ΑΡΧΑΙΟΣ ΛΙΜΕΝΑΣ ΚΕΓΧΡΕΩΝ (ΜΕΡΟΣ Β’ – ΜΝΗΜΕΙΑ)

0


Ένα περιγραφικό οδοιπορικό στα διατηρούμενα κτιριακά κατάλοιπα του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών με βάση τα πορίσματα των διενεργηθεισών αρχαιολογικών ερευνών. 

(ΤΟ Α'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, ΤΟ Γ'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ)


Εικόνα 1: Άποψη του αψιδωτού κτίσματος στον νότιο μόλο, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1966, όταν αποστραγγίστηκε το θαλασσινό νερό από το εσωτερικό του. Διακρίνεται το μωσαϊκό του δαπέδου του με διακόσμηση γεωμετρικών σχημάτων. Σήμερα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας 10, plate 37b).


Στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος στις αρχαίες Κεγχρεές, γνωρίσαμε την ιστορία του ανατολικού επινείου της Κορίνθου, και διαπιστώσαμε πως ένας φαινομενικά άσημος τόπος στην νεότερη εποχή, μπορεί να κρύβει ένα πραγματικά σπουδαίο παρελθον. Η κομβική σημασία του παραλιακού πολίσματος αναβαθμίστηκε ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της δυναστείας των Αντωνίνων Ρωμαίων αυτοκρατόρων στα τέλη 1ου/μέσα 2ου αιώνα μ. Χ., όταν κατασκευάστηκαν νέες λιμενικές εγκαταστάσεις με τεχνητούς μόλους, που πλαισιώνονταν από χρηστικά κτίρια και λαμπρά ιερά. Τότε μετατράπηκε σε ένα πολυσύχναστο διαμετακομιστικό σταθμό, στον οποίο κατέπλεαν εμπορικά πλοία από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, την Μικρά Ασία, αλλά και τις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η λειτουργία του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών φαίνεται πως ήταν ακατάπαυστη μέχρι τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ., παρά τα καταστροφικά πλήγματα από τις ισχυρότατες σεισμικές δονήσεις της ύστερης αρχαιότητας, που είχαν σαν αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμης της θάλασσας τουλάχιστον κατά δύο μέτρα και τον μοιραίο καταποντισμό των δύο συγκλινόντων λιμενοβραχιόνων. Σε αυτό το χρονικό φάσμα ανήκει η πλειονότητα των σωζόμενων κτιριακών κατάλοιπων στον σημερινό γραφικό ορμίσκο και στην ευρύτερη τοποθεσία, με την περιγραφή των οποίων θα ασχοληθούμε στην συνέχεια, παραθέτοντας πρόσφατο και αρχειακό φωτογραφικό υλικό, προκειμένου να καταστεί πλήρως κατανοητή η αρχιτεκτονική αξία των υφιστάμενων μνημείων. Πριν όμως ξεκινήσουμε το νοητό οδοιπορικό μας στο αλλοτινό επίνειο του Σαρωνικού κόλπου, κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε μία σύντομη ανασκόπηση στις διεξαχθείσες αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο.


Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. (1): Νότιος λιμενοβραχίονας, (2): Ιχθυοδεξαμενές, (3): Αποθηκευτικά συγκροτήματα, (4): Ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο», (5): Παλαιοχριστιανική βασιλική, (6): Δημόσιο κτιριακό σύμπλεγμα (7): Πιθανά εμπορικά καταστήματα, (8): Πιθανή πλατεία, (9): Ιερό της Αφροδίτης ή παραθαλάσσια έπαυλη, (10): Πυργοειδές κτίσμα, (11): Βορειανατολικός λιμενοβραχίονας, (12): Αρχαία οικοδομήματα, (13): Υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο της «Ράχης Κουτσογκίλλα», (14): Ελληνιστικά κτίσματα και υπόγεια υδατοδεξαμενή, (15): Ρωμαϊκό ταφικό μνημείο και παλαιοχριστιανική εκκλησία.


Αν και τα αρχαία ερείπια των Κεγχρεών διαγράφονταν ανέκαθεν στην ξηρά και κυρίως ενάλια, εντούτοις εκείνος που τα εξέτασε κάπως πιο επισταμένα, αλλά επιφανειακά, ήταν ο θεολόγος και αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης μόλις στα 1905. Ο διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας συνέταξε μία συνοπτική έκθεση, στην οποία διατυπώνει κάποιες πρώιμες εκτιμήσεις για τα διακρινόμενα μνημεία, επενδύοντας με ένα Χριστιανικό περίβλημα την τοποθεσία, με βασικό άξονα την διασύνδεση της με τον Απόστολο Παύλο και την ίδρυση της τοπικής εκκλησίας περί το 50 – 52 μ. Χ. με διάκονο την Φοίβη. Παραδείγματος χάριν, ενώ ταυτοποιεί με σαφήνεια την παλαιοχριστιανική βασιλική του νότιου μόλου, ανάγοντας την στον 4ο – 5ο αιώνα μ. Χ., χαρακτηρίζει παρελκυστικά ως «κατακόμβες» τους περίπου δέκα υπόσκαφους Ρωμαϊκούς τύμβους, που ο ίδιος είχε καταφέρει να εντοπίσει τότε στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» και νοτίως του λιμένα.

Ωστόσο, οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες στο επίνειο των Κεγχρεών διενεργήθηκαν την περίοδο 1962/63 – 1968/69, υπό την διεύθυνση των Αμερικάνων καθηγητών Robert L. Scranton από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και Edwin S. Ramage από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, με μέριμνα της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών των Αθηνών (ΑΣΚΣΑ) και υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στις εργασίες περιλαμβάνονταν τόσο ανασκαφές στην ξηρά και στους δύο λιμενοβραχίονες, όσο και υποβρύχια επισκόπηση, αποφέροντας εξαιρετικά κινητά ευρήματα και πιστοποιώντας την λειτουργική φύση των κτιριακών καταλοίπων, τα οποία στην πρωτογενή τους μορφή, ανταποκρίνονταν αναμφίβολα στις εγκαταστάσεις ενός προηγμένου τεχνητού λιμένα των Ρωμαϊκών χρόνων. Το έτος 1976 και υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Καλλιόπης Κρυστάλλη – Βότση, αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα της ύστερης αρχαιότητας εντός ιδιωτικού οικοπέδου, ευρισκόμενο σε κοντινή απόσταση στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου. Μεταγενέστερα αναλήφθηκε μία νέα μεθοδική εξέταση της τοποθεσίας των Κεγχρεών από το έτος 2000 και πάλι με την επιμέλεια της ΑΣΚΣΑ και το χρονικό διάστημα των ετών 2002 – 2006 πραγματοποιήθηκε ένα πρόγραμμα ενεργητικής μελέτης του εντυπωσιακού υπόγειου Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με την επωνυμία «Kenchreai Cemetery Project (KCP)», με επικεφαλής τον καθηγητή κλασσικής ιστορίας Joseph L. Rife, από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt του Τενεσσί (ΗΠΑ), με την σύμπραξη της ΑΣΚΣΑ και της ΛΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ακολούθησε μία ακόμα επιμελής φάση διερευνητικών εργασιών στην τελευταία θέση μεταξύ των ετών 2007 – 2015, που αναλήφθηκε από τους ίδιους φορείς και με συνυπεύθυνη την αρχαιολόγο Έλενα Κόρκα, όταν και εκπονήθηκαν εμπεριστατωμένες μελέτες για την ανάδειξη και προστασία των υποβλητικών ταφικών μνημείων, οι οποίες όμως ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Επίσης, από το έτος 2011 και εξής, προγραμματίζονται περιστασιακά εκπαιδευτικές ανασκαφές στην περιοχή των Κεγχρεών, με διευθυντή τον προαναφερθέντα Joseph L. Rife και με την συναίνεση του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού. Ουσιαστικά όμως ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος σήμερα παραμένει μάλλον αναξιοποίητος και σε κακή κατάσταση, αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία των πολιτειακών ιθυνόντων.


Εικόνα 3: Στιγμιότυπο από τις ανασκαφικές εργασίες της Αμερικανικής αρχαιολογικής ομάδας στον βορειοανατολικό μόλο, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 50d).


Ο σημερινός ειδυλλιακός ορμίσκος του αλλοτινού Κορινθιακού επινείου στον Σαρωνικό κόλπο εμφανίζει μεν πεταλοειδή διαμόρφωση, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί επακριβώς το πραγματικό περίγραμμα της τεχνητής προκυμαίας των Ρωμαϊκών χρόνων. Αυτό συμβαίνει γιατί η προβλήτα και οι υποδομές στο κεντρικό μέρος καλύπτονται από ένα στρώμα επιχωματώσεων, τόσο στην ξηρά, όσο και ενάλια, ενώ η ανασκαφική έρευνα στον υπόψη τομέα είναι μάλλον ελλιπής και έτσι δεν γνωρίζουμε την περαιτέρω ρυμοτομική ανάπτυξη προς την ενδοχώρα. Πάντως σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των Αμερικάνων αρχαιολόγων, ο αρχαίος λιμένας των Κεγχρεών φαίνεται ότι διέθετε μία κάπως πιο ευθύγραμμη διαρρύθμιση στον μυχό του και όχι καθαρά ημικυκλική. Κατά απόλυτη προσέγγιση η θεωρητική περίμετρος του παραλιακού κρηπιδώματος υπολογίζεται σε 480 με 500 μέτρα περίπου και το άνοιγμα μεταξύ των άκρων των δύο μόλων, που αντιστοιχεί στο στόμιο της εισόδου στο θαλάσσιο αγκυροβόλιο προσλαμβάνεται γύρω στα 150 μέτρα(1). Το δε εμβαδόν της σχηματιζόμενης λιμενολεκάνης ανέρχεται περί τα 30.000 τετραγωνικά μέτρα, φθάνοντας σε μέγιστο βάθος γύρω στα 30 μέτρα, εντός της οποίας μπορούσε να ναυλοχήσει με ασφάλεια και προστατευμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ένας ικανός αριθμός μεγάλων εμπορικών πλοίων ή ένας πολεμικός στολίσκος.


Εικόνα 4: Αεροφωτογραφία των αρχαίων καταλοίπων του νότιου μόλου. (1): Συγκροτήματα αποθηκών, (2): Αποβάθρα, (3): Ιχθυοδεξαμενές, (4): Ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο», (5): Μεταγενέστερη Παλαιοχριστιανική βασιλική, (6): Βαπτιστήριο βασιλικής. (Πηγή πρωτότυπης φωτογραφίας και ένθετου σχεδιαγράμματος: συγγράμματα βιβλιογραφίας α/α 1, σελίδα 30 και α/α 10, figure 2).


Η περιήγηση μας στον αρχαιολογικό χώρο των Κεγχρεών θα ξεκινήσει από τον νότιο μόλο, όπου τα αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα είναι και τα πιο άμεσα προσβάσιμα λόγω της εγγύτητας τους με την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου. Από μορφολογικής άποψης συνιστούσε μία επέκταση ενός μικρού φυσικού ακρωτηρίου προς τα ανατολικά, με την προσθήκη ενός τεχνητού μακρόστενου ανδήρου μήκους περίπου 75 μέτρων, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από κυβόλιθους, χώμα και φερτό υλικό, σχηματίζοντας έναν ογκώδη κυματοθραύστη μέσου πλάτους περί τα 17 μέτρα, που σήμερα το γραμμικό περίγραμμα του διακρίνεται ενάλια και σε βάθος 1 – 2 μέτρων. Πίσω από αυτόν και προς την ενδοχώρα διαμορφώνονταν η κυρίως προκυμαία με τις λιμενικές εγκαταστάσεις και τα λοιπά κτίρια, έχοντας ένα διαφαινόμενο παραθαλάσσιο κρηπίδωμα γύρω στα 90 με 100 μέτρα. Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τους παραπάνω υπολογισμούς, το συνολικό μήκος του νότιου μόλου πρέπει να έφτανε τα 165 με 175 μέτρα. Επίσης, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κεραμική, θραύσματα υαλικών, νομίσματα και λύχνους, υποδεικνύεται ότι η αρχική οικοδομική φάση των κείμενων Ρωμαϊκών υποδομών ανάγεται μάλλον στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.), ενώ ορισμένες διατηρούμενες τοιχοποιίες από κατεργασμένους ορθογώνιους ογκόλιθους, ίσως να παραπέμπουν στο ενδεχόμενο της ύπαρξης μίας προγενέστερης προβλήτας της Ελληνιστικής περιόδου στο ίδιο μέρος.


Εικόνα 5: Άποψη των καταλοίπων του νότιου μόλου. Με κόκκινα βέλη επισημαίνεται ένα τμήμα από τις ενάλιες θεμελιώσεις του μεσαίου κτιρίου των αποθηκευτικών συγκροτημάτων του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών.


Μετωπικά στο νοτιοδυτικό σκέλος του νότιου μόλου, διατάσσονταν μία σειρά τριών εκτεταμένων αποθηκευτικών συγκροτημάτων (horrea), που οι προσόψεις τους έβλεπαν σε μία λιθόστρωτη αποβάθρα πλάτους 9 μέτρων περιχαρακωμένη από ένα χαμηλό τοιχίο, η οποία φαίνεται ότι αναπτύσσονταν σε δύο επίπεδα μέσω ενός αναβαθμού, πιθανώς κεκλιμένου, κατά μήκος του οριζόντιου άξονα της(2). Σήμερα διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από τις θεμελιώσεις τους, ευρισκόμενο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε βάθος 0,80 έως 1,30 του μέτρου. Αυτές οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις συνιστούν συνήθη κτιριακά εξαρτήματα ενός τεχνητού Ρωμαϊκού λιμένα και παρουσιάζουν μία σχετικά τυποποιημένη ομοιομορφία, έχοντας ένα σαφές τραπεζιοειδές σχήμα. Ένα ενδεικτικό πρότυπο για την αρχιτεκτονική τους διάταξη παρέχεται από το μεσαίο εξ’ αυτών, το οποίο διερευνήθηκε κάπως πιο επισταμένα, όντας το μοναδικό που διασώζεται ολόκληρο το περίγραμμα του. Η συγκεκριμένη υποδομή έχει κατά προσέγγιση διαστάσεις 38 μέτρα σε μάκρος, με εύρος 22 μέτρα στην στενότερη ανατολική πλευρά και 26,50 μέτρα στην δυτική. Απαρτίζονταν δε από τρεις παράλληλους στοίχους, διαθέτοντας από έξι τετράπλευρες θαλάμους έκαστος, οι οποίοι επικοινωνούσαν με εσωτερικές θυρίδες.

Παραπλήσια διαρρύθμιση είχαν και τα άλλα δύο εκατέρωθεν συγκροτήματα αποθηκών, διαφέροντας όμως σε μέγεθος, καθώς και στον αριθμό των διαδοχικών θαλάμων. Τα κτίρια διαχωρίζονταν μεταξύ τους από ενδιάμεσους διαδρόμους, οι οποίοι έτεμναν ελαφρώς εγκάρσια τον νότιο μόλο, συνδέοντας την μπροστινή αποβάθρα με ένα μακρύ δρόμο που έβαινε στα νώτα τους. Επίσης, από την διακριτή κατασκευαστική ποικιλομορφία των καταλοίπων τους, συνάγεται ότι είχαν ανακαινιστεί ή επισκευαστεί εκτενώς σε διάφορες χρονικές περιόδους, με την κύρια οικοδομική φάση να ανάγεται μάλλον εντός του 2ου αιώνα μ. Χ.. Από τις διαστάσεις των αποθηκευτικών συγκροτημάτων καθίσταται φανερό ότι διέθεταν ευρεία χωρητικότητα, αντικατοπτρίζοντας την έντονη διαμετακομιστική κίνηση του πολυσύχναστου Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, ενώ οι πολλαπλοί και ευρύχωροι θάλαμοι αυτών παρείχαν την δυνατότητα εναπόθεσης και συντήρησης διαφορετικών εμπορικών προϊόντων, υλικών και αγαθών.


Εικόνα 6: Σχεδιάγραμμα του τομέα καμπής του νότιου μόλου. (Α): Ανατολικό συγκρότημα αποθηκών, (Β): Εξωτερικός λιμενοβραχίονας, (Γ): Αποβάθρα, (Δ): Σύμπλεγμα ιχθυοδεξαμενών, που επισημαίνεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή. Στην δεξιά φωτογραφία διακρίνεται τμήμα της υποθαλάσσιας κεντρικής λεκάνης των ιχθυοδεξαμενών. (Πηγή πρωτότυπου σχεδιαγράμματος και φωτογραφίας: συγγράμματα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 4 και plate 36b αντίστοιχα).


Στον τομέα καμπής του νότιου μόλου, αμέσως μετά τα αποθηκευτικά συγκροτήματα και κάτω από το σημείο της γένεσης του εξωτερικού λιμενοβραχίονα – κυματοθραύστη(3), εντοπίστηκε υποθαλάσσια ένα σύμπλεγμα ιχθυοδεξαμενών (piscinae) σε βάθος 1,50 μέτρου. Αυτή εγκατάσταση αποτελούνταν από τέσσερις τετράγωνες λεκάνες, μέσων διαστάσεων 5 Χ 5 μέτρων περίπου και άλλες δύο μικρότερες και παραλληλόγραμμες, που έφθαναν στο ένα τρίτο του μεγέθους των προηγούμενων. Όλες τους συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με διαφράγματα και πληρώνονταν με θαλασσινό νερό μέσω δύο διαφαινόμενων καναλιών. Η υπόψη κατασκευή ουσιαστικά ήταν ένα λειτουργικό ιχθυοτροφείο, όπου εκτρέφονταν διάφορα ψάρια, πιθανότατα ενδημικά είδη του Σαρωνικού κόλπου, καλύπτοντας τις ανάγκες των κατοίκων των Κεγχρεών και των διερχόμενων ταξιδιωτών σε φρέσκα αλιεύματα. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι είχαν εξελίξει ιδιαίτερα την τέχνη της υδατοκαλλιέργειας, ενώ οι μόνιμες ιχθυοδεξαμενές απαντώνται συχνά κοντά σε Ρωμαϊκά επίνεια, όπως διαπιστώνεται σε ανάλογες περιπτώσεις τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και ευρύτερα επί των ακτών της Μεσογείου θάλασσας.


Εικόνα 7: Άποψη των μισοβυθισμένων οικοδομικών καταλοίπων του αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο, στο οποίο έχει αποδοθεί θρησκευτικός χαρακτήρας.


Στο νότιο τμήμα της προβλήτας και πριν το σύμπλεγμα του ιχθυοτροφείου εκτείνονταν ένα άλλο κτιριακό συγκρότημα, στο οποίο εύλογα αποδόθηκε θρησκευτική ιδιοσυγκρασία. Αρχιτεκτονικά συγκροτούνταν από μία σειρά τετράπλευρων συνενωμένων δωμάτων, με τουλάχιστον δύο εξ’ αυτών να διαθέτουν αψιδωτό άκρο, ανήκοντας όμως σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Το πλέον ενδιαφέρον αψιδωτό οικοδόμημα βρίσκονταν πίσω από την μεσαία αποθήκη και το περίγραμμα του είναι ορατό, με την σωζόμενη τοιχοποιία του να εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας και το δάπεδο του να κείτεται ενάλια πλέον σε βάθος 75 εκατοστών. Απαρτίζεται από έναν ορθογώνιο προαύλιο χώρο διαστάσεων 7,70 Χ 9,90 μέτρων και μία αψίδα μέγιστου ανοίγματος 5,20 μέτρων (ακτίνα 2,60 μέτρα), η οποία έχει σχήμα ελαφρώς μεγαλύτερο από ημικύκλιο και νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Η δε είσοδος στο εσωτερικό πραγματοποιούταν από μία θύρα στο μέσο της νοτιοδυτικής πλευράς του, μέσω ενός καθοδικού κλιμακοστασίου τεσσάρων σκαλοπατιών. Κατά την ανασκαφική περίοδο του έτους 1966, αποστραγγίστηκε το θαλασσινό νερό και το κτίριο στεγανοποιήθηκε πρόχειρα περιμετρικά με γαιόσακους. Τότε αποκαλύφθηκε ένα καλοδιατηρημένο μωσαϊκό, που κάλυπτε το δάπεδο του ορθογώνιου τμήματος του, φιλοτεχνημένο σε απλά γεωμετρικά σχέδια. Από την μορφολογία του επιδαπέδιου καλλιτεχνήματος, εκτιμάται ότι το αψιδωτό κτίριο πρέπει να ανεγέρθηκε στο τέλος του 1ου προς τον 2ο αιώνα μ. Χ., δηλαδή πριν από την επίσκεψη του αρχαίου περιηγητή Παυσανία στο Ρωμαϊκό επίνειο των Κεγχρεών(4). Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η αψίδα ήταν υπερυψωμένη κατά 10 – 15 εκατοστά και καλύπτονταν στο μεγαλύτερο μέρος της από μαρμάρινα ποικιλόχρωμα πλακίδια. Στο δε μέσο αυτής αποκαλύφθηκε μία βυθισμένη οκτάγωνη λεκάνη με μαρμάρινη επένδυση, η οποία διέθετε αγωγούς εισροής και απορροής ύδατος, παραπέμποντας σαφώς σε κάποιου είδους περιρραντήριο.


Εικόνα 8: Το δάπεδο του αψιδωτού κτιρίου, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφική περίοδο του 1966. Διακρίνεται η καθοδική κλίμακα εισόδου στην νοτιοδυτική πλευρά, το μωσαϊκό δάπεδο του κυρίως ορθογώνιου χώρου και η μαρμάρινη οκτάγωνη λεκάνη στο ανατολικό αψιδωτό τμήμα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 38a).


Στην νότια πλευρά του αψιδωτού οικοδομήματος υπήρχε προσαρτημένο ένα άλλο τετράγωνο βοηθητικό κτίσμα, οριζόντιων διαστάσεων 9 Χ 6 μέτρων περίπου. Αν και η αρχιτεκτονική δομή του προσκτίσματος δεν έχει αποσαφηνιστεί, εντούτοις εικάζεται ότι έφερε ξύλινο πάτωμα, που ήταν υπερυψωμένο κατά 1,70 μέτρα από το μωσαϊκό δάπεδο του διπλανού βασικού κτιρίου. Κάτω από αυτό σχηματίζονταν ένας υπόγειος χώρος, βάθους γύρω στα 3 μέτρα, όπου η πρόσβαση πραγματοποιούνταν μέσω μίας ξύλινης δίφυλλης θύρας στο δυτικό άκρο της μεσοτοιχίας, η οποία ανασύρθηκε σε πολύ καλή κατάσταση κατά τις ανασκαφές. Επιπρόσθετα, προς τα δυτικά και κατά μήκος μπροστά από τα δύο προσκολλημένα κτίρια, έβαινε ένας μακρύς προθάλαμος, πλάτους περί τα 3,25 μέτρα, ενώ το ευρύτερο οικοδομικό συγκρότημα φαίνεται ότι διέθετε μία μνημειώδη πύλη στον περίβολο του, που πλαισιώνονταν από δύο ογκώδεις πυργοειδείς παραστάδες.

Από τα πλούσια ανασκαφικά ευρήματα στον νότιο μόλο, τεκμαίρεται ότι η κατασκευαστικές εργασίες της βασικής προκυμαίας με τις κείμενες λιμενικές εγκαταστάσεις και του προεξέχοντα λοξού κυματοθραύστη, είχαν αποπερατωθεί πιθανότατα μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., ενδεχομένως στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 – 161). Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων, βρέθηκαν άφθονα κεραμικά και υαλικά θραύσματα, εμπορικοί αμφορείς, λύχνοι και νομίσματα, που καλύπτουν το διαλαμβανόμενο χρονικό φάσμα, ενώ εντοπίστηκαν και αγγεία εισηγμένα κυρίως από χώρες της Ανατολής, φανερώνοντας την διεθνή διαμετακομιστική εμβέλεια του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Εντός του αψιδωτού κτιρίου ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες από τεμάχια ξύλινων επίπλων και διάφορων αντικειμένων, τα οποία διακοσμούνταν κατά περίπτωση με επένδυση από λεπτά φύλλα ελεφαντόδοντου, κεράτου ή κελύφους χελώνας(5). Πολλά από αυτά ήταν ανάγλυφα ή εγχάρακτα σε σχέδια λουλουδιών, ζώων, ανθρώπινων μορφών, αλλά και υπερβατικών φτερωτών οντοτήτων, «αγγέλων» ή «ψυχών», μικρογραφίες κιόνων, κιονόκρανων και λοιπών αρχιτεκτονημάτων.


Εικόνα 9: Σχεδιάγραμμα του αψιδωτού κτιρίου, του προσκτίσματος και του προθαλάμου έμπροσθεν αυτών στον νότιο μόλο. Είναι εμφανές το μοτίβο του μωσαϊκού δαπέδου σε απλά γεωμετρικά σχήματα. . (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 5).


Το κτιριακό συγκρότημα με κύριο αρχιτεκτονικό γνώρισμα το προαύλιο αψιδωτό οικοδόμημα με το μαρμάρινο περιρραντήριο στην κόγχη του, δέχτηκε μεταγενέστερα επανειλημμένες βελτιωτικές επεμβάσεις και συστηματικές ανακαινίσεις, αντανακλώντας την εξέχουσα βαρύτητα του για την κοινωνία των Κεγχρεών, αφού κατά πάσα πιθανότητα συνιστούσε ένα σημαίνοντα λατρευτικό χώρο. Έτσι αρχικά ταυτίστηκε από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Robert Scranton με το φημισμένο ιερό της Ίσιδας, το οποίο σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία τοποθετούνταν στην νότια προβλήτα του επινείου των Κεγχρεών. Εκτός από τον γενικό χωροταξικό προσανατολισμό, σε αυτή την αντίληψη συνέτεινε και η εύρεση ενός μεγάλου αριθμού πολυτελών υαλοθετημάτων(6), που προορίζονταν για την επιτοίχια εσωτερική διακόσμηση του αψιδωτού κτίσματος μετά τον ισχυρό σεισμό του έτους 365.

Οι περίτεχνοι υαλοπίνακες πιστεύεται ότι προέρχονταν μάλλον από κάποιο εργαστήριο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και εντοπίστηκαν εναποτεθειμένοι περιμετρικά του δαπέδου, όντας συσκευασμένοι σε στοιβάδες και εντός ξύλινων πλαισίων, προφανώς αναμένοντας την προσαρμογή τους στα τοιχώματα, σε μία τελική φάση ανάπλασης του ιερού, λίγο πριν την ολέθρια σεισμική δόνηση στα 375. Η δε θεματολογία τους παρουσιάζει μία καλλιτεχνική ποικιλομορφία, καθώς απεικονίζονται λιμάνια με ιχθυόεσσες θάλασσες, πορτρέτα αρχαίων Ελλήνων λογίων, όπως του Ομήρου και του Πλάτωνα, αλλά και ιματιοφόρων ανδρών, ενδεχομένως Ρωμαίων υπάτων, καθώς και ειδυλλιακά τοπία από το περιβάλλον του ποταμού Νείλου. Αυτές λοιπόν οι τελευταίες εξωτικές παραστάσεις θεωρήθηκαν πρωτίστως ως μία σχετικά ασφαλή ένδειξη, για την αληθοφανή ταυτοποίηση του συγκεκριμένου κτιριακού συγκροτήματος στον νότιο μόλο με ιερό της Αιγυπτίας θεάς, που αναφέρεται στις αρχαίες πηγές. Ωστόσο, νεότεροι ερευνητές έχουν διαφωνήσει με αυτή την εξομοίωση, εκφράζοντας την γνώμη ότι το αψιδωτό οικοδόμημα αντιστοιχεί περισσότερο σε ένα Ρωμαϊκό «Νυμφαίο (Nympheum)», αφιερωμένο σε μία άγνωστη νύμφη, λόγω της αύλειας διαρρύθμισης του και της ύπαρξης του περιρραντηρίου. Παράλληλα, οι ίδιοι ακαδημαϊκοί κύκλοι δεν αποκλείουν την εκδοχή να λειτούργησε ως νεοπλατωνική σχολή, κρίνοντας από τις μορφές των αρχαίων φιλοσόφων και λογοτεχνών.


Εικόνα 10: Τμήματα από πολύχρωμα υαλοθετήματα του 4ου αιώνα. Χ., προερχόμενα από το ιερό της Ίσιδας ή το «Νυμφαίο» των Κεγχρεών, στα οποία απεικονίζονται πτηνά, πιθανότατα μία πάπια στα αριστερά και μία ίβιδα στα δεξιά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, σελίδα 167).


Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας στο ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και περί τα τέλη του 5ου/αρχές 6ου αιώνα μ. Χ., το ήδη απαξιωμένο κτιριακό συγκρότημα του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου» έχει δώσει πλέον την θέση του σε ένα περικαλλές εκκλησιαστικό σύμπλεγμα, που τα κατάλοιπα του είναι και τα πιο αναγνωρίσιμα σήμερα στον αρχαιολογικό τομέα του νότιου μόλου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της μεσαίας αποθήκης, η οποία μάλλον είχε κατεδαφιστεί και έπαψε να υφίσταται, ανεγείρεται μία Παλαιοχριστιανική βασιλική απαρτιζόμενη από τουλάχιστον πέντε κλίτη, τα οποία προστέθηκαν σταδιακά μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μ. Χ., όταν εκτιμάται ότι παύει να χρησιμοποιείται. Φαίνεται δε ότι διέθετε πολυάριθμα εξαρτήματα στον περιβάλλοντα χώρο της. Οι συνολικές διαστάσεις του βασικού οικοδομήματος είναι 19 μέτρα μήκος και 23,50 μέτρα πλάτος, παρουσιάζοντας μία κάπως πεπλατυσμένη κάτοψη. Το κεντρικό κλίτος του κυρίως ναού έφερε μωσαϊκό δάπεδο, από το οποίο εντοπίστηκαν ελάχιστα υπολείμματα και κατέληγε στην αψίδα του Ιερού Βήματος στα ανατολικά με άνοιγμα 4,50 μέτρων, ενώ στα δυτικά διαμορφώνονταν ένας μικρός νάρθηκας με μία θύρα στο κέντρο της μεσοτοιχίας. Μάλιστα έχουν επισημανθεί τρεις διαδοχικές αψιδωτές κόγχες Ιερού Βήματος, υποδηλώνοντας ισάριθμες κατασκευαστικές φάσεις, χωρίς να έχει διευκρινιστεί επακριβώς ο χρονικός προσδιορισμός τους.


Εικόνα 11: Άποψη των οικοδομικών καταλοίπων της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών. (1): Κεντρικό κλίτος κυρίως ναού, (2): Πλευρικά κλίτη, (2α): Κλίτος – μαρμαροθετημένος διάδρομος, (3): Παρεκκλήσι αψιδωτού κτιρίου, (4): Εξωνάρθηκας, (5): Βαπτιστήριο. (Πηγή πρωτοτύπου ένθετης κάτοψης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, σελίδα 303).


Ο κυρίως ναός πλαισιώνονταν από δύο στενά κλίτη στα βορειοανατολικά και μία σειρά τριών παράλληλων κλιτών στην νοτιοδυτική πλευρά του, τα οποία αρχικά χωρίζονταν μεταξύ του από κιονοστοιχίες. Από τα τελευταία επιμήκη τμήματα, το μεσαίο καλύπτονταν με μαρμαροθετημένο δάπεδο και εικάζεται ότι συνιστούσε περισσότερο έναν ενδιάμεσο διάδρομο, που οδηγούσε στο προγενέστερο Ρωμαϊκό αψιδωτό κτίριο του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου», το οποίο μετατράπηκε σε Χριστιανικό παρεκκλήσι του εκκλησιαστικού συμπλέγματος, έχοντας επιχωματωθεί εσπευσμένα η παλαιότερη θεμελίωση του, αποκρύβοντας οριστικά το γεωμετρικό ψηφιδωτό δάπεδο με τις εναποθετημένες στοιβάδες των υαλοθετημάτων, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα στεγανό έδαφος, πάνω από την τότε θαλάσσια στάθμη. Αξιοπερίεργο είναι ότι ενδεχομένως κατά την τελευταία οικοδομική φάση της βασιλικής, τοποθετούνται πάγκοι και οι κιονοστοιχίες φέρονται να αντικαθίστανται από συμπαγείς τοίχους, στους οποίους εγκιβωτίζονται οι βάσεις των κιόνων, μία μάλλον άκομψη και δυσλειτουργική αρχιτεκτονική τροποποίηση. Επιπλέον, κατά μήκος του δυτικού μετώπου του κυρίως ναού και των πλευρικών κλιτών, εκτείνονταν ένας μακρόστενος εγκάρσιος εξωνάρθηκας, ακανόνιστου σχήματος, ο οποίος διέθετε μωσαϊκό δάπεδο, ενώ η επιφάνεια του ήταν φανερά επισκευασμένη σε πολλά σημεία της, με την χρήση επαναχρησιμοποιημένων μαρμάρινων πλακών ή μεγάλων πήλινων κεραμιδιών.


Εικόνα 12: Άποψη του μαρμάρινου λιθόστρωτου του κλίτους – διαδρόμου, που φέρεται να οδηγούσε στο μεταποιημένο αψιδωτό παρεκκλήσι, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα διακρίνονται ελάχιστες από τις μαρμάρινες πλάκες. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 46b).


Στα βορειοδυτικά της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής αναπτύσσονταν τα βοηθητικά εξαρτήματα της, που απαρτίζονταν από αρκετά μικρά συνεχόμενα προσκτίσματα διαφόρων διαστάσεων. Το πιο σημαντικό εξ’ αυτών βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από το μεσαίο κλίτος του κυρίως ναού και ταυτοποιήθηκε ως το βαπτιστήριο του εκκλησιαστικού συγκροτήματος, χρονολογούμενο στον 6ο αιώνα μ. Χ., έχοντας οριζόντιες διαστάσεις 6 Χ 10 μέτρα. Η δε κολυμβήθρα του διασώζεται τμηματικά επί τόπου και ήταν μία σχετικά σύνθετη κατασκευή. Από αρχιτεκτονικής άποψης αποτελούνταν από μία κτιστή τετράγωνη λεκάνη με μαρμάρινη επένδυση, με εσωτερική πλευρά 1,60 μέτρα, διαθέτοντας ένα κουβούκλιο προεκτεινόμενο προς τα δυτικά, που στηρίζονταν πάνω σε κιονίσκους, από τους οποίους διατηρούνται ακόμα οι βάσεις τους. Ανάμεσα στους κιονίσκους ήταν προσαρμοσμένα θωράκια και στο μέτωπο ανοίγονταν μία κομψή θύρα, δίκην πύλης. Το δε δάπεδο του βαπτιστηρίου καλύπτονταν από ένα θαυμάσιο προγενέστερο μωσαϊκό με εκλεπτυσμένα σχέδια. Επίσης, τα εσωτερικά τοιχώματα κοσμούνταν από τοιχογραφίες, από τις οποίες κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960, διατηρούνταν ένα εικονογραφικό απόσπασμα σε έναν δόμο, όπου παριστάνονταν η μέση και οι μηροί ενός άνδρα, που βάδιζε προς τα δεξιά και έναντι της οσφύος του διαγράφονταν τα πόδια ενός παιδιού. Μπροστά από αυτόν διακρίνονταν μία γερμένη μορφή προς το έδαφος ενός τρίτου νεαρού ατόμου ή παιδιού, έχοντας τεντωμένα τα χέρια του, το ένα επάνω στο άλλο, και παραμορφωμένο πρόσωπο, ενώ φαίνονταν να χύνονται ποσότητες αίματος από το κεφάλι του, μία σκηνή που ίσως απεικόνιζε το αγωνιώδες μαρτύριο κάποιου Χριστιανού αγίου(7).

Στον χώρο του βαπτιστηρίου βρέθηκαν ακόμα αρκετοί κίονες, μερικά σπασμένα κιονόκρανα, απολήξεις αρχιτεκτονικών τόξων, καθώς και ένας υπολογίσιμος αριθμός από εγχάρακτες πλάκες, που προσιδίαζαν με Πρωτοχριστιανικά θωράκια τέμπλου ή συναφή διαχωριστικά, ορισμένες εκ των οποίων έφεραν αποσπασματικές επιγραφές με Ελληνικά κεφαλαία γράμματα. Επίσης, ένα ακόμα ενδιαφέρον διαμέρισμα ανάμεσα στα προσκτίσματα βορειοδυτικά του εξωνάρθηκα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, διέθετε ένα κεκλιμένο πάτωμα καλυμμένο με μαρμάρινες πλάκες, των οποίων οι αρμοί και οι άκρες του είχαν στεγανοποιηθεί με αδιάβροχο τσιμεντοκονίαμα, ενώ σε μία πλευρά του υπήρχε μία κατασκευή, που παρέπεμπε σε ένα πιθανό λουτήρα. Εξαιτίας αυτών των δομικών χαρακτηριστικών, αυτή η υποδομή ερμηνεύτηκε από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους ως λουτρώνας(8).


Εικόνα 13: Άποψη των καταλοίπων από τα βορειοδυτικά προσκτίσματα του εκκλησιαστικού συμπλέγματος της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται το διαμέρισμα του βαπτιστηρίου, με την τετράγωνη κτιστή κολυμβήθρα και το περίγραμμα του κρηπιδώματος του προεκτεινόμενου κουβουκλίου αυτής.


Σήμερα τα οικοδομικά κατάλοιπα του μνημειώδους εκκλησιαστικού συμπλέγματος στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών είναι τα μόνα προσβάσιμα στον επισκέπτη. Σε διάφορα σημεία του χώρου αντικρίζει κανείς αρκετούς διάσπαρτους κίονες στο έδαφος, ενώ διασώζεται ο στυλοβάτης με πέντε βάσεις κιόνων(9) από ένα κλίτος της νότιας πλευράς της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ωστόσο, από τα μωσαϊκά και τα μαρμαροθετημένα δάπεδα των επιμέρους διαμερισμάτων της και των λοιπών κτιριακών εξαρτημάτων, είναι ορατές μονάχα λιγοστές από τις μαρμάρινες πλάκες του ενδιάμεσου διαδρόμου – κλίτους, που εκτιμάται ότι κατέληγε στο μεταποιημένο αψιδωτό παρεκκλήσι. Όσον αφορά την ταυτότητα του συγκεκριμένου ιδρύματος, ο αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης υποθέτει ότι η εκκλησία ανεγέρθηκε από την ευσεβή Χριστιανική κοινότητα του ανατολικού επινείου της Κορίνθου, με βάση την προφορική θρησκευτική παράδοση, πως σε αυτή την θέση του λιμένα επιβιβάστηκε ή αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος, κατά τις δύο διελεύσεις του από την Κόρινθο, στα πλαίσια των ιεραποστολικών περιοδειών του. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να προβούμε ξανά στην αυθόρμητη εικασία ότι ο κυρίως ναός (ή έστω το παρεκκλήσιο) ίσως να είχε αφιερωθεί στην μνήμη της Αγίας Φοίβης, της ευσεβούς γυναίκας από τις Κεγχρεές, την οποία ο ίδιος ο «Απόστολος των Εθνών» είχε αναγορεύσει ως διάκονο του τοπικού Χριστιανικού ευκτήριου οίκου στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ..


Εικόνα 14: Το μωσαϊκό δάπεδο του εξωνάρθηκα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα προφανώς καλύπτεται από στρώμα επιχωματώσεων. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 7, πίνακας 112β).


Σε ελάχιστη απόσταση βορειοδυτικά από τα ερείπια του νότιου μόλου, ήρθε στο φως μία σημαντική λιμενική εγκατάσταση του αρχαίου επινείου των Κεγχρεών, εντός ιδιωτικής έκτασης (πρώην οικόπεδο ιδιοκτησίας Θρεψιάδη), που εκτείνονταν ακριβώς μετά και παράλληλα με την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου. Όπως προαναφέρθηκε, οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες στην τοποθεσία αναλήφθηκαν στα 1976, με μέριμνα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου Καλλιόπης Κρυστάλλη – Βότση(10). Τότε αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπέστατο κτιριακό συγκρότημα, που η περίοδος της συστηματικής χρήσης του χρονολογείται από τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ. έως τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ., όπως συνάγεται από το είδος των περισυλλεγέντων κεραμικών αγγείων και των αντιπροσωπευτικών βάσεων από γυάλινα δοχεία. Το σχήμα του μοιάζει να είναι τραπεζοειδές, αλλά οι ακριβείς διαστάσεις του δεν μπορούν να προσδιοριστούν, καθόσον ένα μεγάλο μέρος του κείτεται κάτω από την υφιστάμενη Εθνική Οδό. Η αρχιτεκτονική του διαρρύθμιση καθορίζεται γύρω από ένα διακοσμημένο περιστύλιο αίθριο, με τέσσερις κίονες στις μακριές πλευρές και έναν στην μια ανασκαμμένη στενή πλευρά του, γύρω από το οποίο διατάσσονταν πιθανότατα δέκα ισόγεια ευρύχωρα δωμάτια(11). Η είσοδος στο κτιριακό συγκρότημα διενεργούνταν από την δυτική του πλευρά, μέσω ενός άνετου διαδρόμου που διέσχιζε όλο το πλάτος του. Στο δε πρώτο δωμάτιο και στα αριστερά του υπόψη διαδρόμου, εντοπίστηκε η αρχή ενός καλοφτιαγμένου κλιμακοστασίου, φανερώνοντας την ύπαρξη και δεύτερου ορόφου.


Εικόνα 15: Άποψη των καταλοίπων από το περιστύλιο αίθριο του κτιριακού συγκροτήματος (πρώην ιδιοκτησίας Θρεψιάδη), στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών, όπως εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφές στα 1976. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 56γ).


Αν και η ακριβής ταυτοποίηση του ευμεγέθους κτιριακού συγκροτήματος παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη, εντούτοις σύμφωνα με την πρώτη ανασκαφέα Καλλιόπη Κρυστάλλη – Βότση, ο διοικητικός χαρακτήρας του θα πρέπει να εκληφθεί ως σαφής και αδιαφιλονίκητος. Κατά την αρχική φάση λειτουργίας του ενδεχομένως να στέγαζε κάποια δημόσια υπηρεσία, ίσως τελωνειακής φύσεως. Επίσης, έχει διατυπωθεί η εικασία πως πρόκειται για μία πολυτελή ιδιωτική κατοικία των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων, λόγω του ευρύχωρου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της εσωτερικής διαμόρφωσης του, χωρίς όμως περαιτέρω τεκμηρίωση. Πάντως στην αρχαιότητα το οικοδόμημα εκτιμάται ότι βρίσκονταν στο νότιο άκρο της κεντρικής προκυμαίας και μάλλον πλευρικά του διέρχονταν η κύρια οδός, που κατευθύνονταν από τις Κεγχρεές προς την Κόρινθο και την Πελοποννησιακή ενδοχώρα. Εξαιτίας λοιπόν αυτής προνομιακής θέσης του στον Ρωμαϊκό λιμένα, διέθετε άμεση πρόσβαση στο ναυτικό διαμετακομιστικό εμπόριο. Στην εκδοχή αυτή συντείνουν και οι συναφείς διαπιστώσεις από την αρχαιολογική έρευνα, καθώς σε δύο από τα δωμάτια εντοπίστηκαν τα ευκρινή αποτυπώματα από βάσεις αμφορέων, οι οποίοι φαίνεται ότι αποθηκεύονταν εκεί πλήρεις με συσκευασμένα αγροτικά προϊόντα, αναμένοντας να φορτωθούν στα μεταφορικά πλοία για εξαγωγή. Στο δε εσωτερικό του κτιριακού συγκροτήματος ανακαλύφθηκε ένας αξιοσημείωτα μεγάλος αριθμός από τοπικούς και εισαγόμενους αμφορείς και τεμάχια άλλων δοχείων και σκευών, όπως υαλικά και άλλα αντικείμενα (χωνιά, λύχνοι). Πολλά από τα αγγεία και τα κινητά ευρήματα προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, αλλά και από μακρινούς τόπους, όπως την Κιλικία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη (Γάζα), την νοτιοδυτική Ανατολία και την Βόρεια Αφρική, φανερώνοντας με τον καλύτερο τρόπο την πολυπολιτισμική ακτινοβολία των Κεγχρεών ως διεθνούς λιμενικού κόμβου, καθώς και την οικονομική εμβέλεια των εμπορικών συναλλαγών της μητρόπολης Κορίνθου, και κατ’ επέκταση της Πελοποννήσου, φθάνοντας μέχρι τις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.


Εικόνα 16: Λύχνοι από το κτιριακό συγκρότημα στα βορειοανατολικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών, με προέλευση από την Βόρεια Αφρική στα αριστερά (3ος – 5ος αιώνας μ. Χ.) και από την Παλαιστίνη στα δεξιά (4ος – 7ος αιώνας μ. Χ.). (Πηγή συραμμένων φωτογραφιών: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).


Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις σε κάποιο χρονικό σημείο του 6ου αιώνα μ. Χ., το υπόψη κτιριακό συγκρότημα υπέστη σοβαρές φθορές από ένα καταστροφικό γεγονός(12), ίσως από τους ισχυρούς σεισμούς των ετών 551 και 580, που συντάραξαν μεταξύ άλλων περιοχών του Ελληνικού χώρου και την Κορινθία, σε συνδυασμό με μία παρεπόμενη πυρκαγιά ή από μία φημολογούμενη βιαιότατη βαρβαρική επιδρομή. Ωστόσο, διαφαίνεται αμυδρά ότι έπειτα από αυτή την περίσταση, επαναχρησιμοποιήθηκε έστω και περιορισμένα για πιο ωφελιμιστικό ή βιομηχανικό σκοπό. Από την ανακτηθείσα κεραμική, υποδηλώνεται ότι η εγκατάσταση ενδεχομένως να είχε κάποιο ρόλο στην διανομή των τοπικών αγροτικών αγαθών, τουλάχιστον κατά την τελική φάση δραστηριότητας του, η οποία από το είδος των σκευών, χωνιών και λύχνων, ανάγεται με σχετική σιγουριά πολύ κοντά στα τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα μ. Χ.(13), όταν και εγκαταλείπεται εντελώς. Δυστυχώς σήμερα τα κατάλοιπα αυτού του μεγαλοπρεπούς οικοδομικού συγκροτήματος δεν είναι επισκέψιμα, καθώς ο χώρος είναι αναξιοποίητος όντας σκεπασμένος από πυκνή βλάστηση, με αποτέλεσμα να παραμένει σε πλήρη ανυποληψία.


Εικόνα 17: Εγχώριος αμφορέας πλαισιωμένος από δύο πήλινα χωνιά μακρύ λαιμού (3ος – 5ος αιώνας μ. Χ.), από το κτιριακό συγκρότημα στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών. (Πηγή συραμμένων φωτογραφιών: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).


Προς τον μυχό της παραλίας του τωρινού ορμίσκου των Κεγχρεών, δηλαδή περίπου στο μέσο της κεντρικής προκυμαίας της αρχαιότητας, εντοπίστηκαν από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους την δεκαετία του 1960, τα δομικά κατάλοιπα και άλλων λιμενικών υποδομών, τα οποία σήμερα βρίσκονται επιχωματωμένα και δεν είναι ορατά. Ειδικότερα αποκαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις μίας κτιριακής εγκατάστασης, διαστάσεων κατά προσέγγισή 20 Χ 15 μέτρων, που διαιρούνταν δύο σειρές των τεσσάρων δωματίων εκάστη, με την μία εξ’ αυτών να έχει μέτωπο προς την προβλήτα και την άλλη να βλέπει σε ένα εικαζόμενο δρόμο στα νώτα. Μπροστά εκτείνονταν η αποβάθρα, εύρους περί τα 14 μέτρα, σε μία γραμμή πώρινων δόμων, οι οποίοι διακρίνονται υποθαλάσσια. Από επιπρόσθετες διερευνητικές τομές διαπιστώθηκε ότι παραπλεύρως και δυτικά από το υπόψη σύμπλεγμα δωματίων, πιθανότατα υπήρχαν και άλλα παρόμοια κτίρια, ενώ ανάμεσα τους διέρχονταν υπόνομοι κατασκευασμένοι από τσιμεντοκονίαμα. Χρονολογικά, η παλαιότερη οικοδομική φάση σε αυτόν τον τομέα του αρχαίου λιμένα, φαίνεται να τοποθετείται στις αρχές του 1ου αιώνα μ. Χ., και πιστεύεται πως τουλάχιστον κάποια μέρη από τις εν λόγω υποδομές πρέπει να χρησιμοποιούνταν έως και τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους(14), όπως εξυπονοείται από το χρονικό φάσμα των ευρεθέντων νομισματικών τεκμηρίων, αν και φαίνεται ότι υπέστησαν μία βίαιη καταστροφή λίγο πριν την αυλαία του 6ου αιώνα μ. Χ.. Όσον αφορά την λειτουργική φύση τους, έχει προταθεί με βάση δείγματα αμφορέων, ότι κάποια από τα δωμάτια κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν εμπορικά καταστήματα (tabernae), για την κάλυψη των αναγκών σε προϊόντα και αγαθά τόσο της τοπικής κοινωνίας των Κεγχρεών, όσο και των ταξιδιωτών ή κατά μία πιο πεζή εκδοχή να ήταν απλώς αποθηκευτικά συγκροτήματα της κεντρικής προκυμαίας ή να ισχύει ένας συνδυασμός και των δύο ενδεχόμενων.


Εικόνα 18: Αριστερά γωνιακό τοίχωμα από κτιριακή εγκατάσταση στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών και δεξιά ειδώλιο της θεάς Αφροδίτης, που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές στον υπόψη τομέα. (Πηγή ασπρόμαυρης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 53b και έγχρωμης φωτογραφίας: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).


Μολονότι περιορισμένε σε έκταση, οι ανασκαφές στο μέσο του αρχαίου λιμένα απέφεραν αρκετά κινητά ευρήματα, πληθώρα κεραμικών θραυσμάτων και υαλικών, που μέσα από την εξέταση τους επιβεβαιώνεται η ευμάρεια της τοπικής κοινωνίας στην Ρωμαϊκή περίοδο, σε άμεση αλληλεξάρτηση με την διαχρονική οικονομική σταθερότητα του Κορινθιακού επινείου, λόγω του αδιάλειπτου διαμετακομιστικού εμπορίου. Από τα πλέον ενδιαφέροντα είναι ένα πήλινο ειδώλιο της Αφροδίτης, η οποία παρουσιάζεται γυμνή φέροντας μόνο ένα αιχμηρό κάλυμμα κεφαλής και αντανακλά την ιδιαίτερη λατρεία των κατοίκων προς την αρχαιοελληνική θεά, όπως επίσης και μία γλαφυρή μορφή του Διονύσου σε ένα κομμάτι κάδου του 2ου αιώνα μ. Χ.. Ακόμα βρέθηκε ένας σεβαστός αριθμός από λύχνους του 2ου – 3ου αιώνα μ. Χ., με ορισμένους από αυτούς να διακοσμούνται με αξιοπρόσεκτες πλαστικές παραστάσεις, γενικής αλλά και Χριστιανικής θεματολογίας.

Επιπλέον περισυλλέγησαν συνολικά 1097 νομίσματα, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και ξενικής προέλευσης, εκ των οποίων συνάγεται ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα του λιμανιού των Κεγχρεών κορυφώθηκε τον 4ο – 5ο αιώνα μ. Χ.. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και δύο συγκεντρώσεις 114 και 97 μπρούτζινων – χάλκινων νομισμάτων, που για πρακτικούς λόγους θεωρούνται ως ατομικοί αποθέτες, καλύπτοντας ένα διάστημα από τις αρχές του 1ου έως το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ. Χ.(15). Κατά μία άποψη οι υπόψη χρηματικές ποσότητες πρέπει να συσσωρεύθηκαν και να εναποτέθηκαν σκοπίμως στο σημείο της ανασκαφικής εύρεσης τους γύρω στο το έτος 580, σε μία στιγμή εξαιρετικής κρίσης για την Πελοπόννησο και την Ελλάδα γενικότερα. Πολλοί ερευνητές συνδέουν αυτή την διαταραχή με τις απαρχές των φημολογούμενων επιδρομών των Αβαροσλάβων στην περιοχή εκείνο τον καιρό, που επηρέασαν καταλυτικά και την παραλιακή κώμη, σκορπίζοντας την αβεβαιότητα, τον φόβο και τον αφανισμό, χωρίς όμως να δύναται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα η ακτίνα αυτών των εχθρικών ενεργειών στον Ελληνικό χώρο. Ίσως να είναι πιο δόκιμο να συσχετισθεί αυτή η καταστρεπτική περίσταση με την ισοπεδωτική σεισμική ακολουθία του 580, η οποία έπληξε βάναυσα και την Κορινθία. Πάντως δίχως αμφιβολία, η ποικιλομορφία και η χρονική κλιμάκωση του νομισματικού περιεχομένου των δύο αποθετών, υποδεικνύουν ότι τόσο τα «βαρβαρικά», όσο και τα παλαιάς κοπής κέρματα, κυκλοφορούσαν ελεύθερα και γίνονταν αποδεκτά στις εμπορικές συναλλαγές στο επίνειο των Κεγχρεών, μάλλον προκειμένου να ικανοποιούνται οι αυξημένες ανάγκες σε ρευστό χρήμα.


Εικόνα 19: Δοκιμαστικές τομές στα 1963 στην τοποθεσία της βόρειας πλευράς του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Αριστερά η χωμάτινη επιφάνεια της θεωρούμενης πλατείας και δεξιά άποψη κτιριακών καταλοίπων της Πρωτοχριστιανικής περιόδου. (Πηγή φωτογραφιών: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 52a & c).


Στην βόρεια πλευρά του Ρωμαϊκού λιμένα και σε απόσταση 50 – 80 μέτρων από την σημερινή ακτογραμμή, εντοπίστηκαν με δύο δοκιμαστικές τομές στα 1963 οι θεμελιώσεις κάποιων κτιρίων, των οποίων η χρήση δεν έχει προσδιοριστεί λόγω της ελλιπούς αρχαιολογικής έρευνας. Το ένα εξ’ αυτών φέρεται να ανάγεται στους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ενώ στα βαθύτερα στρώματα βρέθηκε τοιχοποιία και κεραμική της Ελληνιστικής εποχής. Σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις, σε αυτή την περιοχή ενδεχομένως να διαμορφώνονταν μία πλατεία από πατημένο χώμα και χαλίκι, η οποία διέθετε μετωπικά μία απλή στοά. Εδώ ανακαλύφθηκε ένας ακόμα αποθέτης 34 μπρούτζινων – χάλκινων νομισμάτων, τα οποία ήταν σε πολύ κοντινή διασπορά. Μαζί τους υπήρχαν και δύο μικρές μεταλλικές κόπιτσες, που ενδεχομένως να ανήκαν σε ένα υφασμάτινο ή δερμάτινο βαλάντιο. Το δε γέμισμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν είχε έντονα ίχνη πυρκαγιάς. Στην πλειοψηφία τους τα νομίσματα είναι Βυζαντινής προέλευσης του 4ου – 6ου αιώνα μ. Χ., και το τελευταίο χρονικά εκδόθηκε στα 575/576 από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’ (565 – 574/578), προσανατολίζοντας μας προς την καταληκτική ημερομηνία αυτής της χρηματικής απόθεσης(16).

Κατά μία αληθοφανή εκδοχή, εικάζεται ότι κάποια στιγμή στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα μ. Χ, ένα άτομο που διέρχονταν από την πλατεία στην βόρεια πλευρά του λιμένα των Κεγχρεών, έχασε το βαλάντιο με τα μετρητά του, μικρής χρηματικής αξίας, και δεν το ανέκτησε ποτέ. Ο λόγος για την απώλεια μπορεί να ήταν τυχαίος και να οφείλεται απλώς σε απροσεξία του κατόχου. Όμως πιθανότατα σχετίζεται με τα σημάδια καύσης στο γέμισμα των νομισμάτων, τα οποία υποδηλώνουν ότι τότε μία τρομερή πυρκαγιά επέφερε σοβαρότατες ζημιές τουλάχιστον στα κτίρια του υπόψη τομέα, με συνέπεια το πανικόβλητο άτομο να χάσει ασυναίσθητα το βαλάντιο του πάνω στην βιασύνη του να διαφύγει. Αυτή η τελευταία πλοκή εναρμονίζεται χρονολογικά με τις συνθήκες συσσώρευσης και των δύο προηγούμενων νομισματικών αποθετών, που ανακαλύφθηκαν στο μέσο της κεντρικής προκυμαίας, καθώς υποτίθεται πως απεκρύβησαν για πάντα περί το 580, είτε θαμμένοι κάτω από τα συντρίμμια του ισχυρότατου σεισμού εκείνου του έτους, με μοιραίο επακόλουθο το ξέσπασμα μίας εκτεταμένης πυρκαγιάς, είτε προληπτικά πριν από μία απεικαζόμενη επιδρομή των Αβαροσλάβων στην Πελοπόννησο, εντός της τρέχουσας δεκαετίας του 6ου αιώνα μ. Χ., κατά την διάρκεια της οποίας λεηλατήθηκαν απηνώς και πυρπολήθηκαν οι Κεγχρεές.


Εικόνα 20: Άποψη των καταλοίπων του μνημειώδους κτιριακού συγκροτήματος στο βορειοανατολικό μόλο των Κεγχρεών, για το οποίο είχε διατυπωθεί αρχικά ότι πρόκειται για το ιερό της Αφροδίτης που μνημονεύεται από τον Παυσανία, ενώ κατά μία νεότερη εκδοχή πρόκειται απλώς για μία πολυτελή Ρωμαϊκή έπαυλη.


Επόμενος σταθμός του νοητού οδοιπορικού μας στο επίνειο του Σαρωνικού κόλπου αποτελεί ο βορειοανατολικός μόλος, ο οποίος και σε αυτή την περίπτωση δημιουργήθηκε με την τεχνητή προέκταση ενός μικρού φυσικού ακρωτηρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία του αρχαίου περιηγητή Παυσανία, εδώ βρίσκονταν ένας ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη και έπειτα από αυτόν ήταν στημένο ένα άγαλμα του Ποσειδώνα επί της προκυμαίας. Ο δε βασικός λιμενοβραχίονας ήταν κατασκευασμένος από όγκους σπασμένων λίθων, καθώς και από την συσσώρευση χώματος και λοιπού φερτού υλικού, πλην όμως σήμερα είναι πλέον καταποντισμένος σε βάθος 1 – 2 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η αφετηρία του εντοπίζεται ακριβώς κάτω από την απόληξη του φυσικού ακρωτηρίου, εκεί όπου υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός διαφαινόμενου πύργου, και συνέχιζε προς τα νότια για μία απόσταση 110 μέτρων, διαθέτοντας μία διευθετημένη επίπεδη κορυφή πλάτους περίπου 25 – 30 μέτρων και συγκλίνοντας προς το άκρο του απέναντι νότιου κυματοθραύστη.

Στον αυχένα του φυσικού ακρωτηρίου του βορειοανατολικού μόλου, ερευνήθηκαν και ανασκάφηκαν τα εκτεταμένα ερείπια ενός πολύπλοκου κτιριακού συμπλέγματος της Ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο είχε ανεγερθεί πάνω σε θεμελιώσεις προγενέστερων ακαθόριστων κατασκευών των ύστερων Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων. Η αρχική οικοδομική φάση του ανάγεται στα τέλη του 1ου αιώνα π. Χ., όταν και παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην τοποθεσία. Έκτοτε ακολούθησαν επανειλημμένες αναπλάσεις, προσθήκες και επισκευές, που άλλαξαν αξιοσημείωτα την αρχική αρχιτεκτονική του, μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ., οπότε προσέλαβε και την τελική του διαρρύθμιση. Ουσιαστικά το εντυπωσιακό συγκρότημα δύναται να διαχωριστεί σε τρεις επιμέρους διακριτούς χώρους, ενώ στην δυτική του πλευρά προστατεύονταν με αναλημματικό τοιχίο. Μολονότι με το πέρασμα των αιώνων, ολόκληρο το ανατολικό μέρος του έχει καταπέσει στην θάλασσα, εξαιτίας της διάβρωσης, και έτσι καθίσταται δύσκολος ο ακριβής προσδιορισμός του πλάτους του(17), εντούτοις τα διατηρούμενα κατάλοιπα, που απλώνονται σε μέγιστο μήκος περίπου 60 μέτρων, αρκούν για να καταδείξουν την βαρυσήμαντη φυσιογνωμία του.


Εικόνα 21: Άποψη από το βόρειο τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο. Διακρίνεται η διατηρούμενη τοιχοποιία από οπτόπλινθους. Στην ένθετη κάτοψη του οικοδομήματος επισημαίνονται (1): Βόρεια αίθουσα με μωσαϊκό δάπεδο, (2): Μεσαίο τμήμα με περιστύλιο αίθριο, (3): Νότιο τμήμα με εσωτερική αυλή. (Πηγή πρωτοτύπου της ένθετης κάτοψης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 12).


Το βόρειο τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος καταλάμβανε μία ευρύχωρη αίθουσα, μέσων διαστάσεων περί τα 11 Χ 15 μέτρα, με καλοφτιαγμένα τοιχώματα από οπτόπλινθους. Το δάπεδο της καλύπτονταν από ένα αξιόλογο μωσαϊκό σε απλά γεωμετρικά σχέδια, το οποίο αποκαλύφθηκε σε καλή κατάσταση στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960 σε ένα διατηρούμενο εμβαδόν 50 τετραγωνικών μέτρων, αλλά σήμερα δεν είναι ορατό στον επισκέπτη, ευελπιστώντας ότι βρίσκεται κάτω από ένα στρώμα επιχωματώσεων(18), πλην όμως διακρίνονται σποραδικά κάποια αποτμήματα του.

Η μεγαλύτερη και καλύτερα κατανοητή υποδομή του ευμεγέθους οικοδομήματος είναι το μεσαίο τμήμα, διαφαινόμενων διαστάσεων περίπου 24 Χ 15 μέτρα, που επίσης ήταν κατασκευασμένο από επιμελημένη τοιχοποιία από οπτόπλινθους. Η μοναδική είσοδος σε αυτό πραγματοποιούνταν από δύο διαδοχικές θύρες, που ανοίγονταν από έναν διάδρομο στα νοτιοδυτικά, ενώ έχει υποστηριχτεί ότι ενδεχομένως να είχε και δεύτερο όροφο. Ειδικότερα, αυτή η αρχιτεκτονική ενότητα, διέθετε ένα περιστύλιο αίθριο με τέσσερις μαρμάρινους κίονες σε κάθε πλευρά, από το οποίο διασώζεται ο περιμετρικός στυλοβάτης και σποραδικά μέλη κιόνων. Το δε πάτωμα στο κέντρο φαίνεται ότι βρίσκονταν χαμηλότερα από την βάση του κρηπιδώματος των κιονοστοιχιών, σχηματίζοντας μία ορθογώνια λεκάνη, διαστάσεων 9,50 Χ 7,30 μέτρων, που ο πυθμένας της ήταν στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες, δίνοντας περισσότερο την εντύπωση μιας καλλωπιστικής πισίνας.


Εικόνα 22: Τα σωζόμενα κατάλοιπα του μεσαίου τμήματος του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο. Διακρίνεται το μαρμάρινο κρηπίδωμα από το περιστύλιο αίθριο.


Στα ανατολικά του περιστυλίου διαμορφώνονταν μια σειρά από μακρόστενα δωμάτια, πλάτους 2,50 μέτρων και μήκους 6 μέτρων, τα οποία έχουν αποσαθρωθεί πλήρως από τα κύματα. Οι τοίχοι τους ήταν επιχρισμένοι μέσα – έξω και ορισμένα έφεραν ζωγραφικό διάκοσμο, όπως διαπιστώνεται από λιγοστά ανακτημένα θραύσματα κονιάματος, όπου μεταξύ άλλων παραστάσεων συμπεριλαμβάνονταν και μικρογραφίες ανθρώπων. Σύμφωνα με μερικές αμυδρές δομικές ενδείξεις, κάποια από τα εσωτερικά τοιχώματα τους ενδεχομένως να ήταν επενδυμένα με ορθομαρμάρωση. Τα δε πατώματα των στενόμακρων δωματίων καλύπτονταν με μωσαϊκά μικρών ψηφίδων από μάρμαρο χωρίς κανένα ιδιαίτερο μοτίβο. Κάτω από αυτά διέρχονταν μία θολωτή σήραγγα με κεραμική επίστρωση, ύψους 1 μέτρου και πλάτους 66 εκατοστών, με παράπλευρες διεξόδους σε αρκετά σημεία. Αν και η λειτουργία αυτού του υπόγειου δικτύου δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί, εντούτοις ο ανασκαφέας της τοποθεσίας Robert Scranton προτείνει ως πιο πιθανή, την εκδοχή να συνιστούσαν αγωγούς ύδρευσης και να διοχέτευαν τρεχούμενο νερό σε κρήνες ή πισίνες, που ίσως να υπήρχαν στο καταποντισμένο ανατολικό μέρος του κτιριακού συγκροτήματος.

Στα νότια του κεντρικού περιστυλίου αναπτύσσονταν μία τρίτη οικοδομική ενότητα, με τοιχοποιία από πώρινους τετραγωνισμένους δόμους και τσιμέντο, έχοντας μία αρκετά ευρεία εσωτερική αυλή, που περιβάλλονταν από διαδρόμους και δωμάτια σε μία μάλλον πολυδαίδαλη διάταξη. Επιπλέον, δυτικά από το τριμερές σύμπλεγμα εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα ενός βαρέως χαλικόστρωτου δρόμου, ο οποίος έβαινε προς τα βορειοδυτικά γύρω από την εδαφική έξαρση του φυσικού ακρωτηρίου.


Εικόνα 23: Διατηρούμενο τμήμα από το μωσαϊκό δάπεδο της βόρειας αίθουσας του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο.


Το σύνθετο κτιριακό συγκρότημα του βορειοανατολικού μόλου κατατάσσονταν αναμφίβολα ανάμεσα στα πιο εξέχοντα οικοδομήματα του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, αλλά η λειτουργία του δεν έχει πιστοποιηθεί με σαφήνεια. Αρχικά ερμηνεύτηκε ότι είχε λατρευτική υπόσταση και ταυτίστηκε με το ιερό της Αφροδίτης, που αναφέρει ο Παυσανίας, καθώς κατά τις ανασκαφές στα 1963, τα αποκαλυφθέντα ερείπια του νότιου τμήματος θεωρήθηκαν κάπως πρόωρα, πως προσιδίαζαν με τις θεμελιώσεις ενός Ρωμαϊκού ναού. Σε αυτή την απόδοση συνέτεινε η εύρεση μεταξύ άλλων αντικειμένων και μερικών ειδωλίων, τα οποία έδειχναν να παραπέμπουν έστω και σημειολογικά στην μορφή της θεάς Αφροδίτης(19). Ωστόσο νεότεροι ακαδημαϊκοί μελετητές αμφισβητούν έντονα την προσομοίωση του εν λόγω τριμερούς συμπλέγματος με ιερό, καθόσον τα συνολικά αρχιτεκτονικά δεδομένα αποκλίνουν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα να πρόκειται για μία πολυτελή παραθαλάσσια Ρωμαϊκή έπαυλη.

Όπως προαναφέρθηκε, το μνημειώδες κτίριο δέχτηκε πολλαπλές και διαδοχικές ανακατασκευές, από την εκτιμώμενη θεμελίωση του στον 1ο αιώνα π. Χ. έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ., φανερώνοντας ότι πράγματι κατείχε μία διακεκριμένη θέση στον λιμένα των Κεγχρεών, καθώς λαμβάνονταν ιδιαίτερη μέριμνα για την διαρκή βελτίωση και εκσυγχρονισμό των υποδομών του. Μία εκτεταμένη ανακαίνιση φέρεται να έγινε μετά τους σεισμούς του 365 και 375, όμως η ολοσχερής καταστροφή θα επέλθει λίγο πριν το τέλος του 6ου αιώνα. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις και τα ίχνη βίαιης καύσης, η κτιριακή εγκατάσταση επλήγη ανεπανόρθωτα από σεισμό και πυρκαγιά. Το γεγονός αυτό δύναται να προσδιοριστεί στην σφοδρότατη σεισμική δόνηση του έτους 580, όταν η δεινή θεομηνία φαίνεται πως άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στις Κεγχρεές, καθόσον ακολουθεί μία περίοδος παρακμής στο Κορινθιακό επίνειο. Έπειτα από αυτό το κομβικό σημείο, το άλλοτε επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα του βορειοανατολικού μόλου λεηλατείται συστηματικά από τους κατοίκους, για προσπορισμό οικοδομικού υλικού και ασβεστόλιθου, ενώ στον χώρο του έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο μεταγενέστερων ασβεστοκάμινων.


Εικόνα 24: Άποψη των λιγοστών καταλοίπων της ανατολικής πλευράς του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, όπου αναπτύσσονταν μία σειρά από μακρόστενα δωμάτια, τα οποία έχουν διαβρωθεί εντελώς από τα κύματα.


Στην απόληξη του φυσικού ακρωτηρίου και πάνω από την αφετηρία του βυθισμένου βορειανατολικού λιμενοβραχίονα, ορθώνονται τα κατάλοιπα ενός τετράγωνου πυργοειδούς κτίσματος, που εδράζεται σε παλαιότερες θεμελιώσεις. Η λιθοδομή του συνίσταται σε σειρές μεγάλων κατεργασμένων δόμων, διαφόρων μεγεθών, αρμολογημένων με σχετικά μαλακό τσιμεντοκονίαμα. Μάλιστα, είναι τοποθετημένοι κατά τέτοιο τρόπο που παραπέμπει στο ψευδοισόδομικό σύστημα, φαντάζοντας με την πρώτη ματιά να είναι μία αρχαιοελληνική κατασκευή. Ωστόσο, η ανέγερση του ανάγεται στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ή λίγο αργότερα. Κατά μία εκδοχή κτίστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ., μάλλον μετά τον σεισμό του 375, ενώ κατά μία μάλλον πιο δόκιμη άποψη οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ. Χ., ίσως μετά την απαξίωση του παρακείμενου τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τοιχοποιία του είναι παρεμφερής με εκείνη των οχυρώσεων του Εξαμίλιου τείχους, που ανακατασκευάστηκαν από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στα μέσα του ίδιου αιώνα.

Οι εξωτερικές διαστάσεις του πυργοειδούς κτίσματος είναι 6,50 Χ 7,50 μέτρα(20), με πάχος τοιχοποιίας περί το 1,50 μέτρο και διατηρείται σήμερα σε ένα ύψος 3,50 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, φτάνοντας σε επτά σειρές πώρινων δόμων. Η δε είσοδος στο εσωτερικό του φαίνεται ότι γίνονταν από βορειοδυτική του πλευρά, όπου εντοπίζεται ένα υπερυψωμένο άνοιγμα πλάτους 1,50 μέτρων. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Αμερικανών αρχαιολόγων, δεν συνιστούσε τμήμα ενός οχυρωματικού έργου, αλλά πιθανότατα είχε μία περισσότερο χρηστική λειτουργία ως παρατηρητήριο, πύργος επικοινωνίας (φρυκτωρία) ή φάρος, που κατεύθυνε τους ναυτιλλόμενους προς την είσοδο του λιμένα των Κεγχρεών. Ενδεχομένως κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το πυργοειδές κτίσμα του βορειοανατολικού μόλου στον λιμένα των Κεγχρεών έλαβε την παραπλανητική ονομασία «Μπούρτζι», όπως αποκαλούσαν γενικότερα οι Οθωμανοί τα παράκτια οχυρά.


Εικόνα 25: Το πυργοειδές κτίσμα στον βορειοανατολικό μόλο (τέλη 4ου ή τέλη 6ου αιώνα μ. Χ.), το οποίο εκτιμάται ότι λειτουργούσε ως παρατηρητήριο, πύργος επικοινωνίας (φρυκτωρία) ή φάρος. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η διαφαινόμενη είσοδος στο εσωτερικό του.


Στις υπώρειες του φυσικού ακρωτηρίου στον βορειοανατολικό μόλο, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός πεζοδρομίου κατασκευασμένου από πώρινους δόμους, μήκους περίπου 14 μέτρων, που διακρίνεται καθαρά υποθαλάσσια. Κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960, σε κοντινή απόσταση στα βορειοανατολικά του περιγραφέντος μνημειώδους κτιριακού συμπλέγματος, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπά δύο κτισμάτων, εκ των οποίων το ένα χρονολογείται στον 2ο ή 3ο αιώνα μ. Χ. και το δεύτερο γύρω στον 5ο αιώνα μ. Χ.. Ακόμα δυτικότερα εντοπίστηκε σύμπλεγμα τοίχων και δαπέδων, με την παλαιότερη φάση τους να ανάγεται με επιφύλαξη στην Ελληνιστική εποχή, αλλά η πλειονότητα τους ανήκει σε κτίρια των Ρωμαϊκών χρόνων από τον καιρό του Χριστού, που μεταποιήθηκαν τους επόμενους τέσσερις αιώνες. Επιπρόσθετα, εγγύτερα προς την παραλία επισημάνθηκαν θεμελιώσεις και άλλων κτισμάτων, αλλά δεν εξετάστηκαν περαιτέρω.

Οι ανασκαφικές εργασίες σε αυτόν τον τομέα των Κεγχρεών επαναλήφθηκαν πιο συστηματικά το διάστημα των ετών 2007 – 2009, υπό την διεύθυνση της αρχαιολόγου Έλενας Κόρκα και του Αμερικανού καθηγητή Joseph L. Rife, φέρνοντας στο φως πολλαπλά κτιριακά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα κατά μήκος της σημερινής απότομης ακτογραμμής, που καταλήγει στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», αποκαλύφθηκαν τα δομικά μέρη από πολυτελή κτίσματα, τα οποία ίσως αντιπροσωπεύουν ένα πολεοδομικό τετράγωνο, όπου διέμεναν ευκατάστατες οικογένειες. Στο νοτιοανατολικό μέρος της τοποθεσίας ανασκάφηκαν τα πίσω δωμάτια από αρκετά εντυπωσιακά κτίρια της Ρωμαϊκής εποχής (περίπου 1ος – 3ος/4ος αιώνες μ. Χ.). Ενδεχομένως να συνιστούσαν κατοικίες του παραλιακού μετώπου με θέα προς την θάλασσα. Το κεντρικό δωμάτιο ενός εξ’ αυτών, τετράγωνης πλευράς 4,80 μέτρων, έφερε ένα θαυμάσιο πολύχρωμο μωσαϊκό με γεωμετρικά σχέδια, με την σύνθεση να γίνεται πιο καλλιτεχνική πλησιάζοντας προς το εσωτερικό, αναπτυσσόμενη περιμετρικά από την παράσταση της κεφαλής ενός Σειληνού. Σύμφωνα με την αξιολόγηση των αρχαιολόγων, το υπόψη ψηφιδωτό δάπεδο απηχεί τον Ελληνιστικό ή ανατολίτικο ύφος μωσαϊκής τέχνης στις Ρωμαϊκές επαρχίες, που χαρακτηρίζονταν από ένα έμβλημα ως κεντρικό θέμα. με βαθμιδωτές σειρές από διακοσμημένα πεδία και λωρίδες να το περιστοιχίζουν.


Εικόνα 26: Άποψη των καταλοίπων και κάτοψη ενός δωμάτιου από ανασκαμμένο κτίριο στην τοποθεσία πάνω από τον βορειανατολικό μόλο, το οποίο διέθετε μωσαϊκό δάπεδο με κεντρικό απεικονιστικό θέμα το κεφάλι ενός Σειληνού. Σήμερα μάλλον καλύπτεται από επιχωματώσεις. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012).


Περίπου 25 μέτρα νοτιότερα από το παραπάνω κτίριο με το μωσαϊκό δάπεδο, εντοπίστηκε ένα περίβλεπτο οικοδομικό συγκρότημα, χρονολογούμενο στον 4ο αιώνα μ. Χ., το οποίο εκτείνονταν γύρω στα 30 μέτρα προς τα ανατολικά και κατέρχονταν πάνω σε ένα τοίχο, που τώρα είναι υποθαλάσσιος. Στην βόρεια έκταση του συμπλέγματος διαμορφώνονταν ένα προσάρτημα με χρηστικό σκοπό, ενδεχομένως για αποθήκευση, ενώ το νότιο μέρος του καλύπτεται από μεταγενέστερα κτίσματα. Εντούτοις στο κεντρικό τμήμα διατηρήθηκε η αυθεντική διαμερισμάτωση, διαθέτοντας εξαιρετική τοιχοποιία. Εδώ διαρρυθμίζονταν ένας διάδρομος με μία ευμεγέθη υδατοδεξαμενή και ένα δωμάτιο με ένα βαθύ κανάλι ύδατος, απαρτίζοντας ουσιαστικά ένα υδραυλικό σύστημα, το οποίο προφανώς παρείχε νερό σε ένα κάτωθεν λουτρό, όντας μία ιδιωτική εγκατάσταση σε μία παραθαλάσσια οικία με βεράντα. Οι δε εσωτερικοί χώροι του ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες έξοχης ποιότητας και έφερε πολύχρωμο μωσαϊκό λιθόστρωτο, καθώς και επένδυση από εξωτικό μάρμαρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα ευρεθέντα οικιακά σκεύη και τα λείψανα πανίδας στο εν λόγω οικοδομικό συγκρότημα, υποδηλώνεται μία ποικιλία διατροφής των ενοίκων του, που ήταν πλούσια σε θαλασσινά.


Φώτο 27: Δομικά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, όπου μεταξύ άλλων εντοπίστηκε και ένα εκτεταμένο κτιριακό σύμπλεγμα, που διέθετε υδραυλικό σύστημα παροχής ύδατος.


Στον ίδιο τομέα ενδιαφέροντος πάνω στο παραλιακό κράσπεδο, ανακαλύφθηκε ένα σημαντικό κτίριο της ύστερης αρχαιότητας, το οποίο είχε εξωτερικό οκτάγωνο σχήμα με μέγιστο πλάτος 14,25 μέτρα. Πίσω από τους ογκώδεις τοίχους του υπήρχαν οκτώ γωνιακοί πεσσοί σε κυκλική διάταξη, που διαιρούσαν τον εσωτερικό χώρο σε ένα περιφερειακό διάδρομο στρωμένο με κεραμίδια και ένα κεντρικό θάλαμο με γεωμετρικό μωσαϊκό δάπεδο. Το κάτω τμήμα των εσωτερικών τοιχωμάτων ήταν επενδυμένο με υποκύανο – γκρίζο μάρμαρο, σκαλισμένο σε τοξωτά πλαίσια με μοτίβα κρινάνθεμων. Μέρος του «Οκταγώνου» έχει καταπέσει στην θάλασσα, ενώ βρέθηκαν αρκετές μνημειακές ταφές με πλούσιες προσφορές κατά μήκος των εξωτερικών τοιχωμάτων του. Το ιδιόμορφο οικοδόμημα ανεγέρθηκε στις αρχές με μέσα του 5ου αιώνα μ. Χ. και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα μ. Χ.. Όσον αφορά την ταυτότητα του εικάζεται ίσως να είχε ένα θρησκευτικό χαρακτήρα, με δεδομένο ότι στην ύστερη αρχαιότητα τα κτίσματα με οκτάγωνη κάτοψη, απαντώνται τυπικά σε αυτοκρατορικά ή εκκλησιαστικά συμπλέγματα, Χριστιανικά βαπτιστήρια ή μαρτύρια, όπως το οκτάγωνο φωτιστήριο της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Λεωνίδη στον αρχαίο λιμένα του Λεχαίου ή ο οκτάγωνος επισκοπικός ναός στους Φιλίππους Καβάλας. Κατά μία εναλλακτική οπτική, ενδεχομένως το «Οκτάγωνο» των Κεγχρεών να αντιστοιχεί στον μεγαλοπρεπή τύμβο ενός άγνωστου τοπικού Αγίου, ιεράρχη ή μεγιστάνα, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μία μάλλον ασυνήθιστη θεώρηση για τον Ελληνικό χώρο, καθώς τάφοι οκταγωνικού τύπου εντοπίζονται στην Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή.

Καμία από τις διαλαμβανόμενες κτιριακές εγκαταστάσεις επί των παρυφών της απόκρημνης βορειοανατολικής ακτογραμμής των Κεγχρεών, δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα από τον απλό επισκέπτη. Περιδιαβαίνοντας κανείς από τον υπόψη χώρο αντικρίζει ένα συνονθύλευμα από φαινομενικά αδιάφορα ερείπια, χωρίς υποτυπώδεις σημάνσεις, τα οποία πιθανότατα δεν θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του. Τα αρχαία δομικά κατάλοιπα φαντάζουν εγκαταλειμμένα και ασυντήρητα. Μόνο τις καλοκαιρινές περιόδους και περιστασιακά παρατηρείται μία σχετική δραστηριότητα διερεύνησης τους, όταν προγραμματίζονται εκπαιδευτικές ανασκαφές για λίγες εβδομάδες στον Ρωμαϊκό λιμένα των Κεγχρεών (Kenchreai Archaeological Field School), με την συμμετοχή φοιτητών από ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα, υπό την εποπτεία του καθηγητή Joseph L. Rife, οι οποίες όμως συμβάλλουν στην περαιτέρω επισκόπηση τους μόνο σε καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο και όχι στην ευρύτερη ανάδειξη τους ως επισκέψιμα μνημεία.


Φώτο 28: Κτιριακά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του αρχαιολογικού χώρου των Κεγχρεών, που πιθανότατα ανήκουν σε κτίσμα οκταγωνικού σχήματος, μάλλον θρησκευτικού χαρακτήρα. (Πηγή ένθετης κάτοψης «Οκταγώνου»: ιστότοπος http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012).


Ακόμα βορειότερα από την παραπάνω οικιστική ζώνη του παραλιακού μετώπου εκτείνεται η «Ράχη Κουτσογκίλλα», μία πευκόφυτη τοποθεσία που έκρυβε έναν σπουδαίο αρχαιολογικό θησαυρό. Στα 1905 επισημάνθηκαν στην παράκτια πλαγιά από τον Γεώργιο Λαμπάκη μερικοί υπόγειοι τύμβοι, τους οποίους ο διαπρεπής αρχαιολόγος χαρακτήρισε κάπως παρορμητικά ως Χριστιανικές κατακόμβες. Ωστόσο, κατά τις ανασκαφικές εργασίες στις Κεγχρεές στην δεκαετία του 1960, διαπιστώθηκε από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Robert L. Scranton ότι το συγκεκριμένο μέρος αποτελούσε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο ποικιλόμορφων ενταφιασμών(21), συστημένο μεσούσης της Ρωμαϊκής εποχής, χωρίς να έχει αποκλειστικά Χριστιανική φυσιογνωμία. Από τότε η «Ράχη Κουτσογκίλλα» είχε κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος, πλην όμως δεν διαφυλάχτηκε, με μοιραία συνέπεια να διαταραχθούν ανεπανόρθωτα τα ταφικά μνημεία από εντατικές λαθρανασκαφές.

Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος άρθρου, την περίοδο 2002 – 2006, υλοποιήθηκε ένα μεθοδικό πρόγραμμα ανασκαφικής έρευνας της τοποθεσίας, με την επωνυμία «Kenchreai Cemetery Project (KCP)», με επικεφαλής τον Αμερικάνο καθηγητή Joseph L. Rife. Κατά τις εργασίες χαρτογραφήθηκε λεπτομερώς η έκταση του νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με τις εντυπωσιακές υπόγειες ταφικές κατασκευές, ενώ παρά την σύληση τους βρέθηκαν πολλά κινητά ευρήματα, που φανερώνουν την ευμάρεια των Κεγχρεών στους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ύστερης αρχαιότητας. Ακολούθησε μία δεύτερη φάση συστηματικών ανασκαφών στον χώρο, υπό την διεύθυνση της αρχαιολόγου Έλενας Κόρκα, το χρονικό διάστημα 2007 – 2009 και παράλληλα εκπονήθηκαν αναλυτικές μελέτες για την ανάδειξη και προστασία των ταφικών μνημείων, οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμα εκτελεστεί στην πράξη. Μόνο κάποια πρόχειρα προστατευτικά στέγαστρα τοποθετήθηκαν πάνω από ορισμένους υπόγειους τύμβους, αλλά και αυτές οι ακαλαίσθητες ξύλινες ιδιοκατασκευές έχουν αρχίσει να διαλύονται από φυσιολογική φθορά, λόγω έλλειψης συντήρησης.


Εικόνα 29: Η δρομική είσοδος ενός υπόγειου τύμβου του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», επί της οποίας έχει τοποθετηθεί ένα πρόχειρο προστατευτικό στέγαστρο.


Συνολικά στην ευρύτερη τοποθεσία έχουν εντοπιστεί 58 σημεία ταφών, από τα οποία τα 30 αντιστοιχούν σε υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους(22) και τα 28 είναι λακκοειδείς τάφοι, κλιβανοειδούς ή κιβωτιόσχημου τύπου, ενώ έχει ανακαλυφθεί και μία συστάδα απλών λακκοειδών τάφων. Κατά πάσα πιθανότητα, το μέρος αποτελούσε το βασικό νεκροταφείο των Ρωμαϊκών Κεγχρεών, που αρχικά αναπτύχθηκε από τα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ. έως τα μέσα/τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ. και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους και έως τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ.. Οι υπόγειοι τύμβοι αποτελούν εκπληκτικά ταφικά μνημεία και φαίνεται ότι κατά βάση ήταν οικογενειακοί, καθώς περιείχαν πολλαπλούς ενταφιασμούς. Καλύπτονταν δε από ορθογώνιους οικίσκους, συχνά με μνημειώδεις προσόψεις και βαριές θύρες, τα οποία έφεραν αναθηματικές επιγραφές, κατονομάζοντας τον πρωταρχικό κάτοχο του μνήματος.

Οι ευρύχωροι θάλαμοι τους ήταν προσβάσιμοι από κλιμακοστάσια στην ανατολική πλευρά τους και έχουν ορθογώνια κάτοψη με μέσες διαστάσεις 3,73 μέτρα μήκος, 3,27 μέτρα πλάτος και 2,53 μέτρα ύψος, διαθέτοντας θολωτές ή επίπεδες οροφές. Στους περισσότερους από αυτούς, οι νεκροί ενταφιάζονταν ακέραιοι σε επιμήκεις λαξευμένες υποδοχές (loculi) στην κατώτερη ζώνη των τοιχωμάτων, συνήθως δύο σε κάθε πλευρά πλην εκείνης της εισόδου, με τον μέγιστο αριθμό τους να φτάνει τις δέκα θέσεις. Οι δε σοροί εναποθέτονταν εγκιβωτισμένοι σε παράλληλες λαξευτές εσοχές εντός των υποδοχών, που σκεπάζονταν με καλυπτήριες πλάκες ή κεραμίδια και κατόπιν σφραγίζονταν το έμπροσθεν άνοιγμα του επιμήκους διαμερίσματος. Η ανώτερη ζώνη των πλευρικών τοιχωμάτων σε κάθε τύμβο διατρέχεται από μία σειρά αβαθών τοξωτών κογχών, στις οποίες τοποθετούνταν τα αποτεφρωμένα λείψανα άλλων θανόντων ατόμων εντός τεφροδόχων αγγείων. Από την υφιστάμενη διαμόρφωση τους καθίσταται φανερό ότι είχαν σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσουν τόσο ενταφιασμούς, όσο και αποτεφρώσεις νεκρών.


Εικόνα 30: Το εσωτερικό ενός θαλαμωτού τύμβου του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», στον οποίο διατηρούνται ίχνη έγχρωμου επιχρίσματος. Διακρίνονται οι επιμήκεις υποδοχές (loculi) για τους ενταφιασμούς νεκρών και οι άνωθεν αυτών αβαθείς κόγχες για την τοποθέτηση τεφροδόχων δοχείων.


Ένα από τα αξιόλογα χαρακτηριστικά των τύμβων είναι η επένδυση των τοιχωμάτων τους με κονίαμα. Ορισμένοι είχαν επίχρισμα λευκού χρώματος, το οποίο διακρίνεται τμηματικά σε δύο υπόγειους θαλάμους, ενώ σε άλλους οκτώ εντοπίστηκαν ίχνη πένθιμων νωπογραφιών. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων το κονίαμα έχει υποστεί εκτεταμένη φθορά, λόγω της φυσικής αποσάθρωσης, με συνέπεια να διασώζεται αποσπασματικά ο ζωγραφικός διάκοσμος σε τρεις μόλις τύμβους. Οι καλύτερα διατηρούμενες τοιχογραφίες εντοπίζονται σε ένα ταφικό μνημείο, στο νότιο σκέλος του Ρωμαϊκού νεκροταφείου, και διαχωρίζονται σε τρία επιμέρους διαζώματα πάνω σε λευκό φόντο. Στο κατώτερο διάζωμα διατάσσονταν ελικοειδείς μίσχοι φυτών και μαύρες οδοντώσεις επί της βάσης των τοιχωμάτων. Στο μεσαίο παριστάνονταν γιρλάντες από φυλλώματα και λουλούδια, που πάνω τους στέκονταν πουλιά, ενώνοντας τις ζωγραφιστές προσόψεις των επίμηκων υποδοχών (loculi), οι οποίες στον δυτικό τοίχο είναι ναόσχημες διαθέτοντας εκατέρωθεν κιονίσκους Ιωνικού ρυθμού. Στην δε επίστεψη των ναόσχημων πλαισίων αποτυπώνεται από ένα ζεύγος αντικριστών δελφινιών. Στην ανώτερη ζώνη οι κόγχες περιβάλλονταν από απομιμήσεις ορθομαρμαρώσεων και από μία ζωοφόρο, εκτεινόμενη κατά μήκος των τριών τοίχων έναντι της εισόδου, όπου απεικονίζονταν διάφορα ζώα, όπως πουλιά να ατενίζουν κίτρινους κρατήρες, καταδυόμενα δελφίνια γύρω από ένα κίτρινο δίσκο, λευκούς αντικριστούς κύκνους, ιππόκαμπους, ένα κίτρινο ψάρι να κοιτάζει ένα ευμέγεθες πουλί και άλλη φυτική διακόσμηση. Στον ανατολικό τοίχο αποτυπώνονταν σε κάθε ελεύθερη πλευρά της εισόδου δύο κυρτοί κλάδοι, από τους οποίους κρέμονταν δύο δίσκοι με κόκκινους χαλινούς.


Εικόνα 31: Άποψη από τον τοιχογραφικό διάκοσμο ενός υπόγειου τύμβου του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα». Στις προσόψεις των επίμηκων υποδοχών (loculi) έχουν ζωγραφιστεί ναόσχημα πλαίσια με κιονίσκους Ιωνικού ρυθμού και ενώνονται μεταξύ τους με γιρλάντα από φυλλώματα και λουλούδια.


Μεταξύ άλλων ευρημάτων στους υπόσκαφους τύμβους ανακαλύφθηκαν επιπλώσεις και άλλα τεχνουργήματα, που μαρτυρούν την πραγματοποίηση τελετών κατά την διάρκεια της εναπόθεσης των νεκρών, καθώς και μετά την εκφορά. Αρκετοί θάλαμοι περιείχαν πέτρινα έδρανα κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, εκατέρωθεν της εισόδου, και τετράγωνους ή κιονοειδείς βωμούς στην δυτική πλευρά, που πρέπει να εξυπηρετούσαν σαν καθίσματα και ως τράπεζες προσφορών ή διάφορων ταφικών αντικειμένων. Οι πενθούντες συγγενείς μετέφεραν μαζί τους λύχνους ελαίου για τον φωτισμό των θαλάμων και τους έβαζαν στο δάπεδο κοντά στις επιμήκεις υποδοχές (loculi), ενδεχομένως ως δώρα ή αναθήματα, κατά την διάρκεια της νεκρώσιμης τελετής. Επιπλέον, αποκομίστηκαν πολλά αγγεία, όπως αμφορείς και οικιακά σκεύη, κύπελλα, φιάλες, και πινάκια, τα οποία σχετίζονται με την προετοιμασία και το σερβίρισμα φαγητού, φανερώνοντας ότι οι οικείοι των θανόντων, είτε προσέφεραν σε αυτούς τροφές και σπονδές, είτε διενεργούσαν επιτόπου επιμνημόσυνα γεύματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ευρεθέντες μολύβδινοι κατάδεσμοι (πινακίδες) με εγχάρακτες κατάρες ή ευχές, που άφηναν οι επισκέπτες των τύμβων πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο το γραπτό μήνυμα τους θα μεταφέρονταν άμεσα στις υπερβατικές δυνάμεις.

Στο νότιο τμήμα του υπόγειου νεκροταφείου της «Ράχης Κουτσογκίλλα» εντοπίστηκε ένα τετράγωνο κτίριο θεμελιωμένο στο βραχώδες υπόστρωμα, που οι τοίχοι του έφεραν λευκό επίχρισμα. Κατά μήκος του νωτιαίου τοίχου διέθετε έναν μεγάλο πάγκο ή εξέδρα, ενώ στο κέντρο του είχε ανοιχτεί ένας μεγάλος κυκλικός λάκκος. Η συγκεκριμένη υποδομή πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς, όπως ιδιαίτερης λατρείας, επιμνημόσυνων γευμάτων και δείπνων ή ιεροτελεστικού πλυσίματος. Πιο ασφαλείς ενδείξεις για τελετουργικές δραστηριότητες των κατοίκων των Κεγχρεών ήρθαν στο φως στην γειτονική πλαγιά, όπου αποκαλύφθηκαν υπολείμματα πυράς αποτέφρωσης νεκρών ανθρώπων και ζώων, τα οποία είναι τα πρώτα τους είδους τους που έχουν καταγραφεί στον Ελληνικό χώρο για την περίοδο των Ρωμαϊκών χρόνων.


Εικόνα 32: Το εσωτερικό ενός υπόσκαφου τύμβου του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», στον οποίο διατηρούνται ίχνη λευκού επιχρίσματος. Μπροστά από μία επιμήκη υποδοχή ενταφιασμού (loculi), διακρίνεται ένας κιονοειδής βωμός, μάλλον τελετουργικού σκοπού.


Οι μυστικιστικοί υπόσκαφοι τύμβοι στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με τα περικαλλή υπερκείμενα κτίσματα και τον κατά περίπτωση εκλεπτυσμένο ζωγραφικό διάκοσμο των θαλάμων τους, καταδεικνύουν σαφέστατα ότι οι αρχικοί ιδιοκτήτες τους ήταν μάλλον εύποροι κάτοικοι και ανήκαν προφανώς στα ανώτερα στρώματα των αρχαίων Κεγχρεών ή έστω ήθελαν να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους ως μέλη μίας εξέχουσας κοινωνικής τάξης μέσα σε ένα Ρωμαϊκό πολιτειακό περιβάλλον. Η ιδιάζουσα αρχιτεκτονική τους βρίσκει μερικά παράλληλα σε διάφορες περιοχές, όπως σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, ενώ έχει ανακαλυφθεί ένας παραπλήσιος υπόγειος τύμβος και στην γειτονική Κόρινθο. Φαίνεται λοιπόν πως η τοπική κοινότητα των Κεγχρεών, μοιράζονταν την τεχνοτροπία και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες ενός εκλεκτού πολιτισμού της αστικής αριστοκρατίας στη Ρωμαϊκή Ανατολή.

Όμως, η χρήση της «Ράχης Κουτσογκίλλα» μεταβλήθηκε δραματικά κατά την ύστερη αρχαιότητα. Οι επιβλητικοί θαλαμωτοί τύμβοι και οι λοιπές εγκαταστάσεις του νεκροταφείου έπεσαν σταδιακά σε καθεστώς αχρηστίας μετά τον 3ο αιώνα μ. Χ., φθάνοντας συνθήκες πλήρους εγκατάλειψης τον 5ο προς 6ο αιώνα μ. Χ.. Έκτοτε και πιθανόν έως την αυγή του 7ου αιώνα μ. Χ., στην ανατολική πλαγιά αναπτύχθηκε ένα κοιμητήριο Χριστιανικών τάφων, που οι περισσότεροι ήταν λακκοειδείς με απλές επιτύμβιες στήλες, ενώ περιστασιακά πραγματοποιήθηκαν ενταφιασμοί και στους υπόγειους θαλάμους, όπως υποδηλώνεται από την παρουσία εγχάρακτων σταυρών στα τοιχώματα ενός εξ’ αυτών. Αυτή η εξέλιξη αντανακλά την βαθμιαία επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά και την σταδιακή οικονομική παρακμή του Κορινθιακού επινείου.


Εικόνα 33: Συστάδα λακκοειδών τάφων λαξευμένων στο βραχώδες υπόστρωμα στην ανατολική πλαγιά της «Ράχης Κουτσογκίλλα». Ο χώρος του Ρωμαϊκού νεκροταφείου των Κεγχρεών επαναχρησιμοποιήθηκε ως Χριστιανικό κοιμητήριο από τον 5ο/6ο αιώνα μ. Χ. έως τις αρχές του 7ου αιώνα μ. Χ..


Μολονότι ο αστικός ιστός του αρχαίου πολίσματος των Κεγχρεών δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα, λόγω ελλείψεως απτών πολεοδομικών αποδείξεων, εντούτοις διαπιστώθηκε αρκετά έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα 200 μέτρα βόρεια του μυχού του αρχαίου τεχνητού λιμένα, πλην όμως ανάγεται πριν την Ρωμαϊκή περίοδο, όπου ανήκουν οι ταυτοποιημένες λιμενικές υποδομές. Σχεδόν ολόκληρο το ανάγλυφο της υπόψη εδαφικής έξαρσης φαίνεται ότι λατομήθηκε κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π. Χ., όπως υποδηλώνεται από ένα νόμισμα της Σικυώνας. Μάλιστα, η λαξευμένη διάστρωση της βρέθηκε σε ευρεία έκταση και σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, στις αρχαιολογικές έρευνες της δεκαετίας του 1960. Στο δε νότιο άκρο της τοποθεσίας αποκαλύφθηκαν Ελληνιστικά κτιριακά κατάλοιπα του 4ου/3ου αιώνα π. Χ., με την καταληκτική χρονολόγηση τους να προσδιορίζεται από ένα νόμισμα των Μεγάρων του 307 – 243 π. Χ. και τρία νομίσματα του Μακεδόνα ηγεμόνα Δημήτριου του Πολιορκητή (303 – 288 π. Χ.). Στις ανασκαφές ήρθαν στο φως κεραμικά θραύσματα, κεραμίδια οροφής και ένας αριθμός πήλινων ειδωλίων, εκ των οποίων δύο εντάσσονται στον 5ο αιώνα π. Χ., δημιουργώντας την υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχαν στον λόφο προγενέστερες κτιριακές εγκαταστάσεις, που καταστράφηκαν κατά την λατόμευση της επιφάνειας του τον αμέσως επόμενο αιώνα. Επιπλέον, εντοπίστηκαν λεκάνες με αδιάβροχο κονίαμα, μία κινστέρνα και μία λαξευμένη υπόγεια δεξαμενή ύδατος, με υδραυλικό επίχρισμα και τοξωτή οροφή, υπό τύπον σήραγγας με δύο διαφαινόμενες διακλαδώσεις στην απόληξη της, μήκους πάνω από 4 μέτρα, στην οποία η είσοδος γίνεται από ένα κλιμακοστάσιο δεκαεπτά σκαλοπατιών(23).


Εικόνα 34: Κατασκευαστικά κατάλοιπα κινστέρνας στον λόφο βόρεια του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφικές εργασίες στα 1965. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α άρθρο 10, plate 53d).


Μία σχετικά άγνωστη αρχαιολογική θέση, πλην όμως εξαιρετικού ενδιαφέροντος, εντοπίζεται περί τα 700 μέτρα στα βορειοανατολικά του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Η πρόσβαση σε αυτή είναι εφικτή από την διασταύρωση της ΕΟ Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου, προς την παραλία μεγάλης ξενοδοχειακής επιχείρησης της περιοχής, και κατόπιν στρίβοντας δεξιά στον δεύτερο πλευρικό χωματόδρομο, από όπου συνεχίζοντας περίπου για 100 μέτρα, διακρίνει κανείς τα μαζικά αρχαία ερείπια, δίπλα από την περίφραξη μίας σύγχρονης ιδιωτικής κατοικίας στα ανατολικά. Πρόκειται για τα επιβλητικά κατάλοιπα ενός πομπώδους οικοδομήματος και συγκεκριμένα μίας τετράγωνης εξέδρας (podium), κατά προσέγγιση διαστάσεων 10,50 Χ 10,50 μέτρα, κτισμένης από βαρείς κατεργασμένους πώρινους δόμους και με μαρμάρινη επικάλυψη. Σήμερα η τοιχοποιία του διασώζεται από τρεις έως πέντε σειρές δόμων και σε ένα μέγιστο ύψος 1,70 μέτρων. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις, πάνω στην εξέδρα μάλλον εγείρονταν μία υπερκείμενη επίσης τετράγωνη κατασκευή, αλλά μικρότερων οριζόντιων διαστάσεων με ένα σχηματιζόμενο πυρήνα γύρω στα 3,80 Χ 3,30 μέτρα, η οποία επιστέφονταν περιμετρικά από ένα ογκωδέστατο ανάγλυφο γείσο, που έφερε έναν περίτεχνο φυτικό διάκοσμο. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν πολλά ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, με παραστάσεις φυλλωμάτων, εξυφαινόμενων κορδελών, πλοχμών κ.α., προδίδοντας την λαμπρότητα του οικοδομήματος, ενώ διατηρείται ακόμα στον χώρο ένα τεμαχισμένο τμήμα γωνιακής επίστεψης με περίγλυφα φύλλα άκανθας, το μέγεθος του οποίου είναι πραγματικά εκπληκτικό.


Εικόνα 35: Άποψη των καταλοίπων του μεγαλειώδους Ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, που βρίσκεται 700 μέτρα στα βορειοανατολικά του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, και θεωρείται πως ανήκε στον Ρωμαίο αξιωματούχο L. Castricius Requlus.


Το κτίσμα χρονολογείται από τους ειδικούς στον 1ο – 2ο αιώνα μ. Χ. και είχε ανεγερθεί γύρω από μία παλαιότερη δομή, κατασκευασμένη από πώρινους δόμους καλυμμένους με επίχρισμα και τα μεταξύ τους διάκενα είχαν πληρωθεί από μικρούς λίθους αρμολογημένους με κονίαμα. Αρχικά είχε ερμηνευτεί από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Robert Scranton ως αρχαιοελληνικός ναός της Κλασσικής περιόδου, εξαιτίας της φύσεως της τοιχοποιίας. Ωστόσο μετέπειτα ο ίδιος ανασκεύασε την εκτίμηση του, μέσα από την εξέταση των περισυλλεχθέντων ευρημάτων και κυρίως από την μελέτη των πολυάριθμων ενεπίγραφών θραυσμάτων με Λατινική γραφή. Έτσι λοιπόν θεωρείται πλέον ότι αποτελεί ένα Ρωμαϊκό ταφικό μνημείο, απαράμιλλης μεγαλοπρέπειας, το οποίο εικάζεται πως ανήκε στον επαρχιακό δημόσιο λειτουργό (duovir) για μία πενταετία, ονόματι L. Castricius Requlus.

Σε απόσταση περίπου 10 μέτρων νότια από το μνημειώδες Ρωμαϊκό μαυσωλείο ανακαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις ορισμένων μεταγενέστερων κτισμάτων, όπως υποδεικνύεται από την ευρεθείσα κεραμική του 5ου – 6ου αιώνα μ. Χ. και τα νομίσματα του 4ου ή πρώιμου 5ου αιώνα μ. Χ., με ενδεικτικό ένα κέρμα του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 – 408). Το δε μεγαλύτερο εξ’ αυτών διαθέτει μία αψιδωτή κόγχη στην ανατολική πλευρά του, και κατά πάσα πιθανότητα αντιστοιχεί σε μία Παλαιοχριστιανική βασιλική, ενώ στο διασωζόμενο κρηπίδωμα της βόρειας πλευράς του διακρίνεται το λίθινο κατώφλι μίας θύρας. Επίσης, περί την διαλαμβανόμενη εκκλησία εντοπίστηκε πλήθος ενταφιασμών της ίδιας χρονικής περιόδου. Παρά την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα της, η τοποθεσία του κολοσσιαίου Ρωμαϊκού μνημείου και των παρακείμενων κατοπινών οικοδομημάτων, δεν έχει διερευνηθεί επισταμένα σε όλη την έκταση της, ούτε έχει αναδειχθεί από αρχαιολογικής άποψης, με αποτέλεσμα να αγνοείται εντελώς η ύπαρξη της από τους τυχόν αρχαιόφιλους επισκέπτες στον όρμο των Κεγχρεών.


Εικόνα 36: Ογκώδης γωνιακή επίστεψη με ανάγλυφη διακόσμηση από φύλλα άκανθας, η οποία φανερώνει την απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια του Ρωμαϊκού μαυσωλείου, στην τοποθεσία βορειοανατολικά του αρχαίου επινείου των Κεγχρεών.


Κάπου εδώ ολοκληρώθηκε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος μας στον Ρωμαϊκό λιμένα των Κεγχρεών. Σε αυτό το νοερό οδοιπορικό μας περιηγηθήκαμε στα διατηρούμενα οικοδομικά μνημεία του υφιστάμενου αρχαιολογικού χώρου(24) και πήραμε μία παραστατική εικόνα για τις προηγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις εκείνης της αρχαίας εποχής, με τους συγκλίνοντες τεχνητούς κυματοθραύστες, που σχημάτιζαν μία ευρεία θαλάσσια λεκάνη για τον ασφαλή ελλιμενισμό των πλοίων και οι οποίοι είναι πλέον ενάλιοι. Πρώτα γνωρίσαμε τα κατάλοιπα των υποδομών του νότιου μόλου με τα τρία τυποποιημένα αποθηκευτικά συγκροτήματα, την εγκατάσταση των έξι ιχθυοδεξαμενών και το κτιριακό σύμπλεγμα του αψιδωτού κτιρίου με το μωσαϊκό δάπεδο και το περιρραντήριο, που ερμηνεύεται είτε ως το ιερό της Ίσιδας, είτε ως Ρωμαϊκό «Νυμφαίο». Στον ίδιο τομέα μελετήσαμε τα ερείπια της μεταγενέστερης πολύκλιτης Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, του βαπτιστηρίου και των λοιπών εξαρτημάτων της. Λίγο παρακάτω στα βορειοδυτικά της υποθετικής αφετηρίας του νότιου μόλου, «ξεσκεπάσαμε» τα διαμερίσματα και τα αρχιτεκτονικά μέλη ενός ευμεγέθους κτιριακού οικοδομήματος, με δέκα ευρύχωρα δωμάτια και περιστύλιο αίθριο, στο οποίο αποδίδεται δημόσιος διοικητικός χαρακτήρας. Στην κεντρική προβλήτα του λιμένα απαντήσαμε τα δομικά απομεινάρια, πιθανότατα από μία σειρά εμπορικών καταστημάτων, ενώ βορειότερα στο εσωτερικό φέρεται να διαμορφώνονταν μία πλατεία από πατημένο χώμα και χαλίκι, όπου και εντοπίστηκαν διάφορες θεμελιώσεις αρχαίων κτισμάτων.


Εικόνα 37: Άποψη των καταλοίπων του βορειοανατολικού Ρωμαϊκού μαυσωλείου. Διακρίνεται η ογκώδης λιθοδομή και ο τετράγωνος εσωτερικός πυρήνας του ταφικού μνημείου.


Φθάνοντας στον βορειοανατολικό μόλο των Κεγχρεών, το ερευνητικό βλέμμα μας προσελκύστηκε από την πλινθόκτιστη επιμελή τοιχοποιία του τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος, με το κεντρικό περιστύλιο αίθριο του να διαρρυθμίζεται γύρω από μία διαφαινόμενη πισίνα και το περικαλλές μωσαϊκό δάπεδο να κοσμεί την βόρεια αίθουσα του, αλλά και τις ψηφιδωτές επιστρώσεις των πατωμάτων στα ανατολικά δωμάτια του. Αρχικά το πολυδαίδαλο οικοδόμημα είχε ταυτιστεί με το ιερό της Αφροδίτης, που υπήρχε στο Ρωμαϊκό επίνειο του Σαρωνικού κόλπου, αλλά νεότεροι μελετητές διατείνονται ότι πρόκειται απλώς για μία πλούσια παραθαλάσσια έπαυλη. Έπειτα προχωρήσαμε κάπως πιο βορειοανατολικά, κατά μήκος της απόκρημνης ακτογραμμής, όπου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα από πολυτελή κτίσματα, τα οποία ενδεχομένως να αντιστοιχούν σε ένα πολεοδομικό τετράγωνο, στο οποίο διέμεναν ευκατάστατες οικογένειες, καθώς και ένα σπάνιο κτίριο οκταγωνικής κάτοψης, ενδεχομένως Χριστιανικής φυσιογνωμίας. Περιδιαβαίνοντας την «Ράχη Κουτσογκίλλα» εντυπωσιαστήκαμε από το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο, με τους επιβλητικούς υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους, που στα τοιχώματα τους ανοίγονται επιμήκεις υποδοχές ενταφιασμών (loculi) και άνωθεν κόγχες εναπόθεσης τεφροδόχων δοχείων, ενώ ένας εκ αυτών διατηρεί ακόμα ένα εκτενές μέρος των υπέροχων τοιχογραφιών του. Κατόπιν μεταφερθήκαμε στον λόφο 200 μέτρα βόρεια του μέσου του αρχαίου λιμένα, όπου βρέθηκαν θεμελιώσεις κτισμάτων των Ελληνιστικών Κεγχρεών και μία υπόγεια δεξαμενή. Τέλος η περιπλάνηση μας κατέληξε περίπου 700 μέτρα βορειοανατολικότερα, στην τοποθεσία του μεγαλειώδους Ρωμαϊκού μαυσωλείου, το οποίο έφερε επιδεικτική ανάγλυφη διακόσμηση, τουλάχιστον στην υπερκατασκευή της επίστεψης του. Τα δε επιβλητικά κατάλοιπα του συντροφεύονται από τα παρακείμενα ερείπια μίας μεταγενέστερης Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας.


Εικόνα 38: Άποψη τμήματος των αποκαλυφθέντων θεμελιώσεων της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, στην τοποθεσία στα βορειοανατολικά του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται το λίθινο κατώφλι μίας θύρας, ενώ με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η καμπή της αψιδωτής κόγχης του Ιερού Βήματος.


Ωστόσο, τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα μνημεία, αν όχι στο σύνολο τους, παραμένουν στην αφάνεια, καθώς πρακτικά δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά από τον ξέγνοιαστο παραθεριστή, που απολαμβάνει λίγες στιγμές αναψυχής στον σημερινό γραφικό ορμίσκο του αλλοτινού Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτός ο καταπληκτικός αρχαιολογικός χώρος, με την ιδιαίτερη ιστορική και αρχιτεκτονική σημασία, επιβάλλεται να τύχει της δέουσας προβολής. Θα μπορούσαν οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς να μεριμνήσουν πρωταρχικά για τον περιοδικό καθαρισμό των αρχαίων καταλοίπων από την βλάστηση, τα απορρίμματα και τα φερτά υλικά. Κάποιες από τις προσιτές δράσεις, που δεν απαιτούν ένα ιλιγγιώδες κόστος, είναι η τοποθέτηση καλαίσθητων πληροφοριακών πινακίδων με σχεδιαγράμματα, έστω και ξύλινων, σε κάθε μνημειακή θέση και η δημιουργία σηματοδοτημένων περιπατητικών διαδρομών. Ακόμα περαιτέρω, ίσως θα έπρεπε να αποκαλυφθούν μόνιμα τα εντοπισμένα μωσαϊκά δάπεδα των επιμέρους αρχαίων κτισμάτων, και να προστατευτούν με την τοποθέτηση κατάλληλων στεγάστρων, αντί να βρίσκονται θαμμένα κάτω από ένα στρώμα επιχωματώσεων, όπως ευελπιστούμε ότι συμβαίνει.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε με βάση την προηγούμενη εμπειρία των ανασκαφών της δεκαετίας του 1960, ότι θα ήταν εφικτή η στεγανοποίηση ορισμένων από τις ενάλιες υποδομές του νότιου μόλου, όπως το αψιδωτό κτίσμα, με σκοπό να καταστούν πιο προσβάσιμες. Επίσης, θα συνιστούσε ουσιώδη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση, η υλοποίηση των εκπονηθείσων μελετών για την ανάδειξη των υπόγειων θαλαμωτών τύμβων του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», προκειμένου να συντηρηθούν και να καταστούν επισκέψιμοι στο ευρύτερο κοινό. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και τηρουμένων των ασύμμετρων αναλογιών, οι οποίες προκύπτουν από τις τρέχουσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας μας, θα ήταν δυνατόν ο παραμελημένος χώρος του αρχαίου πολυπολιτισμικού επινείου των Κεγχρεών να μετατραπεί σε ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο, πανελλήνιας εμβέλειας και πόλος έλξης επισκεπτών. Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει ένα ξεκίνημα, είναι να ευαισθητοποιηθούν οι ιθύνοντες, και κυρίως οι παράγοντες της δημοτικής αρχής σε συνεργασία με την οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων, αλλά και τυχόν πολιτιστικοί σύλλογοι της περιοχής, δείχνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για τα ιστορικά μνημεία του τόπου τους.


Κείμενο – Επιλογή και επεξεργασία φωτογραφιών:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης(ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
2 Νοεμβρίου 2018



Εικόνα 39: Άποψη των αρχαίων καταλοίπων στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, όπως φωτογραφήθηκαν από τον αρχαιολόγο Γεώργιο Λαμπάκη στα 1905. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικόνα 16).


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι μετρήσεις έγιναν με βάση τις κλίμακες στα τοπογραφικά διαγράμματα και στις σχεδιαστικές κατόψεις των ανακαλυφθέντων λιμενικών εγκαταστάσεων. Στο πρώτο μέρος του παρόντος αφιερώματος αναφέρθηκε κάπως υπερβολικά, ότι το πλάτος της εισόδου στον λιμένα ενδεχομένως να άγγιζε και τα 200 μέτρα, όπως αναγράφονταν στην πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου.

2. Σε μερικές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ότι τα συγκροτήματα των αποθηκών ήταν πέντε, προσθέτοντας άλλα δύο προς την χερσαία αφετηρία του νότιου μόλου, πλην όμως μία τέτοια πιθανότητα δεν τεκμαίρεται από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα.

3. Το ανατολικό άκρο του εξωτερικού λιμενοβραχίονα στην είσοδο του λιμένα βρίσκεται σε βάθος 2 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

4. Το είδος του μωσαϊκού δαπέδου στο αψιδωτό κτίριο είναι παρόμοιο με ανάλογα παραδείγματα, που εντοπίστηκαν στην αρχαία Κόρινθο και χρονολογούνται στον 1ο αιώνα μ. Χ..

5. Το μεγαλύτερο μέρος των κινητών ευρημάτων από τον νότιο μόλο εκτίθενται σε ιδιαίτερη θεματική ενότητα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην νοτιότερη γωνία της αποβάθρας αποκαλύφθηκε η άκρη μίας μεγάλης βάρκας ή ενός μικρού πλοίου, που όμως δεν έχει ταυτοποιηθεί ακόμα χρονολογικά. Αν είναι αρχαίο θα πρέπει να προέρχεται από τις τελευταίες μέρες χρήσης των λιμενικών εγκαταστάσεων περί τον 6ο ή 7ο αιώνα, όταν το σκαρί εγκαταλείφθηκε επί τόπου.

6. Μία πληρέστερη παρουσίαση των ευρεθέντων πολύχρωμων υαλοθετημάτων, θα παρατεθεί στο προσεχές τρίτο και τελευταίο μέρος του παρόντος αφιερώματος στον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών.

7. Βλέπε εικόνα 44 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

8. Στον τομέα του Παλαιοχριστιανικού συμπλέγματος ανακαλύφθηκαν πάνω από 70 ταφές. Από αυτούς 25 εντοπίστηκαν στον κυρίως ναό της βασιλικής, 4 στον νάρθηκα, 6 στον εξωνάρθηκα, 5 στο πρώτο βορειανατολικό κλίτος, 5 στο πρώτο νοτιοδυτικό κλίτος, 5 στο μαρμαροθετημένο κλίτος – διάδρομο, και 12 στην περιοχή προς τα νοτιοδυτικά. Μερικοί ενταφιασμοί ανάγονται χωρίς αμφιβολία στην περίοδο λειτουργίας του εκκλησιαστικού ιδρύματος τον 5ο/6ο αιώνα μ. Χ., αλλά οι υπόλοιποι είναι σαφώς μεταγενέστεροι, υποδηλώνοντας ότι ο χώρος ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως Χριστιανικό κοιμητήριο της τοπικής κοινότητας των Κεγχρεών, ίσως προς το τέλος των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα.

9. Βλέπε εικόνα 45 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

10. Το υπόψη οικόπεδο έχει πλέον περιέλθει στο δημόσιο και αποτελεί δηλωμένο αρχαιολογικό χώρο. Το 2013 η αρχαιολόγος Καλλιόπη Κρυστάλλη – Βότση μεταβίβασε τα δικαιώματα της τοποθεσίας και των ευρημάτων στον καθηγητή Joseph L. Rife, διευθυντή των Αμερικανικών ανασκαφών στις Κεγχρεές, υπό την πατρωνία της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών Αθηνών, ο οποίος από το επόμενο έτος ξεκίνησε μία νέα φάση επαναξιολόγησης του εκτεταμένου αρχαίου οικοδομήματος.

11. Έχουν ανασκαφεί οκτώ δωμάτια από το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα, ενώ λόγω αρχιτεκτονικής συμμετρίας, εκτιμάται ότι άλλα δύο βρίσκονται κάτω από το σημερινό οδόστρωμα της Εθνικής Οδού. Επίσης, αρκετά ευρήματα και κυρίως λύχνοι έχουν σαφές Χριστιανικό περίβλημα, ενώ σε ένα από τα κιονόκρανα υπάρχει το σημείο του σταυρού, υποδηλώνοντας ότι πιθανώς μετά από κάποια χρονική στιγμή το προσωπικό της εγκατάστασης είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

12. Η στρωματογραφική μελέτη του οικοδομικού συμπλέγματος δεν έχει αποκαλύψει ακόμα πότε ακριβώς πραγματοποιήθηκε αυτή η καταστροφή.

13. Ορισμένοι ερευνητές προσδιορίζουν την τελευταία φάση λειτουργίας του στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 580 – 600. Η παρουσία χωνιών ανάμεσα στα ευρήματα φανερώνει ότι σε κάποιο από τα δωμάτια του, μεταγγίζονταν τα υγρά προϊόντα (λάδι, κρασί κ.λπ.) είτε σε μικρότερους αμφορείς για εμπορική διακίνηση, είτε σε ογκώδη δοχεία εναποθήκευσης.

14. Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται από την ανεύρεση σε αυτόν τον τομέα του λιμένος, πέντε ασημένιων νομισμάτων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976 – 1025).

15. Μετά τον καθαρισμό και τον διαχωρισμό των τεμαχίων των δύο αποθετών διασώθηκαν μόλις 108 νομίσματα, ενώ εκτός από τα αναμενόμενα Ρωμαϊκά – Βυζαντινά δείγματα, ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνονται και τέσσερα νομίσματα των Βανδάλων και άλλα 4 του βασιλιά των Οστρογότθων Τοτίλα (ή Baduila, 541 – 552).

16. Από τα 34 νομίσματα του αρχικού αποθέτη μετά τον καθαρισμό διασώθηκαν τα 16. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και τρία νομίσματα του βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχου του Μέγα (511 – 526).

17. Το πλάτος του συγκροτήματος υπολογίζεται κατά προσέγγιση ότι ενδεχομένως να έφτανε στα 36 μέτρα.

18. Βλέπε εικόνα 47 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

19. Μεταξύ των λοιπών ευρημάτων στα συντρίμμια του υπόψη συγκροτήματος, συμπεριλαμβάνονται αρκετοί αμφορείς και ποσότητες κεραμικής κυρίως του 1ου αιώνα μ. Χ., πολυάριθμοι λύχνοι και λίγα ποικιλόμορφα ειδώλια.

20. Οι εσωτερικές διαστάσεις του είναι 4,45 Χ 3 μέτρα.

21. Σχετικό αναλυτικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών/25-6-2016.

22. Μερικοί υπόγειοι θαλαμωτοί τύμβοι, σαρκοφάγοι και λακκοειδείς τάφοι ανακαλύφθηκαν παραλιακά περίπου στο κέντρο του ευρύτερου γεωγραφικού όρμου των Κεγχρεών, στα ανατολικά των υφιστάμενων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, συνιστώντας ένα κάπως απομακρυσμένο περιφερειακό νεκροταφείο της Ρωμαϊκής εποχής. Επίσης έχουν εντοπιστεί σποραδικά και άλλα παρόμοια ταφικά μνημεία στην ενδοχώρα περιμετρικά της θέσης του αρχαίου πολίσματος.

23. Κάπως δυτικότερα από τον υπόψη λόφο, ο Γεώργιος Λαμπάκης αναφέρει ότι στα 1905 είχε εντοπίσει άλλη μία μάλλον ορθογώνια δεξαμενή, διαστάσεων 2,40 Χ 2 μέτρων και βάθους 1,50 μέτρο. Σε ένα από τα τοιχώματα της διατηρούνταν η αποσπασματική παράσταση ενός σταυρού, που περιβάλλονταν από ιχθύες με ψήγματα χρωματισμού. Λόγω του προφανούς θρησκευτικού συμβολισμού, ο Έλληνας αρχαιολόγος θεώρησε εύλογα πως ανήκε στην Πρωτοχριστιανική περίοδο και υπέθεσε ότι πρόκειται για δεξαμενή, η οποία βρίσκονταν στην αγροικία ενός Χριστιανού κατοίκου των Κεγχρεών.

24. Ο χώρος του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών και τα περιφερειακά αρχαία μνημειακά κατάλοιπα, διέπονται από τις διατάξεις του νόμου Ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153/Β/28-6-2002).


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Χριστιανικαί Κεγχρεαί: Τοπογραφία των Κεγχρεών», Γεώργιος Λαμπάκης, Miscellanea di archeologia, storia e filologia dedicata a Professore Antonio Salinas nel XL anniversario del suo insegnamento accademico, pp. 71 – 80, Palermo, 1907.

2. «Κεγχρεές», Κ. Κρυστάλλη – Βότση, Αρχαιολογικόν Δελτίον 31 Β1 – Χρονικά (1976), σελίδα 64.

3. «Η Βασιλική των Κεγχρεών», Δημήτριος Πάλλας, Ανατύπωσις εκ του τόμου ΜΖ’ (1987) της επετηρίδας της ΕΒΣ, σελίδες 295 – 309, εν Αθήναις, 1989.

4. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.

5. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.

6. «Investigation at Kenchreai 1963», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 33, pp. 134 – 145, 1964.

7. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 19 Β1 – Χρονικά (1964), σελίδες 103 – 107.

8. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 20 Β1 – Χρονικά (1965), σελίδες 145 – 152.

9. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 21 Β1 – Χρονικά (1966), σελίδες 141 – 145.

10. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.

11. «Shalllow-water Excavation at Kenchreai ΙΙ», Joseph W. Shaw, American Journal of Archaeology 71, pp. 223 – 231, 1967.

12. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 24 Β1 – Χρονικά (1969), σελίδες 119 – 121.

13. «Shalllow-water Excavation at Kenchreai», Joseph W. Shaw, American Journal of Archaeology 74, pp. 179 – 180, 1970.

14. «A Small Deposit of Bronze Coins from Kenchreai», R. L. Hohlfelder, Hesperia 39, p. 68 – 72, 1970.

15. «A Sixth Century Hoard from Kenchreai», R. L. Hohlfelder Hesperia 42 (1973), 89 – 101, 1973.

16. «The Kenchreai Excavations: The Coins», Proceedings of the International Numismatic Congress, New York and Washington D. C., September, 1973.

17. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: Topography and Architecture», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai I), Leiden, 1978.

18. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: The Coins», Robert L. Hohlfelder, (Kenchreai III), Leiden, 1978.

19. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pp. 143 – 181, April 2007.

20. «Religion and Society at Roman Kenchreai», Joseph L. Rife, Corinth in context: Comparative Studies on Religion and Society, pp. 391 – 432), eds. S. J. Friesen, D. N. Schowalter, J. C. Walters, Novum Testamentum, Suppl. 134, Leiden, 2010.

21. «Preliminary Report on Early Byzantine Pottery from a Building Complex at Kenchreai (Greece)», Sebastian Heath, Joseph L. Rife, Jorge J. Bravo III, Gavin Blasdel, ISAW Papers 10, 2015.

22. http://www.kenchreai.org/The American Excavations at Kenchreai.

23. http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012.

24. http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive.

25. http://limenoscope.ntua.gr/Λιμενοσκόπιον - Κόρινθος - Κεγχρεές.

26. http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=kexries.

27. https://www.researchgate.net/figure/Kenchreai-The-ancient-harbor-and-the-Roman-cemetery-on-the-Koutsongila-Ridge-Contour.


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 40: Άποψη των ενάλιων διατηρούμενων θεμελιώσεων του μεσαίου αποθηκευτικού συγκροτήματος στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται ενδεικτικά ορισμένοι από τους εσωτερικούς θαλάμους του.



Εικόνα 41: Στιγμιότυπο από τις υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών κατά την δεκαετία του 1960. Είναι εντυπωσιακό το πλήθος των θραυσμάτων από αρχαία αγγεία. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 34c).



Εικόνα 42: Οστέινα και ελεφάντινα μέλη από διακοσμητική επένδυση ξύλινης επίπλωσης. Ανακαλύφθηκαν εντός του αψιδωτού κτιρίου, του θεωρούμενου ως ιερού της Ίσιδας ή κατά μία άλλη εκδοχή ως Ρωμαϊκού «Νυμφαίου», στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Εκτίθενται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.



Εικόνα 43: Ξύλινη θύρα μέσω της οποίας πραγματοποιούνταν η πρόσβαση στο υπόγειο του προσκτίσματος, στο αψιδωτό κτίριο του απεικαζόμενου ως ιερού της Ίσιδας ή Ρωμαϊκού «Νυμφαίου» στο επίνειο των Κεγχρεών. Εκτίθεται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.



Εικόνα 44: Τμήμα τοιχογραφίας από το κτίσμα του βαπτιστηρίου της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Ενδεχομένως να απεικονίζονταν η σκηνή του μαρτυρίου ενός Χριστιανού Αγίου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 48a).



Εικόνα 45: Ο διατηρούμενος στυλοβάτης με τις πέντε βάσεις κιόνων, από ένα κλίτος της νότιας πλευράς της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του επινείου των Κεγχρεών. Με κόκκινο βέλος επισημαίνονται τα διατηρούμενα τμήματα πλακών από το λιθόστρωτο του κλίτους – διαδρόμου, που οδηγούσε στο παρεκκλήσιο (μεταποιημένο προγενέστερο αψιδωτό κτίριο).



Εικόνα 46: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα της κτιστής κολυμβήθρας του βαπτιστηρίου της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται η τετράγωνη λεκάνη και το περίγραμμα του προεκτεινόμενου κουβουκλίου, που στηρίζονταν σε κιονίσκους.



Εικόνα 47: Άποψη τμήματος της βόρειας αίθουσας του μεγαλειώδους κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Διακρίνεται μέρος από το περίτεχνο μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο σήμερα δεν είναι ορατό. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 51b).



Εικόνα 48: Άποψη των καταλοίπων του τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, το οποίο έχει ερμηνευτεί ως το ιερό της Αφροδίτης στις Κεγχρεές ή κατά μία νεότερη άποψη ως πολυτελής παραθαλάσσια Ρωμαϊκή έπαυλη.



Εικόνα 49: Διατηρούμενο τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου από το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα, επί του αυχένα του βορειοανατολικού μόλου στο Ρωμαϊκό λιμένα των Κεγχρεών.



Εικόνα 50: Άποψη της απόληξης του φυσικού ακρωτηρίου του βορειοανατολικού μόλου στις Κεγχρεές, όπου δεσπόζει η βάση ενός πυργοειδούς κτίσματος, που πιθανότατα ανάγεται στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ή λίγο αργότερα. Εντός κόκκινου πλαισίου επισημαίνονται τα κατάλοιπα της νότιας ενότητας του παρακείμενου τριμερούς Ρωμαϊκού κτιριακού συγκροτήματος.



Εικόνα 51: Κτιριακά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, όπου πιθανόν να αναπτύσσονταν ένα πολεοδομικό τετράγωνο στην έκταση της σχηματιζόμενης πλαγιάς.



Εικόνα 52: Λεκάνες επιχρισμένες με αδιάβροχο κονίαμα επί του υψώματος στα 200 μέτρα βόρεια του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφικές εργασίες στα 1965. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 53c).



Εικόνα 53: Άποψη των καταλοίπων του μεγαλοπρεπούς Ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, που βρίσκεται στα 700 μέτρα βορειοανατολικά του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται το σωζόμενο ογκωδέστατο γωνιακό τμήμα από την ανάγλυφη επίστεψη του οικοδομήματος.
Δημοσίευση: Νοεμβρίου 01, 2018

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΑΡΧΑΙΟΣ ΛΙΜΕΝΑΣ ΚΕΓΧΡΕΩΝ (ΜΕΡΟΣ Β’ – ΜΝΗΜΕΙΑ)"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator