ΤΟ ΟΧΥΡΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΙΚΥΩΝΑΣ

0


Ένα μεμονωμένο μνημείο στην περιοχή του Μεγάλου Βάλτου Κορινθίας, που αντανακλά την αμυντική οργάνωση της αρχαίας Σικυώνιας χώρας



Εικόνα 1: Τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του ορθογώνιου πύργου, ο οποίος υψωνόταν στο μέσο του φρουριακού συγκροτήματος του ύστερου 4ου/πρώιμου 3ου αιώνα π.Χ..


Στα νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού Μεγάλος Βάλτος (ή Μεγάλη Βάλτσα) Κορινθίας και κοντά στη νότια όχθη του ρέματος Σελίανδρος, υπήρχε στην αρχαιότητα ένα μικρό οχυρό της Σικυώνας, από το οποίο είναι ορατά μόνο τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του κεντρικού ορθογώνιου πύργου. Η ευρύτερη περιοχή φέρει το τοπωνύμιο «Ελληνικό», που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την παρουσία του αρχαιοελληνικού οικοδομήματος. Με την ίδια επωνυμία προσδιορίζεται το μνημείο και από τους αρχαιολόγους, αλλά από τους ντόπιους κατοίκους το μέρος αποκαλείται ως «Λοιμικό» ή το «Κτίριο»(1), ενώ με το τελευταίο προσωνύμιο αποτυπώνεται στους δημόσιους κτηματολογικούς χάρτες. Κατά μία αμφίβολη εκδοχή, η ονομασία «Λοιμικό» εικάζεται πως μπορεί να αποτελεί παραφθορά της ονομασίας «Ελληνικό», πλην όμως κυριολεκτικά σχετίζεται άμεσα με τον «λοιμό», που μία από τις έννοιες του είναι «καταστροφή», παραπέμποντας έμμεσα στην ερειπιώδη κατάσταση της αρχαίας οχύρωσης. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι στους λεπτομερείς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, το τοπωνύμιο «Λοιμικό» εμφανίζεται στα νοτιοανατολικά του οικισμού Λαλιώτη, πάνω από τη νότια όχθη του ρέματος Σελίανδρος, ενώ ως τοπωνύμιο απαντάται συχνά στον Ελληνικό χώρο.

Η οδική πρόσβαση στην τοποθεσία είναι εύκολη, καθώς βρίσκεται πλησίον του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από το Κιάτο απευθείας στον Μεγάλο Βάλτο. Φθάνοντας στον οικισμό του Πασίου, ο επίδοξος ενδιαφερόμενος θα πρέπει να διανύσει 11 χιλιόμετρα, διερχόμενος μέσα από τον συνοικισμό των Βαλτσαίικων, και να σταματήσει σε μία διασταύρωση με αγροτικούς δρόμους, λίγο πριν το εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Στη συνέχεια, απαιτείται να κατευθυνθεί προς την πλαγιά του σχηματιζόμενου γήλοφου προς τα νοτιοδυτικά(2) και έπειτα από μία ελαφρά πεζοπορία περίπου 80 μέτρων στις παρυφές ενός ελαιώνα, θα αντικρύσει τον ερειπωμένο αιωνόβιο πύργο, ο οποίος συνιστά έναν ακόμα αδιάψευστο μάρτυρα του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Σικυώνας.



Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής του Μεγάλου Βάλτου, όπου επισημαίνονται οι θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, οι οποίες αναφέρονται στο παρόν άρθρο. (1): οχυρό «Ελληνικό», (2): αρχαίο πηγάδι, (3): εντοπισμένο τμήμα αρχαίας οδού, (4): κατάλοιπα Βυζαντινής εκκλησίας, (5): εξωκλήσι Αγίας Μαρίνας.


Το μνημείο εξετάστηκε επίσημα για πρώτη φορά περί το 1906 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ανδρέα Σκιά (1861–1922), ο οποίος όμως δεν προχώρησε σε μία ανασκαφική δραστηριότητα. Αργότερα στα 1937, το επισκέφτηκε ο ιστορικός Ernst Meyer (1898–1975), που διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα αρχαίο οχυρό με κεντρικό αμυντικό πύργο, καθώς τότε η βλάστηση πρέπει να ήταν πολύ χαμηλή, μάλλον εξαιτίας της ποιμνιοβοσκής, επιτρέποντας την επισκόπηση ολόκληρου του περιγράμματός του. Ο Γερμανός ακαδημαϊκός σχεδίασε την κάτοψή του με επαρκή πιστότητα και προέβη σε μία αρκετά ενδελεχή καταγραφή των διατηρούμενων καταλοίπων. Η οχύρωση μνημονεύεται συνοπτικά ως αρχαιολογική θέση της Σικυωνίας και από τον διακεκριμένο αρχαιολόγο Νικόλαο Φαράκλα (1939–2021). Η δε ταυτότητά του ως φρουριακή εγκατάσταση πιστοποιήθηκε από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο, στα πλαίσια της μεθοδικής αρχαιολογικής έρευνας επιφανείας, που διεξήγαγε στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, κατά τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002.

Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου, τα περιμετρικά δομικά ίχνη του μικρού οχυρού φαίνεται ότι επιχωματώθηκαν ή καλύφθηκαν εντελώς από θάμνους και πουρνάρια. Οι δύο ανώτερες σειρές δόμων της βορειοδυτικής και βορειανατολικής τοιχοποιίας του πύργου φέρονται να κατέπεσαν τη δεκαετία του 1960, ενώ η νοτιοανατολική πλευρά του κατέρρευσε ολοσχερώς σε μία αδιευκρίνιστη εποχή, μάλλον αρκετά μακρινή, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ernst Meyer παραθέτει ότι στα 1937 διασωζόταν μόνο ο τοιχοβάτης της. Μάλιστα αρκετοί από τους αποσπασμένους δόμους εντοπίζονται διάσπαρτοι στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου. Επιπλέον, στο βορειοδυτικό τμήμα του στρατιωτικού συγκροτήματος πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερα χωματουργικές εργασίες με τη χρήση εκσκαφέα, προκαλώντας σοβαρή ζημιά στις θεμελιώσεις του αμυντικού περιβόλου του. Σήμερα το μέρος γύρω από τον κεντρικό πύργο εξακολουθεί να είναι κατάφυτο, με συνέπεια να μην καθίσταται αντιληπτή η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του αμυντικού έργου, για την ενδεικτική περιγραφή του οποίου θα στηριχτούμε στις σχετικές αναφορές και εκτιμήσεις του Ernst Meyer και του Γιάννη Λώλου.



Εικόνα 3: Άποψη του κεντρικού πύργου από τα νοτιοανατολικά. Η κείμενη πλευρά του σε αυτή την κατεύθυνση κατέρρευσε ολοσχερώς σε άγνωστο χρόνο και οι δόμοι της πιθανότατα κατέπεσαν στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου.


Το Σικυώνιο οχυρό στην αυθεντική μορφή του είχε επίμηκες σχήμα, μέγιστων οριζόντιων διαστάσεων 52 Χ 24 μέτρα, με τη διαφαινόμενη περίμετρο των τειχών του να υπολογίζεται σε 160 μέτρα κατά συμβατική προσέγγιση. Ο δε κεντρικός πύργος ουσιαστικά το διαχώριζε σε δύο εκατέρωθεν δομικές πτέρυγες. Σύμφωνα με το σχέδιο της κάτοψης του Ernst Meyer, το περίγραμμα της νοτιοδυτικής πτέρυγας διαγράφεται από λαξευμένες θεμελιώσεις στο βραχώδες υπόστρωμα και απαρτίζεται από δύο τετράγωνα μέρη, εκ των οποίων το μικρότερο νοτιοανατολικό προεξέχει του περιβόλου, δίνοντας την εντύπωση ότι ενδεχομένως να αντιστοιχεί σε ένα πυργοειδή προμαχώνα, διαστάσεων 10,50 Χ 10,50 μέτρα. Ωστόσο, στο βορειοδυτικό τμήμα του αμυντικού περιβόλου της συγκεκριμένης οικοδομικής ενότητας, ο Γιάννης Λώλος εντόπισε κατάλοιπα κρηπιδώματος ισοδομικής τοιχοποιίας, με συνέπεια η σχεδιαστική απόδοση του Γερμανού ιστορικού να χρήζει επανεξέτασης, κατόπιν αποψιλώσεως της εδαφικής έκτασης από την πυκνή βλάστηση. Επίσης, εξωτερικά και κατά μήκος της νοτιοδυτικής πλευράς του κεντρικού πύργου διευθετείται ένας λαξευμένος αναβαθμός, ο οποίος πιθανώς χρησιμοποιείτο ως υπερυψωμένος διάδρομος.

Η βορειοανατολική πτέρυγα μάλλον διαιρείται επίσης σε δύο χώρους και προσδιοριζόταν από τους θεμέλιους δόμους των περιμετρικών τειχών, που οι περισσότεροι εξ’ αυτών διασώζονταν στη θέση τους, όταν επισκέφτηκε το μνημείο ο Ernst Meyer, αλλά σήμερα δεν διακρίνονται. Επιπλέον, στα νοτιοανατολικά και βορειοδυτικά του κεντρικού πύργου δημιουργούνταν άλλες δύο διαμερισματώσεις, οι οποίες πρέπει να ήταν ανεξάρτητες από τις πλαϊνές πτέρυγες. Όσον αφορά την πύλη του φρουριακού συγκροτήματος, στο σχέδιο του Μeyer υποδεικνύεται με ερωτηματικό ότι βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα του περιτειχίσματος, ενώ ο ίδιος δεν επισημαίνει κάποια από τις πιθανολογούμενες υποδιαιρέσεις του εσωτερικού ως κτίριο στρατωνισμού της φρουράς.



Εικόνα 4: Η κάτοψη του οχυρού με βάση το σχέδιο που εκπόνησε ο Ernst Meyer. (Π): κεντρικός πύργος, (ΠΠ): πιθανός πυργοειδής προμαχώνας, (ΕΧ): επιμέρους χώροι, (Δ): πιθανός διάδρομος. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, b. 1)


Ο κεντρικός ορθογώνιος πύργος έχει οριζόντιες διαστάσεις 7,50 Χ 8,90 μέτρα και υφίστανται αποσπασματικά οι τρεις από τις τέσσερις πλευρές του. Εξ’ αυτών η νοτιοδυτική πλευρά αποτελείται πλέον μόνο από τρεις σειρές δόμων, φθάνοντας σε ύψος μόλις τα 1,22 μέτρα. Από τον απέναντι βορειοανατολικό τοίχο διασώζονται πέντε σειρές δόμων(3), ισοδυναμώντας στο ύψος των 1,80 μέτρων, ενώ εκτείνεται σε ανάπτυγμα 5,85 μέτρων, που δεν αναλογεί σε ολόκληρο το αρχικό μήκος του. Η δε μακρύτερη βορειοδυτική πλευρά διατηρείται καλύτερα διαθέτοντας επτά σειρές δόμων, οι οποίες ανέρχονται σε ένα ύψος 2,80 μέτρων. Τη δεκαετία του 1930, τόσο στον βορειοδυτικό, όσο και στον βορειοανατολικό τοίχο, υπήρχαν επιπλέον από μία και δύο σειρές δόμων αντίστοιχα, όπως φαίνεται σε μία φωτογραφία της εποχής.



Εικόνα 5: Άποψη του κεντρικού πύργου τη δεκαετία του 1930, όταν διατηρούνταν επιπλέον σειρές δόμων στη βορειοδυτική και βορειοανατολική πλευρά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, page 247, figure 4.91).


Ο αμυντικός πύργος είναι κατασκευασμένος από ευμεγέθεις τετραγωνισμένους δόμους, τοπικού κροκαλοπαγούς πετρώματος, με τέλεια εφαρμογή του ισοδομικού συστήματος τοιχοποιίας, καθώς οι ενώσεις των επάλληλων σειρών ανταποκρίνονται απολύτως στο μέσο των υπερκείμενων και υποκείμενων δόμων. Το πάχος της κάθε σειράς είναι περίπου ένα μέτρο, αλλά το ύψος τους μεταβάλλεται βαθμιαία από 42 σε 37 εκατοστά κατά ανοδική φορά. Επίσης και το μήκος εκάστου μεμονωμένου δόμου μειώνεται στις ανώτερες σειρές από 80 σε 77 εκατοστά. Σε ορισμένα σημεία το τοίχωμα συνίσταται από δύο στοίχους μικρότερων δόμων προσαρμοσμένων άρτια κατά πλάτος, που επικαλύπτονται πάντοτε από ένα συμπαγή κατεργασμένο δόμο.

Η υλικοτεχνική διαμόρφωση της περαιτέρω ανωδομής του αμυντικού έργου είναι αδιευκρίνιστη. Ίσως να συνεχιζόταν με παρόμοια λίθινη ισοδομική τοιχοποιία, διαθέτοντας τουλάχιστον ένα ή δύο επιπλέον ορόφους και προσλαμβάνοντας με αυτή την αρχιτεκτονική τεχνοτροπία ένα λίαν επιβλητικό παρουσιαστικό. Ωστόσο, εξίσου αληθοφανώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα ανώτερα τοιχώματά του ήταν κτισμένα με ωμόπλινθους, μία οχυρωματική πρακτική που συνηθιζόταν στην αρχαία Ελλάδα ιδιαίτερα κατά τους Κλασσικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, προς εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων.



Εικόνα 6: Η νοτιοδυτική πλευρά του κεντρικού πύργου, που διατηρείται σε τρεις σειρές κατεργασμένων δόμων.


Η είσοδος στο εσωτερικό του πύργου διαγράφεται στον βορειοανατολικό τοίχο, κοντά στη βόρεια γωνία της υποδομής, απέχοντας από αυτή 1,55 μέτρα, και σήμερα είναι φραγμένη από πεσμένους ογκώδεις δόμους. Το κατώφλι της έχει εύρος 1,14 μέτρα και οι εκατέρωθεν δόμοι λειτουργούσαν ως παραστάδες. Η δε νοτιοανατολική (αριστερή) παραστάδα διαθέτει μία λαξευμένη ταινία, πάχους 5 εκατοστών και πλάτους 30 εκατοστών, που πλαισιώνει το εξωτερικό άκρο της. Αυτή η προεξοχή εξυπηρετούσε ως ανάσχεση για τη μάλλον ξύλινη θύρα, η οποία άνοιγε προς το εσωτερικό του κτίσματος. Στον δόμο της τρίτης σειράς διακρίνεται μία ορθογώνια εσοχή, διαστάσεων 7 Χ 9 εκατοστών, που προφανώς προοριζόταν για τη στερέωση της οριζόντιας ξύλινης δοκού ασφαλείας της θύρας. Όμως δεν υφίσταται πλέον η ανταποκρινόμενη υποδοχή στη βορειοδυτική (δεξιά) παραστάδα, καθώς η επιφάνεια του συναφή δόμου είναι πολύ φθαρμένη. Επίσης, εντός του πύργου βρέθηκαν κεραμίδια οροφής Λακωνικού τύπου, υποδηλώνοντας ότι πιθανότατα στεγάζονταν από κεραμοσκεπή.



Εικόνα 7: Η βορειοανατολική πλευρά του κεντρικού πύργου, που διασώζεται σε πέντε σειρές δόμων. Διακρίνεται το άνοιγμα της θύρας εισόδου, το οποίο είναι φραγμένο από πεσμένους ογκώδεις δόμους.


Σύμφωνα με την έκθεση του Ανδρέα Σκιά, στο εσωτερικό του πύργου και συγκεκριμένα στη βορειοδυτική γωνία του υπάρχει ένα λαξευμένο τεχνητό φρεάτιο, στενό και βαθύ, που καταλήγει σε ένα υδρευτικό σύστημα από υπόγειους αγωγούς ύδατος, που διευθύνονταν ακτινοειδώς(4). Αντίθετα στο σχέδιο του Ernst Meyer το υπόψη όρυγμα επισημαίνεται στη βορειοανατολική γωνία, ενώ αμέσως νοτιοανατολικά από τον οχυρωματικό περίβολο αποτυπώνεται το ίχνος ενός λαξευμένου καναλιού εκροής. Σήμερα το άνοιγμα του στομίου του παραμένει επιχωματωμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πιστοποιηθεί η ακριβής θέση του. Το φρεάτιο προφανώς χρησιμοποιείτο από τους άνδρες της φρουράς για την άντληση πόσιμου ύδατος. Ο δε Γιάννης Λώλος εκφράζει την άποψη ότι οι αναφερόμενοι διασταυρούμενοι αγωγοί είναι πολύ πιθανόν να ανήκουν στο δυτικό υδραγωγείο της Σικυώνας, μέσω του οποίου μεταφερόταν το νερό από τις πηγές του «Σιέ» του Μεγάλου Βάλτου στην αρχαία μητρόπολη. Σημειώνεται ότι άλλο ένα αρχαίο πηγάδι λαξευμένο στο βραχώδες υπόστρωμα, εντοπίζεται σε απόσταση 545 μέτρων βορειοανατολικά του φρουρίου, πλησίον της απότομης νότιας όχθης του ρέματος Σελίανδρος(5).



Εικόνα 8: Η καλύτερα διατηρούμενη βορειοδυτική πλευρά (εσωτερικά) του κεντρικού πύργου, που διατηρείται σε επτά σειρές δόμων.


Από την εγγύτερη τοποθεσία δεν έχουν περισυλλεχθεί ούτε κεραμικά θραύσματα αγγείων, ούτε κάποιο άλλο αντικείμενο, που θα αποτελούσαν ενδεικτικά στοιχεία για μία σαφή χρονολόγηση του Σικυώνιου οχυρού, καθόσον δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μία στοχευμένη αρχαιολογική έρευνα. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος ανάγει την κατασκευή του ενδεχομένως στον ύστερο 4ο ή πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ., με αποκλειστικό κριτήριο το είδος της δόμησής του(6). Κατά την εκτίμησή του, η εξαιρετική ισοδομική τοιχοποιία του, την οποία χαρακτηρίζει ως μοναδική ανάμεσα στις λοιπές αμυντικές εγκαταστάσεις της Σικυωνίας, είναι πανομοιότυπη με τη λιθοδομή των Ελληνιστικών τειχών της αρχαίας Σικυώνας, που θεωρείται βάσιμα ότι θεμελιώθηκαν το 303 π.Χ. από τον Μακεδόνα ηγεμόνα Δημήτριο Α’ τον Πολιορκητή (337 – 283 π.Χ.), κατά την επανίδρυση της πόλης στο υψίπεδο του σημερινού χωριού Βασιλικό.



Εικόνα 9: Άποψη της βορειοδυτικής εσωτερικής γωνίας του κεντρικού πύργου, ο οποίος είναι κατασκευασμένος με εξαιρετική ισοδομική τοιχοποιία.


Το οχυρό «Ελληνικό» ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας για την αμυντική οργάνωση της κεντρικής Σικυώνιας χώρας. Από επιχειρησιακής άποψης συνιστούσε ένα φυλάκιο συγκοινωνιών, καθώς από τη θέση του ελεγχόταν άμεσα η αρχαία οδός που διερχόταν λίγο βορειότερα, συνεχίζοντας προς την Σικυώνια πολίχνη της Θέκριζας και από εκεί οδηγούσε στη Στύμφαλο, ενώ φαίνεται ότι διακλαδωνόταν νοτίως του σημερινού Μεγάλου Βάλτου με κατεύθυνση προς τον συνοριακό ποταμό Σύθα και την επικράτεια της αρχαίας Πελλήνης. Η δε πορεία του υπόψη κύριου δρομολογίου σε γενικές γραμμές συμπίπτει με την χάραξη του παρακείμενου ασφαλτόστρωτου δρόμου, τουλάχιστον στην εγγύτερη περιοχή, καθώς περί τα 1.000 μέτρα δυτικά του διατηρούμενου πύργου, εντοπίστηκε ένα τμήμα της διαλαμβανόμενης αρχαίας οδού, το οποίο πλέον βρίσκεται κάτω από το σύγχρονο οδόστρωμα(7). Επίσης, αν και η στρατιωτική εγκατάσταση ήταν περιορισμένη σε μέγεθος, εντούτοις εκτιμάται ότι εντός του περιβόλου της θα μπορούσαν να στρατωνιστούν άνετα 25 με 36 οπλίτες, συγκροτημένοι στα πρότυπα μίας ενωμοτίας(8). Αυτή η φρουρά ήταν επαρκής για να αναλάβει την αποστολή είτε προφυλακής μάχης με σκοπό την επιβράδυνση ή την αναχαίτιση του προπομπού ενός προελαύνοντος εχθρικού στρατεύματος, είτε να ενεργήσει αστραπιαία ως δύναμη ταχείας επεμβάσεως εναντίον ενός αναγνωριστικού ή καταδρομικού αποσπάσματος.



Εικόνα 10: Άποψη της βορειοανατολικής πλευράς του κεντρικού πύργου (εσωτερικά). Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η προεξέχουσα λαξευμένη ταινία, που εξυπηρετούσε ως ανάσχεση για τη θύρα εισόδου και με κίτρινο βέλος καταδεικνύεται η ορθογώνια εσοχή, η οποία προοριζόταν για την στερέωση της οριζόντιας ξύλινης δοκού ασφαλείας.


Από τον κεντρικό πύργο ήταν δυνατή η πανοραμική κατόπτευση του Σικυώνιου παραλιακού πεδίου, όπως και του Κορινθιακού κόλπου και κατά συνέπεια η μεμακρυσμένη επιτήρηση του διάπλου των πλοίων. Η δε παρατήρηση του ευρύτερου ορίζοντα της ορεινής περιοχής προς τα νότια πρέπει να ήταν εξίσου ικανοποιητική, φθάνοντας σε μεγάλο βάθος. Εκτός από τον εποπτικό του χαρακτήρα, το οχυρό θεωρείται ότι ήταν ενταγμένο στο δίκτυο εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού, το οποίο αναπτυσσόταν στην περιφέρεια της αρχαίας Σικυώνας μέσω πύργων – φρυκτωριών, που μετέδιδαν τα μηνύματα με σήματα καπνού και πυράς ή πυρσών στη μητρόπολη. Από τους ορόφους του πύργου οι άνδρες της φρουράς είχαν οπτική επαφή με τον πύργο στη θέση «Τζαμί» της Θέκριζας Κρυονερίου στα νοτιοδυτικά (απόσταση περί τα 5.900 μέτρα), με τον πύργο στον λόφο του Προφήτη Ηλία Παραδεισίου στα νότια – νοτιοδυτικά (απόσταση περί τα 6.340 μέτρα) και πιθανώς με το φρούριο της αρχαίας Θυαμίας ακόμα νοτιότερα (απόσταση περί τα 10.940 μέτρα), το οποίο επίστεφε την κορυφή του υψώματος της Ευαγγελίστριας Στιμάγκας. Ωστόσο, ο εγγύτερος ανταποκριτής του προς τα νότια (απόσταση περί τα 1.480 μέτρα) ήταν ο τετράγωνος πύργος που υπήρχε στον λοφίσκο «Σπλιθάρι», περίπου 1.500 μέτρα ανατολικά του σημερινού χωριού Σούλι και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος αναμεταδότης(9). Από τον τελευταίο διατηρούνταν το περίγραμμά του σε δύο σειρές δόμων μέχρι το 1996, έχοντας διαστάσεις 4,60 Χ 4,60 μέτρα, αλλά τα επόμενα χρόνια υπέστη ολοσχερή καταστροφή, καθώς οι εναπομείναντες δόμοι του διασκορπίστηκαν από την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών με τη χρήση εκσκαφέα.



Εικόνα 11: Το άνοιγμα της εισόδου στη βορειοανατολική πλευρά του κεντρικού πύργου, που πιθανότατα έκλεινε με ξύλινη θύρα, έχοντας εύρος κατωφλιού 1,14 μέτρα.


Το μικρό οχυρό «Ελληνικό» αναμφισβήτητα είναι ένα σημαντικό ιστορικό τοπόσημο, το οποίο αντικατοπτρίζει την αλλοτινή δόξα της αρχαίας Σικυώνας, φανερώνοντας την εξαιρετική αμυντική οργάνωση της επικράτειάς της. Η θαυμάσια τοιχοποιία του κεντρικού πύργου πραγματικά συνιστά ένα σπάνιο υπόδειγμα εφαρμογής του ισοδομικού συστήματος στην περιφέρεια της Κορινθίας, προσδίδοντας στη στρατιωτική υποδομή μία επιπρόσθετη αρχιτεκτονική αξία. Ωστόσο, πρόκειται για έναν αρχαιολογικό χώρο πού παραμένει μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί πολιτιστικό σήμα κατατεθέν για την περιοχή του Μεγάλου Βάλτου. Σε μία αρχική φάση ανάδειξης και με χαμηλό κόστος, δύναται να καθαριστεί το μνημείο από την υφιστάμενη περιβάλλουσα βλάστηση σε ολόκληρη την έκταση του, με πρωτοβουλία ενδεχομένως της τοπικής αυτοδιοίκησης και υπό την επίβλεψη της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και να τοποθετηθεί επί της παρακείμενης επαρχιακής οδού μία ενδεικτική πληροφοριακή πινακίδα, που να καταδεικνύει τη θέση του. Ακολούθως απαιτείται να διενεργηθεί μία συστηματική ανασκαφική έρευνα, μέσω της οποίας θα αποκαλυφθεί το περίγραμμα του φρουριακού συγκροτήματός και θα αποσαφηνιστούν πλήρως οι επιμέρους λειτουργικοί χώροι του περιβόλου του, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα λίαν ενδιαφέρον αξιοθέατο του Δήμου Σικυωνιών.


Κείμενο – Φωτογραφίες

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
30 Ιανουαρίου 2022



Εικόνα 12: Άποψη του κεντρικού πύργου από τα νοτιοδυτικά. Διακρίνεται η περιβάλλουσα βλάστηση, η οποία καλύπτει τα κατάλοιπα των θεμελιώσεων του περιβόλου του μικρού οχυρού.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του οχυρού είναι 383161/4206224 και απέχει περίπου 2,5 χιλιόμετρα από το χωριό του Μεγάλου Βάλτου.

2. Το υψόμετρο του γήλοφου είναι 450 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

3. Από την κατώτερη σειρά δόμων της βορειοανατολικής πλευράς, προεξέχει πάνω από το έδαφος μόνο το επάνω μέρος της.

4. Ο Ανδρέας Σκιάς παραθέτει ότι το φρέαρ είχε ανασκαφεί από τους χωρικούς, οι οποίοι έλπιζαν ότι θα ανακαλύψουν μέσα σε αυτό έναν αμύθητο θησαυρό.

5. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του πηγαδιού είναι 383691/4206335. Ενδεχομένως το υδρευτικό έργο να ανήκε σε ένα μεμονωμένο αρχαίο αγρόκτημα. Επίσης, ο Ανδρέας Σκιάς αναφέρει ότι στα 1906, περίπου 100 μέτρα βορειότερα του οχυρού, διακρινόταν ένα τμήμα αρχαίου κτιστού οχετού κατασκευασμένο από πέτρες μικρού μεγέθους με επικάλυψη από λίθινες πλάκες, που διερχόταν εγκάρσια το οροπέδιο.

6. Ο Ανδρέας Σκιάς διατύπωσε αρχικά ότι με βάση την τοιχοποιία του, ο πύργος έμοιαζε με τα κοινότυπα οικοδομήματα του 5ου αιώνα π.Χ..

7. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) του εντοπισμένου τμήματος της αρχαίας οδού είναι 381992/4296597 (δυτικό άκρο) και 382204/4206550 (ανατολικό άκρο). Το 1998 ο νεότερος αγροτικός δρόμος διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε, με αποτέλεσμα την καταστροφή της λαξευμένης πλευράς της αρχαίας διαδρομής.

8. Ενωμοτία ονομαζόταν η κατώτερη υποδιαίρεση της οπλιτικής φάλαγγας των αρχαίων Ελλήνων. Στο στρατό της Σπάρτης συγκροτείτο από 36 πολεμιστές, ενώ στις άλλες πόλεις – κράτη φέρεται ότι απαρτιζόταν από 25 έως 32 άνδρες.

9. Ο Ανδρέας Σκιάς αναφέρει την ενδεχόμενη ύπαρξη ενός αρχαίου πύργου πλησιέστερα στον Μεγάλο Βάλτο, σε ένα μέρος πάνω από τη δεξιά όχθη του ρέματος Σέλιανδρος, όπου διακρίνονταν τα ερείπια δύο εκκλησιών των Βυζαντινών χρόνων. Πιθανότατα πρόκειται για την τοποθεσία πάνω από το τέλος του επαρχιακού δρόμου Σούλι – Μεγάλος Βάλτος, δηλαδή πριν τη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού [γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS): 380792/4206335], όπου παλαιότερα διατηρούνταν τα κατάλοιπα ενός μεμονωμένου κτίσματος του 13ου αιώνα, το οποίο είχε ταυτοποιηθεί ως μία μικρή μεσαιωνική εκκλησία. Ωστόσο, από την επιτόπια έρευνα του Γιάννη Λώλου, δεν διαπιστώθηκαν τα ίχνη ενός αρχαίου πύργου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Ανακοινώσεις: Σικυώνος Τοπογραφικά», Ανδρέας Σκιάς, Αρχαιολογική Εφημερίδα 1919, σελίδες 45–48, Αθήνησι, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου.

2. «Σικυωνία», Νικόλαος Φαράκλας, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 8, θέση 1 (παρ. ΙΙ, σελ. 1), εκδότης: Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Αθήνα, 1971.

3. «Peloponnesische Wanderungen: Reisen und Forschungen zur antiken und mittelalterlichen Topographie von Arkadien und Achaia», Ernst Meyer, seite 3–4, Zürich, Μ. Niehans, 1939.

4. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 246–251, 536–537 & 541–542 (appendix I, DS–5 & DS–15), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

5. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 15–51, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.

6. http://extras.ha.uth.gr/sikyon/gr/Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας.

7. http://costaspappis.blogspot.com/Το Κτίριο.


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 13: Δύο κατεργασμένοι ογκώδεις δόμοι από την τοιχοποιία του οχυρού «Ελληνικό», οι οποίοι εντοπίζονται στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου.



Εικόνα 14: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του οχυρού «Ελληνικό», όπου αποτυπώνεται συμβατικά το περίγραμμα του αμυντικού περιβόλου του.



Εικόνα 15: Τα κατάλοιπα του κεντρικού πύργου από τα νοτιοανατολικά. Με κόκκινο πλαίσιο αντιστοιχίζεται η καθαιρεμένη πλευρά του.



Εικόνα 16: Η νοτιοδυτική πλευρά του κεντρικού πύργου, μήκους 7,50 μέτρων. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται ο λαξευμένος αναβαθμός, ο οποίος πιθανώς χρησιμοποιείτο ως υπερκείμενος διάδρομος.



Εικόνα 17: Άποψη από το εσωτερικό του κεντρικού πύργου, που είναι κτισμένος κατά το ισοδομικό σύστημα τοιχοποιίας, όπως και τα τείχη της αρχαίας Σικυώνας, που θεωρείται ότι θεμελιώθηκαν από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή περί το 303 π. Χ..



Εικόνα 18: Άποψη της καλύτερα διατηρούμενης βορειοδυτικής πλευράς του κεντρικού πύργου, μήκους 8,90 μέτρων.


Εικόνα 19: Θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο από την τελευταία διατηρούμενη σειρά δόμων του κεντρικού πύργου. Κατά την αρχαιότητα από τον τελευταίο όροφό του παρεχόταν καλύτερη παρατήρηση, καθώς διακρινόταν και το Σικυώνιο παραλιακό πεδίο.



Εικόνα 20: Τα κατάλοιπα του πύργου – αναμεταδότη στη θέση «Σπλιθάρι» Σουλίου, όπως διασωζόταν μέχρι το 1996, ο οποίος είχε οπτική επαφή με τον κεντρικό πύργο του οχυρού «Ελληνικό». (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, page 250, figure 4.97).



Εικόνα 21: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής Μεγάλου Βάλτου – Σουλίου – Θέκριζας, όπου καταδεικνύεται η οπτική επαφή του οχυρού «Ελληνικό» με τους γειτονικούς ανταποκριτές πύργους – φρυκτωρίες.



Εικόνα 22: Άποψη των καταλοίπων του κεντρικού πύργου του οχυρού «Ελληνικό» από τα βορειοανατολικά. Η πραγματοποίηση μίας μελλοντικής ανασκαφικής έρευνας, εκτιμάται ότι θα αναδείκνυε το μνημείο στο σύνολό του και θα το καθιστούσε ένα λίαν ενδιαφέρον αρχαιολογικό αξιοθέατο του Δήμου Σικυωνιών.
Δημοσίευση: Ιανουαρίου 30, 2022

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΤΟ ΟΧΥΡΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΙΚΥΩΝΑΣ"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator