν μία σύντομη, πλην όμως λίαν γοητευτική διαδρομή, μέχρι σε ένα σημείο της ελατόφυτης κατωφέρειας.



Εικόνα 15: Άποψη από το εσωτερικό του νεότευκτου παρεκκλησίου της «Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου και των Αγίων εν Κρήτη Δέκα Μαρτύρων», που βρίσκεται στον εξωραϊσμένο υπαίθριο χώρο στα νότια του περιβόλου της μονής.


Εκτός από προστάτης των Τρικάλων Κορινθίας, ο Άγιος Βλάσιος είναι και πολιούχος του Ξυλοκάστρου. Μάλιστα, η μεγάλη ευλάβεια των κατοίκων προς το πρόσωπο του, καταδεικνύεται από την εθιμική διάδοση του ονόματος του ως βαπτιστικού στην ευρύτερη περιοχή. Η εξάπλωση της ιδιαίτερης προσήλωσης στον ιερομάρτυρα πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια της ορεινής κωμόπολης, οφείλεται στην μετακίνηση πολλών Τρικαλιτών προς τα παράκτια μέρη του Κορινθιακού κόλπου, όπου και εγκαταστάθηκαν την περίοδο λίγο μετά από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα στα 1833, καθιερώνοντας την λατρεία του στους νέους τόπους διαμονής τους. Αυτή η μετοικεσία παρατηρήθηκε εντονότερα στο Ξυλόκαστρο, στο οποίο θεμελιώθηκε στα 1908 ο περικαλλής καθεδρικός ναός της πόλης αφιερωμένος στον Άγιο Βλάσιο, στην θέση προγενέστερου παραλληλόγραμμου ναΐσκου που είχε ανεγερθεί από τους Νοταραίους. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τον παραλιακό οικισμό Νεράντζα Βέλου, που η παλαιά ονομασία του ήταν Τρικαλίτικα, ενώ η ενοριακή εκκλησία του τιμάται στην μνήμη του Επισκόπου Σεβάστειας. Επιπλέον, η διάχυτη θρησκευτική ακτινοβολία του μαρτυρήσαντος ιεράρχη στην τοπική κοινωνία οδήγησε τον μακαριστό Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα (1965 – 2006) να συμπεριλάβει την ακολουθία του στο έργο του «Αγιολόγιον Κορινθιακόν», το οποίο εμπεριέχει τις υμνολογικές ακολουθίες των «εν Κορινθία διαλαμψάντων και τιμώμενων Αγίων», αν και κατά την διάρκεια της ζωής του δεν είχε κανένα πατρογονικό ή εκκλησιαστικό δεσμό με την διαλαμβανόμενη επικράτεια της Πελοποννήσου.



Εικόνα 16: Άποψη από το εσωτερικό του ναΐσκου στο τέλος του πλακοστρωμένου καλντεριμιού με το ομοίωμα της προσευχόμενης μοναχής. Στο δάπεδο διακρίνονται τα νομίσματα που έχουν ριχθεί από τους προσκυνητές προφανώς ως «αναθηματικό αντίτιμο».


Η πάνσεπτη Ιερά Μονή του Αγίου Βλασίου είναι ένα λαοφιλές Χριστιανικό μνημείο, αποτελώντας πόλο έλξης για πολυάριθμους προσκυνητές τόσο από την Κορινθία, όσο και από ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, αλλά και από κράτη του εξωτερικού. Συνάμα συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική ζωή και παράδοση της γραφικής κωμόπολης των Τρικάλων, με την υπερβατική εύρεση της σεβάσμιας εικόνας του ιερομάρτυρα από τους μεσαιωνικούς κατοίκους περί τον 14ο αιώνα, που έκτοτε μέσω της χάρης και της ευλογίας του καταμαρτυρούνται πλείστα διενεργηθέντα θαύματα. Το μοναστικό συγκρότημα δεσπόζει σε μία τοποθεσία ανεπανάληπτου φυσικού κάλλους, ενώ οι άριστα ευπρεπισμένοι χώροι του από την αγαστή μέριμνα της γυναικείας αδελφότητας, αποπνέουν μία σαγηνευτική αύρα ψυχοφελούς γαλήνης και πνευματικότητας, ενισχύοντας την πηγαία κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι δε ευπροσήγορες μοναχές υποδέχονται καλοσυνάτα τον κάθε επισκέπτη, προσφέροντας σε αυτόν την καλύτερη δυνατή φιλοξενία στους παραδεισένιους ανθόκηπους του εκκλησιαστικού ιδρύματος. Δίχως αμφιβολία, η Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου αποτελεί ένα μείζον θρησκευτικό, ιστορικό και πολιτισμικό ορόσημο της ευρύτερης περιοχής των Τρικάλων στην ορεινή Κορινθία, το οποίο πραγματικά αξίζει να το γνωρίσει κάποιος από κοντά, αποκομίζοντας αξέχαστες παραστάσεις(19).


Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
24 Οκτωβρίου 2017




Εικόνα 17: Το πανέμορφο μαγγανοπήγαδο που βρίσκεται στον ανθοστόλιστο υπαίθριο χώρο στα νότια του περιβόλου της μονής


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Τα Τρίκαλα Κορινθίας ανήκουν στον Δήμο Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης. Η δε Άνω Συνοικία απέχει από Ξυλόκαστρο 27 χιλιόμετρα, από όπου γίνεται και η κύρια πρόσβαση στην περιοχή μέσω του επαρχιακού οδικού δικτύου.

2. Ο αρχοντικός οίκος Νοταρά ανήκε στις τάξεις της εξέχουσας Βυζαντινής αριστοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους στα 1453, Άγγελος Νοταράς, ο αδελφός του «Μέγα Δούκα» της αυτοκρατορίας Λουκά Νοταρά, απέκτησε κτηματική περιουσία στα Τρίκαλα Κορινθίας, όπου και εγκαταστάθηκε. Θεωρείται ο ιδρυτής του Πελοποννησιακού κλάδου της οικογένειας, από την οποία πλείστα μέλη της αναδείχθηκαν διαπρεπείς προεστοί, αγωνιστές της επανάστασης του 1821, μεταγενέστεροι πολιτικοί, ιεράρχες, αλλά και Άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ο Μητροπολίτης Κορίνθου Άγιος Μακάριος Νοταράς (1731 – 1805), και ο πιο επιφανής Άγιος Γεράσιμος Νοταράς (1506 – 1579), ο «εν Κεφαλληνία αθλήσας».

3. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VII, «Αχαϊκά», κεφάλαιο ΚΖ’, εδάφια 9 έως 11.

4. Στην προκειμένη περίπτωση η επωνυμία «Κύρος» έχει την σημασία της ενδυνάμωσης.

5. Το ρέμα «Λυκολάγκαδο» μαζί με άλλους χειμάρρους σχηματίζουν τον «Τρικαλίτικο (Σύθας)» ποταμό, που εκβάλει στο λιμάνι του Ξυλοκάστρου. Η κορυφή «Βρυωνού» με υψόμετρο 1.417 μέτρα, όπως επισημαίνεται στους τοπογραφικούς χάρτες της ΓΥΣ, αποτελεί το άκρο του ορεινού βραχίονα της «Φλαμπουρίτσας», (μέγιστο υψόμετρο 1651 μέτρα), που στρέφεται προς τα βορειοανατολικά ξεκινώντας από το χιονοδρομικό κέντρο της Ζήρειας.

6. Ο Άγιος Βλάσιος (Saint Blaise) τιμάται ιδιαίτερα από τους πιστούς του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος και υπάρχουν πολλές εκκλησίες αφιερωμένες στο πρόσωπο του ανά την Ευρώπη, ενώ χαρακτηριστικά είναι ο πολιούχος Άγιος της πόλης του Ντουμπρόβνικ (Dubrovnik) στην Κροατία. Ήταν από τους πιο λαοφιλείς Αγίους στην Δύση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όταν και διαδόθηκε ευρέως η λατρεία του, ενδεχομένως μέσω των Σταυροφοριών. Η Λατινική εκκλησία εορτάζει την μνήμη του στις 3 Φεβρουαρίου και η Ορθόδοξη εκκλησία στις 11 Φεβρουαρίου.

7. Δεν αποκλείεται η περίπτωση το μονύδριο να έλαβε την σταυροπηγιακή επωνυμία από έναν λίγο μεταγενέστερο ομώνυμο ιεράρχη, τον Διονύσιο Δ’ Μουσελίμη, ο οποίος διατέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως περιοδικά πέντε φορές από το 1671 έως το 1694. Η υπόψη πράξη και το όνομα του Πατριάρχη Διονύσιου, χωρίς άλλο προσδιορισμό, μνημονεύεται σε ένα πατριαρχικό σιγίλλιο του 1716, σχετικό με το μονύδριο του Αγίου Βλασίου. Ως σταυροπηγιακή χαρακτηρίζεται η μονή που υπάγεται απευθείας σε Πατριαρχείο (συνήθως το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και όχι στην τοπική Αρχιεπισκοπή, με κύριο προνόμιο την εποχή της Τουρκοκρατίας, την διαφύλαξη των εδαφικών εκτάσεων της και την απαγόρευση απαλλοτρίωσής τους από το Οθωμανικό κράτος ή την οικειοποίηση τους από τρίτους.

8. Το πλήρες περιεχόμενο του σιγιλλίου αναδημοσιεύεται στο βιβλίο με το ιστορικό της μονής, που παρατίθεται στην βιβλιογραφία του παρόντος άρθρου (α/α 1, σελίδες 28 έως 33). Έχει διατυπωθεί συγκεχυμένα η άποψη ότι η παρέμβαση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθου Νοταρά προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Γ’, σχετικά με την επικύρωση της σταυροπηγιακής αξίας του μονυδρίου, έγινε κατόπιν παροτρύνσεως του συγγενούς του Μητροπολίτη Κορίνθου Γρηγόριου Β’ Νοταρά (1684 – 1715), ο οποίος όμως απεβίωσε ένα χρόνο πριν την έκδοση της υπόψη πατριαρχικής απόφασης. Σε πηγές του διαδικτύου ο ιεράρχης Χρύσανθος Νοταράς παρουσιάζεται εσφαλμένα να γεννήθηκε στην Αράχοβα Αχαΐας (σημερινή Εξοχή Αιγιαλείας), ενώ στο σιγίλλιο αναφέρεται ξεκάθαρα ότι τα Τρίκαλα ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του.

9. Δεν διευκρινίζεται αν κατάγονταν από την Μικρή ή την Μεγάλη Βάλτσα.

10. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι: «Η ανακαίνισις του ιερού τούτου ναού εγένετο τη επιμελεία του μοναχού Δομετίου Γ. Κασόρη εν έτι 1918».

11. Ένας κλάδος της επιφανούς οικογένειας Σκορδίλη (ή Σκορδύλη), που ασχολούνταν με την αγιογραφία, αποχώρησε από την Κρήτη μετά την άλωση των Χανίων από τους Τούρκους στα 1645, με προορισμό κυρίως τα νησιά των Κυκλάδων. Γνωστοί ονομαστικά είναι οι αδελφοί Αντώνιος ιερέας, Μάρκος, Ιωάννης και ο διασημότερος όλων Εμμανουήλ Σκορδίλης ιερέας (πριν το 1645 – 1671), ο οποίος μάλλον είχε εγκατασταθεί στην Μήλο.

12. Η έμπνευση για το εικονογραφικό θέμα πηγάζει από την παραβολή, που είπε ο Χριστός στους μαθητές του στην παραινετική ομιλία του κατά την διάρκεια του επονομαζόμενου «Μυστικού Δείπνου», στην οποία παρομοιάζει τον εαυτό του με άμπελο και τους μέλλοντες Αποστόλους του με τα αποδοτικά κλήματα αυτής, (κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, κεφάλαιο ΙΕ’, εδάφια 1 έως 8).

13. Στο βιβλίο με το ιστορικό της μονής, που παρατίθεται στην βιβλιογραφία του παρόντος άρθρου (α/α 1, σελίδα 16), αναφέρεται ότι τα τυφλά τόξα του καθολικού είναι δύο, πιθανότατα εξαιρώντας εκ παραδρομής το δεξιότερο εκ των τριών, καθώς το ένα σκέλος του ενσωματώνεται στο κλιμακοστάσιο του γυναικωνίτη.

14. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός υπήρξε κορυφαία εκκλησιαστική και πολιτική προσωπικότητα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Διατέλεσε Μητροπολίτης Κορίνθου (1921 – 1938/1941), Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1941 – 1949), Αντιβασιλέας (31 Δεκεμβρίου 1944 – 28 Σεπτεμβρίου 1946) και Πρωθυπουργός της Ελλάδας (17 Οκτωβρίου 1945 – 1 Νοεμβρίου 1945).

15. Ο Άγιος Βλάσιος προσέλαβε αυτή την θαυματουργική ιδιότητα, επειδή σύμφωνα με το αγιολόγιο του Συμεών του Μεταφραστή, ως κοσμικός ιατρός έσωσε από τον θάνατο ένα παιδί, που στον λαιμό του είχε σταθεί ένα οστό ψαριού, ή κατά μία άλλη εκδοχή διότι στο τέλος του μαρτυρίου του φονεύθηκε με αποκεφαλισμό, καθώς παρατίθεται ότι διατάχθηκε να κοπεί ο λαιμός του με ξίφος.

16. Στα προσκυνήματα του μοναστηριού περιλαμβάνονται επίσης μικρά τεμάχια από τα ιερά λείψανα των Αγίων Ιωάννη του Προδρόμου, Μαρίνας, Συμεών του Στυλίτου, Βαρβάρας, Αθανασίου, Μακαρίου Νοταρά Μητροπολίτη Κορίνθου, και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

17. Η κάρα του Αγίου Βλασίου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Κωνστανμονίτου και το δεξί του χέρι στην Ιερά Μονή Διονυσίου, χωρίς να αποσαφηνίζεται πως κατέληξαν στα συγκεκριμένα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Άλλα τεμάχια του σκηνώματος εντοπίζονται στην Ιερά Μονή Αγίου Θεοδοσίου Αργολίδας και στον ομώνυμο Μητροπολιτικό ναό Αχαρνών. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των λειψάνων του ιεράρχη βρίσκεται στο πρώην Βενεδικτινό αββαείο «Kloster Sankt Blasien» (τμήμα του τωρινού Ιησουίτικου κολλεγίου «Kolleg St. Blasien»), στην δασώδη ορεινή περιοχή «Black Forest» του κρατιδίου Baden-Württemberg της νοτιοδυτικής Γερμανίας. Μάλιστα, εικάζεται ότι αφιερώθηκαν εκεί από Γερμανούς σταυροφόρους, οι οποίοι τα είχαν αρπάξει στα 1204 κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχε κτίριο Μαρτυρίου (μαυσωλείο) του Αγίου Βλασίου. Ενδεχομένως λοιπόν να είχε περιέλθει στα χέρια των Λατίνων ολόκληρο το σκήνωμα του και έπειτα να διαμοιράστηκε, ενισχύοντας τον υπαινιγμό πως πολυάριθμα τεμάχια μαζί με την κάρα του, ίσως να κληροδοτήθηκαν σε κάποιους μεταγενέστερους σταυροφόρους ιππότες, που πράγματι να τα παρέδωσαν στην επίσκοπο Κορίνθου περί το 14ο αιώνα, σε μία υποτιθέμενη διέλευση τους από την βορειοανατολική Πελοπόννησο.

18. Την εκκλησιαστική ακολουθία του Αγίου ιερομάρτυρα Βλασίου την έγραψε ο διανοούμενος μοναχός Αγάπιος Λάνδος (1585 – 1670) εκ Κρήτης. Στο υμνογραφικό σύγγραμμα έχουν προστεθεί επιπλέον επτά ύμνοι, που συνέθεσε ο Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Δημήτριος Μπόμπολας, ο οποίος διατέλεσε εφημέριος στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Κιάτου επί 62 συναπτά έτη (1900 – 1962). Ο δε αείμνηστος ιερέας είχε εκδώσει την υπόψη ακολουθία σε φυλλάδιο στα 1932 στο πρώτο ηλεκτροκίνητο τυπογραφείο του Κιάτου, που λειτουργούσε από το 1928 ο βιβλιοπώλης Οδυσσέας Ανδρούτσος (1906 – 1998). Επιπρόσθετα, ο καθηγητής αγιολογίας και σύγχρονος υμνογράφος Αντώνιος Μάρκου, με οικογενειακή καταγωγή από την Κάτω Συνοικία Τρικάλων, συνέταξε το έτος 2011 το κοινό πόνημα: «Παρακλητικός Κανών εις τους Αγίους Βλάσιον Επίσκοπον Σεβαστείας, Γεράσιμον τον εν Κεφαλληνία και Μακάριον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου, τους τιμώμενους εις Τρίκαλα Κορινθίας».

19. Το τηλέφωνο επικοινωνίας με την Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου είναι 27430-91210 και με το οικείο μετόχι του Αγίου Δημητρίου στην Ρίζα Ξυλοκάστρου είναι 27430-71222.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Ιστορικόν Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου. Βίος και πολιτεία του Αγίου μετά ακολουθίας και παρακλητικού κανόνος», Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου Άνω Τρίκαλα Κορινθίας, εκδοτική παραγωγή «ΣΑΪΤΗΣ», 2000.

2. «Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια. Προσκυνηματικός Οδηγός», Δημήτριος Θ. Κόκκορης, σελίδες 251 – 252, ιδιοέκδοση, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 1997.

3. «Ιστορικά του Ξυλοκάστρου», Κουτίβα Σταύρου, Αθήνα, 1962.

4. «St. Blaise», Johann Peter Kirsch, The Catholic Encyclopedia, Vol. 2, New York: Robert Appleton Company, 1907.

5. http://www.monastiria.gr/peloponisos/nomos-korinthias/iera-moni-agiou-vlasiou-korinthias.

6. http://www.korinthia.net/dim-xylokastrou--ano-trikala.htm.

7. http://www.vimaorthodoxias.gr/monastiria-tou-kosmou/iera-moni-agiou-blasiou-trikala-korinthias.

8. http://www.mythicalpeloponnese.gr//moni-agiou-blasiou-ano-trikala.

9. http://churchsynaxarion.blogspot.gr/2011/11/blog-post_19.html/ Παρακλητικός κανών εις τους Αγίους Βλάσιον Επίσκοπον Σεβαστείας, Γεράσιμον τον εν Κεφαλληνία και Μακάριον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου, ποίημα Αντωνίου Μάρκου (2011), Κέντρον Αγιολογικών Μελετών «Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής».

10. http://www.filoitrikalon.gr/Μονή Αγίου Βλασίου (Άνω Τρίκαλα).

11. http://www.johnsanidopoulos.com/2016/02/the-holy-monastery-of-saint-vlasios-in.html.


Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό



Εικόνα 18: Γενική άποψη της Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου, που βρίσκεται σε μία κατάφυτη τοποθεσία ανεπανάληπτου φυσικού κάλλους. (Πηγή φωτογραφίας: http://www.monastiria.gr /peloponisos/nomos-korinthias/iera-moni-agiou-vlasiou-korinthias).




Εικόνα 19: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής της ορεινής κωμόπολης των Τρικάλων Κορινθίας με τους τρείς ξεχωριστές συνοικίες. Με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται η Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου και με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται η θέση της σπηλαιώδους σχισμής που βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα του ιερομάρτυρα.




Εικόνα 20: Άποψη της μνημειακής εισόδου στον εξωτερικό περίβολο του μοναστηριού.




Εικόνα 21: Άποψη της εισόδου στον ανθοστόλιστο αυλόγυρο της μονής, μέσω ενός διαδρόμου που ξεκινά από την κύρια πύλη της.




Εικόνα 22: Άποψη του εξώστη της μονής στην ανατολική πλευρά του κτιρίου της τράπεζας και της αίθουσας εκθέσεων, από όπου οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν την καταπληκτική θέα του καταπράσινου εδαφικού ανάγλυφου των Τρικάλων.



Εικόνα 23: Το εσωτερικό της αίθουσας εκθέσεων της μονής, όπου διατίθενται προς πώληση θρησκευτικές εικόνες, βιβλία, αλλά και εργόχειρα προϊόντα της γυναικείας αδελφότητας.




Εικόνα 24: Το εσωτερικό της τράπεζας της μονής. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, σελίδα 23).




Εικόνα 25: Η ιδιοκατασκευή του εσωτερικού κωδωνοστασίου της μονής με τις καμπάνες και τα σήμαντρα. Στα δεξιά διακρίνεται το βορειοανατολικό τμήμα του ιερού ναού (καθολικό) του Αγίου Βλασίου.




Εικόνα 26: Νεότερη ευμεγέθης εικόνα του Αγίου Βλασίου, που είναι αναρτημένη στον βόρειο τοίχο του καθολικού και φέρει περίτεχνη κορνίζα, διακοσμημένη με ξυλόγλυπτα θέματα.



Εικόνα 27: Άποψη του καθολικού της μονής, όπως φαίνεται από το υπερώο του γυναικωνίτη. Εκτός από το μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας ξυλόγλυπτο τέμπλο, εξαιρετική είναι και η ξύλινη πλαισιωτή οροφή του ναού με τον πολυέλαιο και τα κρεμασμένα καντήλια.



Εικόνα 28: Αγιογραφία με την εικονογραφική σκηνή της ανόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, επί της επιφάνειας του ανοίγματος του τρίτου τυφλού τόξου του καθολικού, το οποίο παραδόξως παραβλέπεται, μάλλον γιατί το ένα σκέλος του καλύπτεται από το κλιμακοστάσιο του πρόσθετου υπερυψωμένου γυναικωνίτη. Η παράσταση φιλοτεχνήθηκε από τον ζωγράφο Νικόλαο Σαντοριναίο το έτος 1918.




Εικόνα 29: Άποψη των κτιριακών εγκαταστάσεων της μονής του Αγίου Βλασίου από τα νότια, πριν διαμορφωθεί ο ανθόκηπος στον υπαίθριο χώρο. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται το καθολικό, που ουσιαστικά πρόκειται για ένα απλό μονόχωρο κτίσμα, χωρίς να διαθέτει κάποιο αξιόλογο αρχιτεκτονικό γνώρισμα. Ακριβώς δίπλα του ανοίγεται η νότια πυλίδα του περιβόλου. (Πηγή φωτογραφίας: http://web-greece.gr/destinations/trikala-korinthias).




Εικόνα 30: Το νεότευκτο παρεκκλήσιο προς τιμήν «της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου και των Αγίων εν Κρήτη Δέκα Μαρτύρων», που βρίσκεται στον υπαίθριο χώρο στα νότια του περιβόλου της μονής.




Εικόνα 31: Στα νότια του περιβόλου της μονής έχουν διευθετηθεί χώροι ανάπαυσης και αναψυχής για τους επισκέπτες, με την κατασκευή κτιστών καθισμάτων και τραπεζιών.




Εικόνα 32: Ο ναΐσκος στο τέλος του πλακόστρωτου καλντεριμιού, εντός του οποίου είναι τοποθετημένο ένα ομοίωμα μίας προσευχόμενης μοναχής σε φυσικό μέγεθος. Απέναντι διακρίνεται η απότομη βραχώδης πλευρά της ρεματιάς με την σπηλαιώδη σχισμή, όπου βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Βλασίου. Λέγεται ότι μέσω ενός κρυφού περάσματος, η σπηλαίωση συνεχίζονταν περαιτέρω στον βράχο και πως εκεί κρύβονταν οι Έλληνες αγωνιστές για να διαφύγουν από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1821.



Εικόνα 33: Παράσταση της «Δεόμενης Θεοτόκου» σε κόγχη στον αυλόγυρο της μονής.



Εικόνα 34: Το καλαίσθητο εικονοστάσι του Αγίου Βλασίου μαζί με μία λίθινη κρήνη, στα αριστερά της κεντρικής πύλης της μονής, που προϊδεάζουν για την περιρρέουσα γαλήνια ατμόσφαιρα.
Δημοσίευση: Οκτωβρίου 24, 2017

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΑΝΩ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator