Νίκος Καββαδίας: Σαν σήμερα «απέπλευσε» ο ποιητής των θαλασσών

0



Σαν σήμερα, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, ο ποιητής των θαλασσών Νίκος Καββαδίας ξεκινάει για το τελευταίο και μεγάλο ταξίδι της ζωής του. «Όλα τα πράγματα έχουν τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα.»

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.


Το 1914, με το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιαννη Τσαρουχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοεμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος».


Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη«. Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο «Κορινθία». Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.


Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966 γιου της ανιψιάς του Έλγκας.


Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε «ποστάλι» (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.


Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.

Αναπόληση μιας εποχής

Η γνωριμία μου με τον ποιητή ανάγεται στην εποχή ακριβώς της σύνθεσης των Μαραμπού του. Στην αρχή συναντιόμαστε σε έναν ευρύτερο κύκλο φιλολογούντων και παραφιλολογούντων στο Ζαχαροπλαστείο «Παλλάδιον» της Πανεπιστημίου. Εκεί ο Καββαδίας, όπως εύκολα μπορεί να το φανταστεί κανένας, αποτελούσε το επίκεντρο της συντροφιάς, γιατί τα ποιήματα που απάγγελνε, ένα είδος πρωτόγνωρο για τον τόπο μας, και οι αφηγήσεις για ταξίδια σε μέρη άγνωρα του τόσο κλειστού για την εποχή εκείνη κόσμου, που πρώτη φορά ακούγονταν από το στόμα του ποιητή, προκαλούσαν σ’ όλους εκστασιασμό, θαυμασμό και απορία. Και ο ποιητής δεν έπαυε και να απαγγέλλει και να αφηγείται με τον χαρακτηριστικό τόνο και το σπάσιμο της φωνής του. Και ξαφνικά γινόταν σοβαρός, ρεμβαστικός, ονειροπόλος και αμίλητος. Το πνεύμα του προφανώς ταξίδευε στους μακρινούς του τόπους.
Αργότερα η συντροφιά έγινε πιο κλειστή. Αραίωσαν οι συνάξεις στο «Παλλάδιο». Ο Καββαδίας ήθελε τις συναντήσεις σε πιο περιορισμένο κύκλο και σε άλλο χώρο. Και μας καλούσε στο σπίτι του στον Πειραιά. Το σπίτι, χαρακτηριστική τυπική αστική κατοικία της εποχής. Η είσοδος στο δρόμο. Και έμπαινες σε έναν στεγασμένο αύλειο διάδρομο που σε κάποιο βάθος του άρχιζε η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πρώτο πάτωμα όπου βρισκόταν η κατοικία. Στην κορφή της η σκάλα είχε ένα καγκελόφραχτο πλατύσκαλο. Πηγαίναμε συντροφιά, ξεκινώντας από την Αθήνα, με τον ξεχωριστό ποιητή Νίκο Παππά, που τον λογαριάζω τον πρώτο πνευματικό μου ποδηγέτη και δάσκαλο, και τον χαμένο πάνω στον ανθό της νιότης του λαμπρό και ελπιδοφόρο διανοούμενο Νίκο Μπούρα, συνεκδότη νωρίτερα με τον Νίκο Παππά στα Τρίκαλα του εξαίρετου περιοδικού Επαρχία, που είχε αποτελέσει σταθμό για την ποιότητα και τις πρωτοπόρες για την εποχή θέσεις του στον επαρχιακό περιοδικό τύπο, με πανελλήνια προβολή και ακτινοβολία. Ο Καββαδίας, μόλις το συρματόσκοινο που τραβιόταν από ψηλά άνοιγε την εξώπορτα και μπαίναμε, παρουσιαζόταν στο κάγκελο του πλατύσκαλου που έμοιαζε με κουπαστή γέφυρας καραβιού, φορώντας άλλοτε ναυτικό πηλίκιο και άλλοτε ναυτικό σκούφο και χρυσές επωμίδες. Και έπειτα από ένα παρατεταμένο σφύριγμα με τη ναυτική του σφυρίχτρα και άλλο ένα σφύριγμα βαποριού (αυτό με το στόμα), μας υποδεχόταν εγκάρδια, απαγγέλλοντας κάποιους του στίχους.
Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, εκτός από τον Νίκο, τον Κόλια όπως προσωνομαζόταν στο οικογενειακό περιβάλλον, παραβρίσκονταν πάντιτε η μητέρα του, ευγενέστατη αρχοντόθωρη δέσποινα και η αδελφή του η Τζένια. Και τις πιο πολλές φορές και ο άλλος του αδερφός ο Μίκιας. Καλή τους ώρα και των δυο. Θα πρέπει εδώ να πως η Τζένια Καββαδία είναι μια εξαίρετη διανοούμενη Κυρία, που εκτός από την πλατιά και βαθιά της καλλιέργεια, διέθετε και ένα ταλέντο συγγραφικό όχι συνηθισμένο, που δείγματά του είχαν φανεί στα διηγήματα που δημοσίευε εκείνη την εποχή, κυρίως στο λογοτεχνικό περιοδικό του Πειραιά Ρυθμός, στου οποίου τον εκδοτικό κύκλο ανήκε. Είναι κρίμα το ότι δεν έδωσε συνέχεια στο συγγραφικό έργο της. Προτίμησε, ίσως, να μείνει στη σκιά του εμπνευσμένου αδερφού της, θεματοφύλακας του έργου και της μνήμης του. Ας είναι!
Εκτός από την οικογένεια, στη συντροφιά βρίσκονταν και μερικοί άλλοι φίλοι, κυρίως από την ομάδα του Ρυθμού. Μ’ όλο που στις συνάξεις αυτές υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι άνθρωποι, κιόλας καταξιωμένοι από το έργο τους και με στέρεη πνευματική υποδομή, η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του Κόλια κυριαρχούσε. Πότε με την ποίηση, πότε με τις αφηγήσεις. Εκείνη την εποχή ο Κόλιας ήταν συνεπαρμένος με τη μορφή και την ποίηση του Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο Εμμανουήλ, πρόωρα σχετικά και αυτός χαμένος, μα και πρόωρα ξεχασμένος και άδικα αγνοημένος από ορισμένους από εκείνους που ή τους έταξαν ή αυτόκλητα ανέλαβαν να καταγράψουν τα πρόσωπα και τα γεγονότα που απαρτίζουν την ιστορία της λογοτεχνίας μας, εκπροσωπούσε στον τόπο μας, στην εποχή του, τον αισθητισμό, που τον εξέφραζε στην ποίηση και τον βίωνε σαν ανθρώπινη παρουσία. Ο Καββαδίας τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε απεριόριστα. Του είχε μάλιστα αφιερώσει ένα από τα χαρακτηριστικά ποιήματά του, το «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», αναφορά και κατά κάποιον τρόπο απάντηση σε ένα ποίημα του ίδιου του Εμμανουήλ. Προσωπικά δεν τον εγνώριζε. Και ούτε ήθελε για καιρό να τον γνωρίσει, γιατί όπως μας έλεγε, δεν ήθελε να χαθεί «η γοητεία της αποστάσεως». Και ίσως ήταν και ο φόβος που είχε εκφράσει στο ποίημα του, με τους στίχους:

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ʼτανε
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.

Τελικά, έπειτα από πολλές παροτρύνσεις και μεσολαβήσεις, αποφασίστηκε η συνάντηση και η γνωριμία. Κληθήκαμε λοιπόν να παρευρεθούμε στη συνάντηση αυτή, κάποιο απόγευμα στο σπίτι των Καββαδία. Όταν πήγαμε, πριν από τον Εμμανουήλ, ο Κόλιας νευρικός και ανήσυχος, ετοίμαζε τις σφυρίχτρες του, τις επωμίδες του, τα πηλίκιά του για την υποδοχή. Και όταν χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ο Εμμανουήλ, ο Κόλιας σφύριξε με τη σφυρίχτρα του, σφύριξε και σαν βαπόρι, μα ώσπου ν’ ανέβει ο Καίσαρας τη σκάλα, το έσκασε από κάποια πίσω πόρτα κι εξαφανίστηκε. Και μείναμε όλη η συντροφιά με τον Εμμανουήλ, αλλά χωρίς τον Καββαδία. Για την ιστορία, έπειτα κάποτε συναντήθηκαν, κάποτε γνωρίστηκαν. Οι καιροί και οι συνθήκες μας χώρισαν, αλλά αν οι πληροφορίες μου δεν είναι λαθεμένες, οι φόβοι του Κόλια βγήκαν σωστοί. Η γνωριμία άμβλυνε το θαυμασμό και η προσωπική επαφή φαίνεται πως πραγματικά οδήγησε στην κατάλυση «της γοητείας της αποστάσεως».
Ο Καββαδίας ήταν φύση παράξενη και ιδιόρρυθμη. Τον χαρακτήριζε το ονειροπόλημα του ποιητή, το ταμπεραμέντο του ναυτικού και η καλοσύνη του μικρού παιδιού, του άφθαρτου, του αλώβητου, του παιχνιδιάρικου και αυτάρεσκου. Και όλ’ αυτά μαζί, συνθέτανε την ανεπανάληπτη προσωπική γοητεία του. Πέρα από το ποιητικό έργο του, μας κληροδότησε και την ανθρωπιά του, αναπόσπαστο στοιχείο για τη συναρμογή μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που θα μείνει στη μνήμη μας άσβεστη και πάντοτε πολύ αγαπητή.

Παν. Χρ. Χατζηγάκης, Προσβάσεις, Οι Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1990, σ. 19-22.

«Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα»

Γνώρισα τον Κολλια Καββαδία την άνοιξη το ’46. Ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη κάθε βδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες, δε θυμάμαι καλά. Του είχα στείλει ένα βιβλίο μου. Ζήτησε να με γνωρίσει. Κανείς δεν καταδεχόταν να γνωρίσει έναν νέο. Ο Καββαδίας το ’κανε. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του ανθρώπου που δεν έχει καμιά πόζα, καμιά έπαρση για το έργο του. Είχε καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μας. Για την ηλικία αυτή, δεκαπέντε χρόνια ήταν μεγάλη απόσταση. Ήταν σαν να είμαστε φίλοι. Κι αυτό νομίζω το διατήρησε σ’ όλα τα χρόνια του, κάνοντας παρέα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αρκετά μεγάλος, παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις. Προτιμούσε να μιλάει, να διηγείται ανέκδοτα, ιστορίες του, ίσως εκεί με κάποια υπερβολή, με μια χαριτωμένη υπερβολή. Ένα βράδυ, σε μια παρέα, τέσσερις πέντε ανθρώποι, αφού ήπιαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, είπαμε ανέκδοτα, έπιασα εγώ την κιθάρα και είπα: «Τώρα σας έχω μια έκπληξη» και άρχισα να τραγουδάω στίχους του Καββαδία, σε γνωστά μοτίβα της εποχής, ιδίως σε ρεμπέτικα. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι είχα μεταφέρει το «έβραζε το κύμα του γαρμπή, είμαστε και οι δυο σκυφτοί στο χάρτη» στο ρυθμό του «Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ, το κορμί μου εγώ κι αν το πουλώ». Εγώ το χαιρόμουν αυτό. Κι η παρέα το χάρηκε πολύ. Ο Καββαδίας μάλλον δυσφόρησε. Το φυσικό του τραύλισμα έγινε περισσότερο. Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφραστεί.
– Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
– Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι… κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
– Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
– Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
– Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ραδιοφωνική συνέντευξη μετά τον θάνατο του Καββαδία, στην Αίμυ Κροκίδη. Από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-θάλασσα-ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 72009 (2004), σ. 116-117.

«Ο φίλος μου ο Μαραμπού»

Με τον Νίκο Καββαδία, «τον ποιητή της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», γνωριστήκαμε στην Αλεξάντρεια το 1947, θα ʼταν άνοιξη. […] Ήταν τότε ασυρματιστής στο «Κορινθία», που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Αλεξάντρεια – Τζένοβα – Μασσαλία –Αλεξάντρεια – Πειραιά. Είχε έρθει μ’ ένα γνωστό μου, τον Νίκο Κεραμόπουλο, χημικό, «γιατί δεν ήξερε το δρόμο», μάλλον για να παίρνει κουράγιο, γιατί ήταν πραγματικά ντροπαλός. Πριν ακόμα καθίσει άρχισε ν’ απαγγέλνει:

Κι εγώ θυμάμαι κάποια δειλινά
στης Εθνικής Βιβλιοθήκης τη μεγάλη σάλα

Ήταν οι πρώτοι στίχοι από το μοναδικό ποίημα που είχα δημοσιέψει στην Αλεξαντρινή Τέχνη (Μάιος 1930). Το μυαλό του ήταν γεμάτο από στίχους λησμονημένων ή αποτυχημένων ποιητών. Μόλις του σύστηνες κάποιον αμέσως απάγγελνε στίχους του. Ήταν ένας τρόπος να γίνεται πιο γρήγορα η ψυχική επαφή. Τον είδα να κάνει το ίδιο με τον Γλαύκο Αλιθέρση και τον Νικόλα Φύλλα. […] Ο Κόλιας είχε φέρει μαζί του και καμιά δεκαριά αντίτυπα από το Πούσι, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μου χάρισε ένα αντίτυπο, τα υπόλοιπα ανάλαβα να τα πουλήσω. Γίναν ανάρπαστα από τους φίλους της «Πνευματικής Εστίας».
Εκείνο το πρωί ο Κεραμόπουλος είχε δουλειά. Μου άφησε τον Κόλια κι έφυγε. Σε καμιά ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Μικές Χαλκούσης. Ο Κόλιας γνώριζε τον Γιάννη Χαλκούση, της Πόλης, και την κόρη του την Ελένη Χαλκούση, την πρωταγωνίστρια, της είχε μάλιστα αφιερώσει ένα ποίημα στο Πούσι […]. Πιάσανε την κουβέντα την κουβέντα και τ’ ανέκδοτα, ο Κόλιας έλεγε για τους Χιώτες κι ο Μικές για τους Κεφαλλονίτες. Άντε πια να κάνεις δουλειά, τα δύο τηλέφωνα χαλούν τον κόσμο, και οι πελάτες να περιμένουν στον αντιθάλαμο. Σηκώθηκε ο Μικές να πάρει τον Κόλλια στο γραφείο του. «Εντάξει», τους λέω, «αλλά ο Κόλιας το μεσημέρι θα φάει σπίτι μου, ξηγημένα πράματα». Συμφώνησε ο Κόλιας μόνο μου έβαλε όρο να βρίσκεται στο καράβι του μισή ώρα πριν από το πρώτο σφύριγμα της σειρήνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είχα αυτοκίνητο. Αργότερα όμως κατάλαβα κι αυτό το πλέγμα του φίλου μου: ζούσε με την αγωνία μήπως και φύγει το καράβι του και μείνει ξέμπαρκος. Έτυχαν στιγμές μεγάλης έξαρσης κι ευτυχίας, που πάντα τις φαρμάκωνε μ’ ένα «Τι ώρα είναι;», κάθε τόσο.
Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Αμπντού μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε, κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Αμπντού κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις. […]

Στρατής Τσίρκας, «Ο φίλος μου ο Μαραμπού», Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία, Πολύπτυχο, Αθήνα 1982, σ. 17-20.

«Είχε τη συστολή μικρού παιδιού»

Έπλαθε φανταστικές ιστορίες κι έλεγε ψέματα, όχι για να ξεγελάσει ή να κερδίσει κάτι τι, μα για να διασκεδάσει τους συνομιλητές του ή να τους κάνει ν’ αλλάξουν την άδικη γνώμη τους για κάποιον που ο ίδιος αγαπούσε. Είχε τη συστολή μικρού παιδιού και ήταν αμέτρητες οι φορές που όταν τον ρωτήσαν «Μα είσθε ο ποιητής Καββαδίας; ο Μαραμπού;» κοκκίνιζε κι απαντούσε «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα». Και την ίδια ώρα μπορούσε ν’ αποσυρθεί σε μια γωνιά για να γράψει πίσω από κάποιο πακέτο τσιγάρων στίχους που αργότερα, ολοκληρωμένοι σε ποίημα, θα έκαναν τόσο μοναδική τη φωνή του στη νεοελληνική ποίηση. Είναι γνωστό, άλλωστε, στους στενότερους φίλους του, πως το θαυμάσιο εκείνο ποίημά του «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» το έγραψε πάνω στο μάρμαρο ενός τραπεζιού σ’ ένα μικρό καφενείο του Πειραιά και βασανίστηκε να πείσει το έξαλλο γκαρσόνι να μην το σβήσει μέχρι που να φέρει χαρτί για να το αντιγράψει.

Ανδρέας Μοθωνιός, «Νίκος Καββαδίας», Ημερησία, 16/2/1975, σ. 10.

«Η μοναξιά είναι παντού η ίδια»

Τον παρακολουθούσα όση ώρα μου διάβαζε τους στίχους του. Ήταν ατημέλητος. Παλιοπαντέλονο δίχως τσάκιση, το αιώνιο σκούρο πουλόβερ με το γυριστό γιακά κι ο αχώριστος σκούφος στο κεφάλι. Μια μορφή αλλόκοτη, πικρή, μοναχική, στερημένη. Το μάτι στρογγυλό σαν του ψαριού˙ γυμνό, ανελέητο, άλλοτε γεμάτο ακοίμητη έννοια κι άλλοτε πάλι να μπιρμπιλίζει μέσα του όλη η κεφαλλονίτικη και η κινέζικη πονηριά του. Ένας συμπαθητικά άσχημος άντρας. Ο ίδιος νιώθει σαρκαστική ευχαρίστηση όταν σκιτσάρει με τρεις φράσεις τον μαρκονιστή του «Πυθέα» στη Βάρδια, δηλαδή τον εαυτό του:

…Κοντός, κάτου από το κανονικό, με αραιωμένα μαλλιά. Φορούσε χακί βρακί, που κρατιόταν στη μέση του μονάχα από το πρώτο κουμπί. Τ’ άλλα λείπανε. Το ʼνα του αυτί έγερνε κι ήταν μεγαλύτερο από το άλλο.

Απορροφημένη καθώς ήμουν απ’ αυτές τις σκέψεις, δεν κατάλαβα ότι είχε σταματήσει και με κοίταζε. Στα λεπτά του χείλη έπαιζε εκείνο το μοναδικό, το ακαταμάχητο αλεπουδίσιο χαμόγελό του:
– Κοίταξέ με καλά… είμαι σα σκαραβαίος. Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος. Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί˙ δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας το σκοτάδι των πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι… Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τ’ όνειρά μας… Μάταια… μάταια… όλα ήταν μάταια…

Κούβελα-Τασιάκου Φλέρρυ, «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής φιλόσοφος. Αφιέρωμα στον μαρκονίστα ποιητή, τον αέναο εραστή της θάλασσας και της γυναίκας, για τα τρία χρόνια από το θάνατό του – Η τελευταία συνέντευξή του», Γυναίκα, τ. 736/11-4-1978.

Αποχαιρετιστήριος λόγος

«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας
τους ναυτεργάτες, το πιο θλιβερό ραπόρτο… Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκουρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χτες αργά έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου μαραμπού, να μη γρυλίζουν πια. «Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε…», μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα… Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου… Όλα άργησαν για σένα. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι σου το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ʼχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο απ’ τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…

Ο επικήδειος του συναδέλφου του ναυτεργάτη Χρήστου Παντελίδη.

Δημοσίευση: Φεβρουαρίου 10, 2017

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "Νίκος Καββαδίας: Σαν σήμερα «απέπλευσε» ο ποιητής των θαλασσών"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator