ΟΙ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΝΕΙΑ ΟΡΗ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

0


Αναζητώντας τον επιχειρησιακό σχεδιασμό δύο αφανών οχυρωματικών συγκροτημάτων στα Όνεια όρη στην βορειοανατολική Κορινθία, τα οποία χρονολογούνται στην περίοδο της επονομαζόμενης Β’ Βενετοκρατίας της Πελοποννήσου.


Εικόνα 1: Άποψη της εμπρόσθιας πλευράς του νοτιοανατολικού προμαχώνα της οχύρωσης στην τοποθεσία Στανοτόπι (ή Καστρί) στα Όνεια όρη. Στα αριστερά διακρίνεται το σηματοδοτημένο μονοπάτι, που διέρχεται από την νοτιοανατολική γωνία.


Η εποχή της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο δεν ήταν συνεχής, αλλά διακόπηκε για μία βραχεία περίοδο τριάντα ετών, από το 1685 έως το 1715, όταν στον Μοριά κυριάρχησαν οι Βενετσιάνοι, ως επιστέγασμα των διαδοχικών πολέμων τους με τους Οθωμανούς, καταλαμβάνοντας και το φρούριο του Ακροκορίνθου στα 1687. Σε αυτή την εμβόλιμη περίοδο, που καταχρηστικά αποκαλείται ως Β’ Βενετοκρατία, ανάγεται η κατασκευή δύο σχετικά άγνωστων και μάλλον ιδιότυπων οχυρώσεων, οι οποίες εντοπίζονται στον ορεινό ανάγλυφο νοτίως του Ισθμού της Κορίνθου. Ειδικότερα, πρόκειται για δύο λιτά αμυντικά τείχη, επί των διαβάσεων του Στανοτοπίου και της Μαρίστας στις βόρειες υπώρειες του ανατολικού μισού των Όνειων ορέων(1). Πριν όμως ασχοληθούμε με τον λειτουργικό τους σκοπό και την περιγραφή της αρχιτεκτονικής τους μορφής, κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε συνοπτικά την τοπογραφία της περιοχής και να προσπαθήσουμε να θέσουμε την ανέγερση τους σε ένα εύλογο ιστορικό πλαίσιο, προκειμένου να αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα.

Τα Όνεια όρη είναι μία επιμήκης βουνοσειρά, που εκτείνεται από την παραλία του οικισμού Λουτρά Ωραίας Ελένης προς την Κορινθιακή ενδοχώρα σε μήκος περίπου 9 χιλιομέτρων, με τον ευθύγραμμο σχηματισμό τους να διαγράφεται αμέσως νότια από τα χωριά Κεγχρεές, Ξυλοκέριζα και Σολομός. Το μέγιστο υψόμετρο τους ανέρχεται στα 581 μέτρα (κορυφή Προφήτης Ηλίας) και αποτελούσαν ανέκαθεν ένα δυσπρόσιτο φυσικό κώλυμα, στην απρόσκοπτη χερσαία προέλαση ενός δυνητικού εχθρού από εκείνη την κατεύθυνση, ο οποίος προφανώς θα επιδίωκε να τα υπερκεράσει. Το δεύτερο έδαφος τακτικής σημασίας είναι ο γειτονικός βραχώδης όγκος του Ακροκορίνθου (υψόμετρο 574 μέτρα), από όπου εποπτεύεται ολόκληρη η περιοχή του Ισθμού και ο βόρειος πεδινός διάδρομος προς Αχαΐα, κατά μήκος των παραλίων του Κορινθιακού κόλπου. Συνεπώς λοιπόν, κάθε επίδοξος εισβολέας που επιζητούσε να εισχωρήσει άμεσα στην καρδιά της Πελοποννήσου, ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει μία πορεία μέσα μέσα από μία στενή λωρίδα ευχερούς βατότητας, ανάμεσα στην δυτική απόληξη των Ονείων ορέων και τον Ακροκόρινθο, την οποία διασχίζει η κοίτη του ποταμού Ξεροπόταμου. Άλλωστε από εκεί διέρχονταν ανέκαθεν ο κυριότερος οδικός άξονας, που οδηγούσε με διακλαδώσεις από την Κορινθία στην Αργολίδα, Αρκαδία και Λακωνία(2). Ωστόσο, τα δευτερεύοντα δρομολόγια προς τον νότο έβαιναν από το ανατολικό τμήμα των Ονείων ορέων και συγκεκριμένα από τις προαναφερθείσες διαβάσεις του Στανοτοπίου και της Μαρίστας, καθώς και από το ανατολικό τέλος της βουνοσειράς, από όπου σήμερα περνάει η Εθνική Οδός Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου.


Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής βορείως των Ονείων ορέων, όπου επισημαίνονται τα κύρια δρομολόγια και οι εξεταζόμενες διαβάσεις. (1): Διάβαση Μαρίστας. (2): Διάβαση Στανοτοπίου. (Α): Δρομολόγιο Αρχαίας Κορίνθου – Άργους (παλαιά ΕΟ). (Β): Δρομολόγιο διερχόμενο από το πέρασμα της Μαρίστας προς το Γαλατάκι. (Γ): Εγκάρσιο δρομολόγιο διασύνδεσης των τοποθεσιών της Μαρίστας και του Στανοτοπίου. (Δ): Δρομολόγιο διερχόμενο από το πέρασμα του Στανοτοπίου προς τα Λουτρά Ωραίας Ελένης. (Ε): Παραλιακό δρομολόγιο στα ανατολικά των Ονείων ορέων (ΕΟ Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου).


Από στρατηγικής άποψης η περιφρούρηση των υπόψη ορεινών περασμάτων και της παράκτιας διαδρομής ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να απαγορευθεί μία ενδεχόμενη διέλευση ενός εχθρικού αποσπάσματος, το οποίο θα παράκαμπτε εκ του μακρόθεν το ισχυρό κάστρο του Ακροκορίνθου, εισερχόμενο αιφνιδιαστικά στα νώτα της Κορινθιακής περιφέρειας. Ταυτόχρονα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για την αναγκαστική διοχέτευση ενός πολυάριθμου αντίπαλου στρατεύματος, σε έναν επιλεγμένο χώρο εμπλοκής εντός του περιορισμένου πεδίου της εδαφικής ζώνης του ποταμού Ξεροπόταμου, βορείως του σημερινού χωριού Σολομός, όπου θα ήταν δυνατός ο εγκλωβισμός και η αναχαίτιση του. Με βάση αυτή την τακτική αντίληψη, οι κορυφές πάνω από τις τοποθεσίες του Στανοτοπίου και της Μαρίστας οχυρώθηκαν και κατά την αρχαιότητα, για τον έλεγχο των διαβάσεων, καθώς έχουν ανακαλυφθεί εκτεταμένα κατάλοιπα φρουριακών περιβόλων και τειχών(3), χρονολογούμενα στην ύστερη Κλάσσικη/πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (400/380 – 275 π. Χ.). Αυτά τα αρχαιοελληνικά οχυρωματικά έργα φαίνεται ότι ήταν ενταγμένα στον μακροπρόθεσμο επιχειρησιακό σχεδιασμό της περιοχής του Ισθμού, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η «χερσαία πύλη εισόδου» στην Πελοπόννησο, με την υλοποίηση μίας οργάνωσης εδάφους περιφερειακής ιδιοσυγκρασίας, αφού με αυτό τον τρόπο δεν προστατεύονταν μόνο η Κορινθία, αλλά και οι επικράτειες όλων των πόλεων – κρατών στον υπόψη γεωγραφικό χώρο.

Ουσιαστικά τα δύσβατα Όνεια όρη συνιστούσαν μία δεύτερη φυσική γραμμή άμυνας, πίσω από τα ισχυρά Κλασσικά/Ελληνιστικά τείχη, τα οποία εικάζεται πως ξεκινούσαν από τα παράλια, νότια από τον σημερινό οικισμό της Ισθμίας και συνέχιζαν εισερχόμενα προς το εσωτερικό, πάνω από την ράχη του Αγίου Δημητρίου, όπου και έχουν ανακαλυφθεί τα οικοδομικά λείψανα μερικών πύργων, για να στραφούν κατόπιν βορειοδυτικά/βόρεια καταλήγοντας στο μέρος της σύγχρονης πόλης της Κορίνθου(4). Προς τα δυτικά, ο αμυντικός τομέας του Ισθμού κλείνονταν από το κρημνώδες εκτόπισμα του περιτειχισμένου Ακροκορίνθου και την διπλή σειρά των «Μακρών Τειχών», τα οποία συνέδεαν την αρχαιοελληνική πόλη της Κορίνθου με τον λιμένα του Λεχαίου. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, τα αρχαία φρουριακά συγκροτήματα στα Όνεια όρη δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν μετά την Ελληνιστική εποχή, ενώ το στρατιωτικό ενδιαφέρον για τις διαβάσεις του Στανοτοπίου και της Μαρίστας αναθερμάνθηκε μόνο κατά την περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας, όταν και ανεγέρθηκαν τα δύο μεταγενέστερα οχυρωματικά τείχη επί των περασμάτων. Επίσης, με την πάροδο του χρόνου, τα Κλασσικά/Ελληνιστικά «Διίσθμια» τείχη αντικαταστάθηκαν από το περίφημο «Εξαμίλιον Τείχος», με ελαφρώς πιο προωθημένη χάραξη, που ανεγέρθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα μ. Χ. και απαξιώθηκε οριστικά μόλις στα 1715.


Εικόνα 3: Άποψη της βουνοσειράς των Ονείων από τον βόρειο βραχίονα του αρχαίου λιμένος των Κεγχρεών. Διακρίνεται το σύγχρονο λατομείο αδρανών υλικών, το οποίο έχει αλλοιώσει σημαντικά το φυσικό ανάγλυφο, καταστρέφοντας και ένα μεγάλο τμήμα της Βενετσιάνικης οχύρωσης του Στανοτοπίου.


Εστιάζοντας στο ιστορικό υπόβαθρο του θέματος μας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα χρόνια του έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου (1684 – 1699), όταν η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου σταδιακά κατέκτησε την Πελοπόννησο, ιδρύοντας το βραχύβιο «Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea)», το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τα 1715. Η περιφέρεια της Κορινθίας που καταλήφθηκε τον Αύγουστο του 1687, ανήκε στην επαρχία της Ρωμανίας με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania). Κατά την διάρκεια της κυριαρχίας τους και υπό την συνεχή απειλή μίας επικείμενης Οθωμανικής επίθεσης, οι Βενετσιάνοι προσπάθησαν να επισκευάσουν και βελτιώσουν τα υφιστάμενα κάστρα και λοιπά οχυρωματικά έργα της επικράτειας, διαθέτοντας όμως περιορισμένους πόρους και ανεπαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις. Πάρα τις πρακτικές δυσκολίες, ιδιαίτερη βαρύτητα φαίνεται ότι δόθηκε στο αμυντικό σύστημα της περιοχής του Ισθμού, την μοναδική δίοδο μίας χερσαίας εισβολής στην Πελοπόννησο(5), πλάτους 7 χιλιομέτρων στο στενότερο σημείο της. Είναι ενδεικτικό ότι στην Κόρινθο στα 1702 στρατοπέδευαν 2.045 πεζοί και 1.000 ιππείς, κυρίως Ευρωπαίοι μισθοφόροι, που αντιπροσωπεύαν πάνω από το ένα τρίτο του Βενετσιάνικου τακτικού στρατεύματος κατοχής στον Μοριά. Στα πλαίσια της αμυντικής τους οργάνωσης, οι Βενετσιάνοι ανακαίνισαν την τριζωνική δυτική πλευρά του φρουρίου του Ακροκορίνθου, σύμφωνα με τα τρέχοντα πρότυπα της οχυρωματικής τέχνης, όπως είχε διαμορφωθεί με την εξέλιξη των πυροβόλων όπλων, με τις εργασίες να περατώνονται γύρω στα 1711. Το ίδιο χρονικό διάστημα εκτιμάται ότι κατασκευάστηκαν και τα διαλαμβανόμενα τείχη στις διαβάσεις του Στανοτοπίου και της Μαρίστας, έτσι ώστε να αποκλειστούν τα ορεινά δρομολόγια στα Όνεια όρη(6), μέσω των οποίων ένα εχθρικό απόσπασμα μπορούσε να αποκτήσει μία εύκολη πρόσβαση στα εγκάρσια δρομολόγια πίσω από την βουνοσειρά και έπειτα να επιτεθεί στην πόλη της Κορίνθου από μη αναμενόμενη κατεύθυνση. Επιπλέον, οι Βενετσιάνοι πραγματοποίησαν μία απόπειρα για να επισκευάσουν και το «Εξαμίλιον Τείχος», αλλά αυτή δεν πρέπει να τελεσφόρησε εξαιτίας της έλλειψης των απαιτούμενων πιστώσεων.


Εικόνα 4: Η μικρότερη σε μήκος πλευρά του νοτιοανατολικού προμαχώνα στην τοποθεσία του Στανοτοπίου. Τα δύο οχυρωματικά έργα στα περάσματα των Ονείων ορέων κατασκευάστηκαν από τους Βενετσιάνους πιθανότατα μεταξύ του 1700 – 1711, στα πλαίσια μίας γενικότερης αμυντικής οργάνωσης της τοποθεσίας του Ισθμού ενάντια σε μία επικείμενη Τουρκική εισβολή.


Στα 1714 ξέσπασε ο έβδομος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1714 – 1718), κατά την διάρκεια του οποίου έμελλε να καταλυθεί το εύθραυστο Βενετσιάνικο «Βασίλειο του Μορέως». Στις 25 Ιουνίου 1715, ένα Οθωμανικό εκστρατευτικό σώμα πλέον των 70.000 ανδρών, με επικεφαλής τον μέγα βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή (Ali Kumurgi), έκανε την εμφάνιση του στην Κορινθία με σκοπό την κατακτητική επέλαση προς την ενδοχώρα(7). Εκείνον τον καιρό, οι Βενετσιάνοι είχαν να αντιπαρατάξουν απελπιστικά κατώτερες δυνάμεις, συγκροτούμενες από Ιταλούς, Γάλλους, Γερμανούς, Αλβανούς, Σλάβους και Έλληνες μισθοφόρους, οι οποίοι δεν ήταν πάντοτε καλά εκπαιδευμένοι. Το σύνολο το στρατευμάτων τους στην Πελοπόννησο φέρεται να αριθμούσε περίπου στους 5.000 ή το πολύ 8.000 πολεμιστές, διαμοιρασμένους στα σπουδαιότερα στρατιωτικά κέντρα της Πελοποννήσου, ενώ είχε αποφασιστεί να αχρηστευτούν τα περισσότερα οχυρά, αφού δεν μπορούσαν να επανδρωθούν. Οι Τούρκοι προσπέλασαν το «Εξαμίλιον Τείχος», χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία αντίσταση και περιέσφιξαν τον Ακροκόρινθο, που τον υπερασπίζονταν μόλις 500 στρατιώτες και 200 Έλληνες βοηθητικοί. Μοιραία έπειτα από μία συντομότατη πολιορκία, ο Βενετσιάνος διοικητής του φρουρίου Giacomo Minotto, παραδόθηκε στις 2 Ιουλίου 1715 με συνθήκη, η οποία προέβλεπε την ασφαλή μεταφορά της φρουράς στην Κέρκυρα. Όμως μία παρασπονδία των γενίτσαρων προκάλεσε την επόμενη ημέρα ανελέητες σφαγές, λεηλασίες και μαζικές αιχμαλωσίες Ελλήνων αμάχων, επιφέροντας την μήνι του Αλή Κιουμουρτζή με παραδειγματικές τιμωρίες προς τους υπαίτιους(8). Δεν γνωρίζουμε αν διενεργήθηκε κάποια επιθετική ενέργεια εναντίον των διαβάσεων του Στανοτοπίου και της Μαρίστας, παράλληλα με την πολιορκητική επιχείρηση στον Ακροκόρινθο ή αν τα δύο οχυρωματικά τείχη είχαν αφεθεί αφύλαχτα από τους Βενετσιάνους λόγω λειψανδρίας. Ενδεχομένως, είτε να αγνοήθηκαν ως αμελητέα με γνώμονα την συντριπτική αναλογία δυνάμεων υπέρ των Οθωμανών, είτε να κυριεύτηκαν αμαχητί από αναγνωριστικές εχθρικές περιπόλους. Αναμφισβήτητα, το κυρίως Τουρκικό σώμα διέσχισε ανενόχλητο την Κορινθία, πέρασε από το εγκαταλειμμένο Άργος στις 9 Ιουλίου 1715 και μετά από τρεις ημέρες έθετε υπό πολιορκία το Ναύπλιο, οπότε ακόμα και η τυχόν παράθεση μίας απεγνωσμένης έσχατης άμυνας επί των Ονείων ορέων φαντάζει λίαν ουτοπική υπόθεση(9).


Εικόνα 5: Τμήμα του βασικού μεταπυργίου τείχους στο Στανοτόπι, στο οποίο διατηρείται ο περίδρομος μάχης των επάλξεων. Τα δύο οχυρά στα Όνεια όρη ίσως να είχαν αφεθεί αφύλαχτα από τους Βενετσιάνους, λόγω έλλειψης στρατιωτών, κατά την Τουρκική προέλαση στην Πελοπόννησο στα 1715.


Έκτοτε οι δύο Βενετσιάνικες οχυρώσεις στις διαβάσεις του Στανοτοπίου και της Μαρίστας απαξιώθηκαν, καθόσον δεν εξυπηρετούσαν πλέον καμία στρατιωτική σκοπιμότητα, λόγω της απόλυτης Τουρκικής κυριαρχίας στον Ελλαδικό χώρο. Επίσης, δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν ούτε κατά την επανάσταση του 1821, τόσο από τους Έλληνες αγωνιστές ως χώροι συγκεντρώσεως, όσο και από τους Τούρκους δυνάστες ως φυλάκια των ορεινών δρομολογίων. Τα λησμονημένα κατάλοιπα του τείχους στο Στανοτόπι εξετάστηκαν για πρώτη φορά περί τα 1925 από τον Αμερικάνο κλασσικό φιλόλογο και αρχαιολόγο Harold N. Fowler, το πόρισμα του οποίου έχει ιδιαίτερη αξία, αν και δεν περιλαμβάνει κανένα σχεδιάγραμμα, καθώς περιγράφει το τμήμα του βορειοδυτικού προμαχώνα, που σήμερα είναι κατεστραμμένο ολοσχερώς. Στους νεότερους χρόνους και κατά την υλοποίηση του προγράμματος «Eastern Korinthia Archaeological Survey (EKAS)», το χρονικό διάστημα 1997 – 2003, μεταξύ άλλων ερευνήθηκαν ενδελεχώς και οι φρουριακές υποδομές της ύστερης Κλασσικής/πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου, όπως και τα μεταγενέστερα αμυντικά τείχη της Β’ Βενετοκρατίας και στις δύο επιζητούμενες τοποθεσίες στα Όνεια όρη. Τα αποτελέσματα της επιφανειακής επισκόπησης μαζί με σχεδιαγράμματα, δημοσιεύτηκαν σε μία αξιόλογη κοινή μελέτη των επίσης Αμερικάνων πανεπιστημιακών καθηγητών William R. Caraber και Timothy E. Gregory, από την οποία αντλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αρχιτεκτονικών πληροφορίων του παρόντος άρθρου. Όμως οι επιφανειακές εργασίες δεν έφεραν στο φως κεραμική ή άλλα ευρήματα στον χώρο των δύο Βενετσιάνικων οχυρών, που συνδέονται με την περίοδο της χρήσης τους(10). Βρέθηκαν μόνο δύο αδιευκρίνιστα κεραμικά κομμάτια έξω από τον πύργο στην Μαρίστα. Αυτή η διαφαινόμενη απουσία αντικειμένων, πιθανόν να υποδηλώνει ότι οι συγκεκριμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν επανδρώθηκαν πότε ή τουλάχιστον εκκενώθηκαν εξονυχιστικά πριν την Τουρκική εισβολή στην Πελοπόννησο στα 1715. Ωστόσο, μέσα από μία ενδεχόμενη συστηματική ανασκαφή, ίσως να ανακαλυφθούν κάποια κινητά ευρήματα, τα οποία να διαφωτίσουν κάπως περισσότερο την ιστορία αυτών των μνημείων.


Εικόνα 6: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του Στανοτοπίου με ενδεικτικό σχεδιάγραμμα της Βενετσιάνικης οχύρωσης και των δρομολογίων πρόσβασης. (1): Νοτιοανατολικός προμαχώνας. (2): Μεσαίος προμαχώνας. (3): Μεταπύργιο τείχος. (4): Θύρα μεσαίου προμαχώνα. (5): Κατεστραμμένος βορειοδυτικός προμαχώνας με τμήμα του μεταπυργίου τείχους. (Α): Δρομολόγιο ανατολικής ρεματιάς (σηματοδοτημένο μονοπάτι). (Β): Δρομολόγιο παλαιού δασικού δρόμου. (Γ): Λατομείο αδρανών υλικών.


Η διάβαση του Στανοτοπίου ορίζεται από τον αυχένα που σχηματίζεται ανάμεσα στον κύριο όγκο των Ονείων ορέων και την ανατολικότερη κορυφή τους, ακριβώς πάνω από τον όρμο των Κεγχρεών. Στην τοποθεσία άγουν δύο δρομολόγια, τα οποία ανέρχονται από το πεδινό έδαφος στα νοτιοδυτικά ενός στρατοπέδου του Ελληνικού Στρατού και συναντούν την Βενετσιάνικη οχύρωση, ακολουθώντας δύο συγκλίνουσες ρεματιές που τέμνονται επί της βόρειας όψης του βουνού. Πρόκειται για ένα σηματοδοτημένο εύκολο μονοπάτι, μήκους περίπου 350 μέτρων, που βαίνει επί της πευκόφυτης δυτικής πλευράς της ανατολικής χαράδρωσης, συνεχίζοντας περαιτέρω στην ράχη των Ονείων ορέων και για έναν δυτικότερο, δυσδιάκριτο πλέον, δασικό χωματόδρομο (11), κατά την διάνοιξη του οποίου κατεδαφίστηκε ένα τμήμα του βασικού μεταπυργίου τείχους. Μέσω αυτών των διαδρομών προσεγγίζεται το πέρασμα του Στανοτοπίου και από εκεί παρέχεται πρόσβαση σε πολλαπλά κατερχόμενα δρομολόγια, προς την περιοχή νοτίως του σημερινού οικισμού των Λουτρών Ωραίας Ελένης.

Θέλοντας να ασφαλίσουν την διάβαση, οι Βενετσιάνοι ανέγειραν μία σύνθετη γραμμική οχύρωση στην βόρεια είσοδο αυτής (μέγιστο υψόμετρο 127 μέτρα) και με κάπως λοξό προσανατολισμό βορειοδυτικά – νοτιοανατολικά, η οποία διέθετε έναν μεσαίο και δύο ακραίους προμαχώνες. Μία επιπρόσθετη επιχειρησιακή αποστολή της φρουράς της θα πρέπει να ήταν και η επιτήρηση του βατότερου παραλιακού δρομολογίου προς την Επίδαυρο, με ετοιμότητα άμεσης πλευροκόπησης ή αποκλεισμού του στενότερου σημείου του, ανάμεσα στην ανατολική κατάπτωση των Ονείων ορέων και του νότιου αιγιαλού του όρμου των Κεγχρεών. Σε αυτό το μέρος ένα ολιγομελές στρατιωτικό απόσπασμα θα μπορούσε είτε να καθυστερήσει σημαντικά την προέλαση μίας εχθρικής φάλαγγας εκτελώντας μία ενέργεια επιβράδυνσης, είτε υπό προϋποθέσεις ακόμα και να την αναχαιτίσει.


Εικόνα 7: Άποψη του μετωπικού τοίχου του νοτιοανατολικού προμαχώνα στο Στανοτόπι. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το στόμιο ενός από τους τρεις αποχετευτικούς αγωγούς όμβριων υδάτων, ένα από τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, που υποδηλώνει ότι αρχιτέκτονες της οχύρωσης ήταν γνώστες εκλεπτυσμένων τεχνικών δόμησης.


Το αμυντικό τείχος στον αυχένα του Στανοτοπίου διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, αλλά ορισμένα τμήματα του αποκρύβονται από την πυκνή βλάστηση. Στην αρχική του μορφή είχε ένα ανάπτυγμα περίπου 260 μέτρων, αλλά πλέον τα κατάλοιπα του διακρίνονται σε ένα μέτωπο γύρω στα 218 μέτρα. Δυστυχώς, το βορειοδυτικό τμήμα του αφανίστηκε από τις εκτεταμένες εκσκαφές ενός γιγαντιαίου ιδιωτικού λατομείου αδρανών υλικών, που άρχισε την λειτουργία του στα 1970, προξενώντας σταδιακά και την ανεπανόρθωτη αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ δεν άργησαν να εκδηλωθούν έντονες αντιδράσεις στην οποιαδήποτε ασύστολη λατομική δραστηριότητα, από ευαισθητοποιημένους κατοίκους της περιοχής και τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς(12). Η οχύρωση εκτιμάται ότι σχεδιάστηκε από στρατιωτικούς μηχανικούς, οι οποίοι κατανοούσαν σαφώς την τοπική μορφολογία του εδάφους και κατείχαν εξειδικευμένες γνώσεις τακτικής και αρχιτεκτονικής, όπως συμπεραίνεται από ορισμένες δομικές διαρρυθμίσεις. Ανάλογες διαπιστώσεις εξάγονται και στην περίπτωση του τείχους στην έτερη διάβαση της Μαρίστας, συνηγορώντας στην πεποίθηση ότι ανεγέρθηκε ταυτόχρονα, υπό την επίβλεψη των ίδιων αρχιτεχνιτών.

Η τοιχοποιία του φρουριακού συγκροτήματος στο Στανοτόπι είναι αρκούντως επιμελημένη και συνίσταται στην κατασκευή δύο παράλληλων τοίχων από ακανόνιστους δόμους, μεσαίου μεγέθους, ενώ το ενδιάμεσο κενό πληρώνονταν με μικρότερες πέτρες, χαλίκι και ασβεστοκονίαμα. Οι εξωτερικοί λίθοι έχουν υποστεί μερική κατεργασία μετωπικά, έτσι ώστε να αποκτήσουν μία σχετικά λεία όψη. Σύμφωνα με τους Αμερικάνους ερευνητές, οι έξωθεν επιφάνειες των τοίχων ήταν καλυμμένες με ένα στρώμα επιχρίσματος, από το οποίο δεν διασώζονται παρά ελάχιστα ίχνη του και πιθανώς να εφαρμόζονταν σε όλη την έκταση τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι όταν εξέτασε το μνημείο ο αρχαιολόγος Harold N. Fowler περί το 1925, παρατήρησε σε αρκετά σημεία κατά μήκος του μεταπυργίου τείχους ένα τελείωμα στην κορυφή του, διαμορφωμένο από τριγωνικούς δόμους, ένα αρχιτεκτονικό γνώρισμα που ίσως να ανταποκρίνεται στην ύπαρξη οδοντωτών επάλξεων, όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πιστοποιηθεί, καθόσον φαίνεται να έχουν καταπέσει αυτές οι ασαφείς δομικές απολήξεις.


Εικόνα 8: Η νότια γωνία του νοτιοανατολικού προμαχώνα στο Στανοτόπι. Παραπλεύρως διακρίνεται η πορεία του σηματοδοτημένου μονοπατιού, που διέρχεται από την οχύρωση και συνεχίζει στην ράχη των Ονείων ορέων.


Ο νοτιοανατολικός προμαχώνας είναι μία τρίπλευρη ορθογώνια κατασκευή, σχήματος ανισοσκελούς «Π», διαστάσεων 20 Χ 15 Χ 50 μέτρων, χωρίς να κλείνεται από κάποιο προστατευτικό τοίχωμα στα νοτιοδυτικά νώτα του, όπου ανυψώνεται το έδαφος. Διατηρείται δε σε ένα μέγιστο ύψος 2,62 μέτρων εξωτερικά στην νοτιοανατολική γωνία του. Τα τείχη του έχουν μέσο πάχος περίπου 1,20 μέτρα, ένα μέγεθος που εφαρμόζεται στο σύνολο της γραμμικής οχύρωσης, και διατρέχονται από όπισθεν περίδρομο μάχης πλάτους γύρω στα 1,45 μέτρα, ο οποίος σύμφωνα με την αναφορά του Harold Fowler, κάποτε βρίσκονταν 1,25 μέτρα κάτω από την κορυφή των επάλξεων. Στην μετωπική ανατολική πλευρά του διακρίνονται τα τετράγωνα ανοίγματα των στομίων τριών αποχετευτικών αγωγών(13), που επέτρεπαν την αποστράγγιση των συσσωρευμένων όμβριων υδάτων από το εσωτερικό του προς την κοίτη της παρακείμενης αβαθούς ρεματιάς. Αυτή η λειτουργική διευθέτηση είναι ενδεικτική της κατάρτισης των αρχιτεκτόνων, υποδηλώνοντας σαφώς ότι γνώριζαν εκλεπτυσμένες τεχνικές δόμησης. Οι δύο εξωτερικές γωνίες του νοτιοανατολικού προμαχώνα έχουν κατασκευαστεί με μεγαλύτερη επιμέλεια από τα υπόλοιπα μέρη του. Αυτές διαμορφώνονται από εναλλασσόμενες σειρές κεφαλίδων και φορέων, ένα γνώρισμα που απαντάται στην λιθοδομή από μερικά Βενετσιάνικά κάστρα της ίδιας χρονικής περιόδου, όπως το φρούριο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Επίσης, στις υπόψη γωνίες γίνεται αντιληπτή και η ελαφρά κλίση του μετωπικού ανατολικού τοιχώματος, έτσι ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα εξοστρακισμού των βλημάτων από πυροβόλα όπλα, όταν βάλλεται από χαμηλότερο επίπεδο. Ο νοτιοανατολικός προμαχώνας περισσότερο στένευε την πρόσβαση προς την διάβαση του Στανοτοπίου και δεν την έφραζε εντελώς, αφήνοντας μία μικρή επίπεδη περιπατητική διαδρομή, πάνω από την όχθη της ρεματιάς, που η κοίτη της είναι απροσπέλαστη σε αρκετά σημεία από σχεδόν κάθετα βραχώδη εμπόδια. Άρα λοιπόν καθιστούσε υποχρεωτική, και συνεπώς πλήρως ελεγχόμενη, την πορεία από εκεί οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας, με κατεύθυνση προς την τοποθεσία του περάσματος και κατ’ επέκταση στις περιοχές νοτίως των Ονείων ορέων.


Εικόνα 9: Μέρος του βασικού μεταπυργίου τείχους της οχύρωσης του Στανοτοπίου. Στα αριστερά της φωτογραφίας διακρίνεται το τμήμα που καταστράφηκε κατά την διάνοιξη ενός δασικού χωματόδρομου.


Από τον ακραίο νοτιοανατολικό προμαχώνα εκτείνεται το βασικό μεταπύργιο τείχος, ακολουθώντας την ανύψωση του εδάφους σε μία κατά προσέγγιση ευθεία γραμμή περίπου 54 μέτρων και κατόπιν συναντά τον μεσαίο προμαχώνα στην υψηλότερη θέση επί του αντερείσματος μεταξύ των δύο ρεματιών, που ήταν προφανώς σχεδιασμένος για να καλύπτει το εκατέρωθεν ανάπτυγμα του φρουριακού συγκροτήματος. Πρόκειται για ένα καλοχτισμένο οχύρωμα, πεντάγωνης κάτοψης, με διαστάσεις πλευρών περίπου 21 Χ 12 Χ 18 Χ 18 Χ 12 μέτρα. Στην μέση της νοτιοδυτικής πλευράς, που ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια του βασικού μεταπυργίου τείχους, διαμορφώνεται μία θύρα εισόδου, εύρους γύρω στο 1,5 μέτρο, οδηγώντας εντός του προμαχώνα, το εσωτερικό του οποίου είναι σκεπασμένο με πυκνή βλάστηση, κάνοντας επισφαλή την εξαγωγή περαιτέρω συμπερασμάτων, καθώς δεν διακρίνονται οι επιφάνειες των τοιχωμάτων του. Πάντως, ο διαπιστωμένος περίδρομος μάχης έχει πλάτος περί το 1,50 μέτρο στην βορειότερη πλευρά και διαγράφονταν γύρω στα 50 εκατοστά κάτω από την κορυφή των επάλξεων, όπως παραθέτει ο Harold Fowler. Περίπου στα 15 μέτρα βορειοδυτικά της πεντάγωνης κατασκευής ανοίγονταν στο βασικό μεταπύργιο τείχος μία θύρα παρόδου, με εύρος ίδιο με εκείνο της θύρας εισόδου στον προμαχώνα, που ίσως να υπείχε την τον ρόλο μίας επίσημης πύλης της Βενετσιάνικης οχύρωσης στο Στανοτόπι. Δίπλα από το κατώφλι αυτής της θύρας διαμορφώνονταν μία κλίμακα, μέσω της οποίας ανέβαιναν οι υπερασπιστές στον εσωτερικό περίδρομο μάχης και κατόπιν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στις επάλξεις.


Εικόνα 10: Άποψη των διατηρούμενων καταλοίπων της νοτιότερης πλευράς του πεντάγωνου μεσαίου προμαχώνα στο Στανοτόπι, που το περίγραμμα του διακρίνεται με δυσκολία μέσα από την πυκνή βλάστηση.


Από το παραπάνω θυραίο άνοιγμα μετά τον μεσαίο προμαχώνα, το βασικό μεταπύργιο τείχος κατέρχεται περί τα 100 μέτρα, ακολουθώντας το εδαφικό ανάγλυφο του αντερείσματος, με ελαφρώς βόρεια – βορειοδυτική κατεύθυνση, και διακόπτεται απότομα στον χωματόδρομο, ο οποίος διατρέχει το χείλος του σύγχρονου λατομείου αδρανών υλικών. Από αυτό το σημείο και πέρα, σύμφωνα πάντα με την περιγραφή του Harold Fowler, το οχυρωματικό τείχος προεκτείνονταν ακόμα βορειότερα για περίπου 40 μέτρα και κατέληγε σε έναν βορειοδυτικό προμαχώνα, ένα σημαντικό τμήμα του φρουριακού συγκροτήματος που εξαφανίστηκε από την ανεξέλεγκτη λατομική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών. Το συγκεκριμένο οχύρωμα φέρεται να ήταν τριγωνικού σχήματος, χωρίς να διαθέτει τοίχωμα στα νώτα του, με θεωρητικές διαστάσεις σκελών 21 Χ 18 μέτρα και έκλεινε σε μία κρημνώδη κατάπτωση του αντερείσματος, πάνω από την δυτική ρεματιά, αποκόπτοντας τελείως ένα εκτιμώμενο ανοδικό δρομολόγιο προς την διάβαση του Στανοτοπίου. Ο δε Harold Fowler παρατήρησε σε αυτό το ακριανό τμήμα μία αρχιτεκτονική διαρρύθμιση για απορροή των όμβριων υδάτων από το εσωτερικό προς στην παρακείμενη ρεματιά, πιθανότατα παρόμοια με τους αποστραγγιστικούς αγωγούς στον νοτιοανατολικό προμαχώνα, όμως εκ των πραγμάτων αυτή η πληροφορία δεν δύναται να επιβεβαιωθεί.


Εικόνα 11: Άποψη της Βενετσιάνικης οχύρωσης στην διάβαση της Μαρίστας από τα νότια. Με τον ξύλινο σταυρό υποδεικνύεται ο σχηματιζόμενος πυργοειδής προμαχώνας στο άκρο. Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνονται από τα αριστερά τα χωριά Ξυλοκέριζα και Εξαμίλια και στην προέκταση του ορίζοντα η πόλη της Κορίνθου και ο Κορινθιακός κόλπος.


Η έτερη επιζητούμενη διάβαση της Μαρίστας εντοπίζεται δυτικότερα στην βουνοσειρά των Όνειων ορέων, στις ανατολικές υπώρειες της κορυφής Οξύ (υψόμετρο 562 μέτρα), απέχοντας 1.800 μέτρα στην ευθεία από την τοποθεσία του Στανοτοπίου και 2.100 μέτρα από το κέντρο του χωριού Ξυλοκέριζα στα βορειοδυτικά(14). Το καλύτερο δρομολόγιο προσέγγισης ανιχνεύεται κατά μήκος της ανατολικής όχθης μίας αρκετά βαθιάς ρεματιάς(15), το οποίο έπειτα ανέρχεται απότομα διερχόμενο από την δυτική πλευρά ενός ευρέως διάσελου και αφού περάσει την ράχη του ορεινού όγκου σε ένα υψόμετρο λίγο πάνω από τα 320 μέτρα, κατέρχεται τελικά νότια με πορεία προς τον οικισμό Γαλατάκι και την περιοχή της αρχαίας Σολυγείας. Μια από τις διακλαδώσεις αυτού του μονοπατιού διατρέχει παράλληλα με την κορυφογραμμή προς τα ανατολικά και διασταυρώνεται με το καθοδικό δρομολόγιο από το πέρασμα του Στανοτοπίου, συνδέοντας τις θέσεις των δύο οχυρωματικών έργων στα Όνεια όρη. Επιπλέον, μία δεύτερη εναλλακτική πρόσβαση στο μέρος της Μαρίστας δύναται να διενεργηθεί λίγο ανατολικότερα από την προαναφερθείσα ρεματιά, ξεκινώντας από την κατάληξη ενός χωματόδρομου, που αναφύεται από έναν αγροτικό δρόμο, παράλληλο με την επαρχιακή οδό Ξυλοκέριζας – Λουτρών Ωραίας Ελένης. Από εκείνο το σημείο, μπορεί κάποιος να ακολουθήσει μία γενικότερη ανοδική διαδρομή, μέτριας δυσκολίας, επί του έμπροσθεν αντερείσματος με κατεύθυνση ελαφρώς νοτιοδυτικά και αφού διασχίσει ένα πευκόφυτο αλσύλλιο θα αντικρύσει κατόπιν τα κατάλοιπα της Βενετσιάνικης οχύρωσης, έχοντας διανύσει μία απόσταση περί τα 260 μέτρα, ενώ αν συνεχίσει την προχώρηση του λίγα μέτρα παρακάτω, θα φτάσει στο διάσελο του κυρίως δρομολογίου.

Εικόνα 12: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του Μαρίστας με ενδεικτικό σχεδιάγραμμα της Βενετσιάνικης οχύρωσης και τα δρομολόγια πρόσβασης. (1): Πύργος (ή πυργοειδής προμαχώνας), (2): Μεταπύργιο τείχος, (Α): Κύριο δρομολόγιο που ακολουθεί την ρεματιά, (Β): Πρόσβαση από το βορειοανατολικό αντέρεισμα.


Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Στανοτοπίου, οι Βενετσιάνοι επιδιώκοντας να διασφαλίσουν το ορεινό πέρασμα της Μαρίστας, οικοδόμησαν μία επίσης γραμμική οχύρωση στην βόρεια είσοδο της, με προσανατολισμό βόρεια – νοτιοανατολικά, μικρότερης κλίμακας και σαφώς πιο απλουστευμένης αρχιτεκτονικής μορφής. Πρόκειται για μία ιδιόρρυθμη φρουριακή κατασκευή σε σχήμα βραχίονα, που απαρτίζεται από ένα συμπαγές τείχος, χωρίς πυλαίο άνοιγμα, και έναν προσαρτημένο πύργο στο βόρειο άκρο του, συνολικού αναπτύγματος περί τα 69,30 μέτρα(16). Η δε τοιχοποιία της είναι πανομοιότυπη με την αντίστοιχη του Στανοτοπίου, συνιστάμενη από ακανόνιστες πέτρες μεσαίου μεγέθους, οι οποίες έχουν λειανθεί στην εξωτερική πλευρά τους. Η θέση της οχύρωσης είχε επιλεγεί με τακτικά κριτήρια, καθώς βρίσκεται στο ένα τρίτο της διαδρομής προς κορυφή και σε ένα σημείο που το κυρίως δρομολόγιο αλλάζει κατεύθυνση, ενώ η φυσική διαστρωμάτωση του εδάφους καθιστά αδύνατη την παράκαμψη της. Ο δε επιχειρησιακός σχεδιασμός της είχε διπλό στόχο. Αφενός μεν τον άμεσο έλεγχο της κάτωθεν στενής εισόδου στο διάσελο της Μαρίστας, αφετέρου δε τον πλήρη αποκλεισμό της σχετικά ομαλής πρόσβασης από τις παρυφές του εκείθεν βορειοανατολικού αντερείσματος.


Εικόνα 13: Η δυτική πλευρά του χαμηλού πύργου στην οχύρωση της Μαρίστας, ο οποίος είχε σκοπό την περιφρούρηση του κάτωθεν κυρίως δρομολογίου του περάσματος με εκτέλεση απευθείας βαλλιστικών πυρών. Στο δεξιό της φωτογραφίας διακρίνεται το προεκτεινόμενο μεταπύργιο τείχος.


Το ουσιωδέστερο αμυντικό έργο είναι ο τετράγωνος πύργος, οριζόντιων διαστάσεων περίπου 8,80 Χ 11,20 μέτρα, κτισμένος σε μία βραχώδη έξαρση με υψόμετρο 236 μέτρα. Τα τοιχώματα του έχουν κυμαινόμενο πάχος 0,90 με 1,15 μέτρα και διατηρούνται σε ένα μέγιστο ύψος όχι πάνω από τα 3 μέτρα στην εξωτερική τους πλευρά, ενώ φαίνεται ότι οι επιφάνειες τους ήταν επιχρισμένες με στόκο, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά. Εντός του πύργου διαμορφώνονταν ένας περίδρομος μάχης, πλάτους περίπου 1,00 με 1,25 μέτρα, από τον οποίο διατηρούνται αρκετά τμήματα. Αυτή η ιδιαιτερότητα μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι μάλλον περίκλειστες επάλξεις σχηματίζονταν στο ίδιο επίπεδο και δεν υπήρχαν άλλοι όροφοι. Κατά την άποψη του γράφοντος, το συγκεκριμένο χαμηλό οχύρωμα προσιδιάζει περισσότερο στην φυσιογνωμία ενός πυργοειδούς προμαχώνα. Ο δε περίδρομος ήταν κατασκευασμένος σύμφωνα με την κλίση του εδάφους, με αποτέλεσμα στον βόρειο και νότιο τοίχο να δίνει την εντύπωση κεκλιμένου αναβαθμού. Επίσης, αξιοπρόσεκτο είναι ότι δεν φαίνεται να ανοίγονταν κάποια θύρα στην περίμετρο του και έτσι πιστεύεται πως η μετάβαση στο εσωτερικό του πραγματοποιούνταν με υπερπήδηση του νότιου τοιχώματος του, από τον περίδρομο μάχης του εκτεινόμενου τείχους στα νώτα του. Ο σκοπός του πύργου ή καλύτερα του πυργοειδούς προμαχώνα ήταν η περιφρούρηση του κύριου δρομολογίου της διαβάσεως, που διέρχεται σε απόσταση μόλις 40 μέτρα δυτικότερα, με την απευθείας εκτόξευση δραστικών βολών από φορητά πυροβόλα όπλα προς την κατεύθυνση του ή ακόμα και με μία παράτολμη εφόρμηση, ανάλογα με τις περιστάσεις και το μέγεθος της εχθρικής απειλής. Για την εξυπηρέτηση αυτής της αποστολής, στην τετράγωνη κατασκευή δόθηκε ανάστροφος προσανατολισμός, αφού προεξέχει του παράπλευρου τείχους προς τα δυτικά, δηλαδή προς τα έσω της θεωρητικής αμυντικής τοποθεσίας, και όχι προς το μέρος της περιοχής του Ισθμού, όπως φυσιολογικά θα περίμενε κανείς, συνιστώντας μία οχυρωματική παραδοξότητα.


Εικόνα 14: Άποψη τμήματος του μεταπυργίου τείχους της Μαρίστας από το εσωτερικό, το οποίο έφρασσε την πρόσβαση στην διάβαση από το βορειοανατολικό αντέρεισμα της τοποθεσίας.


Βέβαια ίσως η αρχική διαδρομή προς το διάσελο της Μαρίστας να έβαινε πίσω από τον χαμηλό πύργο, ανερχόμενη από το βορειοανατολικό αντέρεισμα και να αποκλείστηκε εντελώς με την ανέγερση του μεταπυργίου τείχους, το οποίο εκτείνεται καμπτόμενο ανοδικά σε μήκος περί τα 60,50 μέτρα. Ειδικότερα, πρώτα ακολουθεί μία νότια διεύθυνση για περίπου 10,50 μέτρα και κατόπιν στρέφεται προς τα νοτιοανατολικά για άλλα 50 μέτρα, καταλήγοντας σε ένα πελώριο βραχώδες κράσπεδο σε υψόμετρο περί τα 257 μέτρα. Το τείχος έχει πάχος γύρω στα 1,10 μέτρα, αλλά δεν διατηρείται στο αυθεντικό του ύψος, φθάνοντας περί τα 2,30 μέτρα μετά το σημείο καμπής του. Πίσω από αυτό σχηματίζονταν ένας περίδρομος μάχης πλάτους περίπου 1,30 μέτρων, που διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση σε όλη την έκταση του, και στον οποίο κατασκευάστηκαν αναβαθμίδες ανά διαστήματα στα σημεία έντονης ανύψωσης, προκειμένου να εξομαλύνεται η ανηφορική πορεία των επάλξεων (μέση εδαφική κλίση 35%) και να διευκολύνονται οι κινήσεις των υπερασπιστών. Επίσης, κοντά στο μέσο του νοτιοανατολικού αναπτύγματος του φρουριακού συμπλέγματος έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα ενός παρεμβαλλόμενου κάθετου προσκτίσματος, για το οποίο εικάζεται βάσιμα ότι πρόκειται για το κλιμακοστάσιο μετάβασης στον υπόψη περίδρομο μάχης. Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, ο μετωπικός προσανατολισμός του τείχους είναι αντίθετος με του πύργου, καθιστώντας την Βενετσιάνικη οχύρωση της Μαρίστας κατάλληλη για αμφίπλευρη άμυνα. Αυτή η δομική διάταξη είναι ρηξικέλευθη και σπανιότατη προσαρμογή, αν όχι μοναδική στο είδος της, για την προάσπιση ενός περάσματος, καθώς δεν ανταποκρίνεται στα συνήθη αρχιτεκτονικά πρότυπα ενός σκοπούμενου επιχειρησιακού σχεδιασμού(17).


Εικόνα 15: Άποψη του περίδρομου μάχης του νοτιοανατολικού αναπτύγματος του μεταπυργίου τείχους της Μαρίστας. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται τα κατάλοιπα ορισμένων από τις αναβαθμίδες, που είχαν κατασκευαστεί για να εξομαλύνεται η εδαφική κλίση στο επίπεδο των επάλξεων και να διευκολύνονται οι κινήσεις των στρατιωτών της φρουράς.


Οι μάλλον ταπεινές Βενετσιάνικες οχυρώσεις στις τοποθεσίες του Στανοτοπίου και της Μαρίστας, σίγουρα δεν μπορούν να συγκριθούν με άλλα επιβλητικά φρούρια της Πελοποννήσου. Ωστόσο, αμφότερες αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα εξασφάλισης ορεινών διαβάσεων τακτικής σημασίας, διαθέτοντας ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά και απηχώντας μία περιφερειακή στρατηγική αντίληψη, όσον αφορά την συντονισμένη αμυντική οργάνωση της περιοχής του Ισθμού της Κορίνθου την περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να σφραγιστεί η «χερσαία πύλη» του «Βασιλείου του Μορέως», ενόψει μίας διαφαινόμενης Τουρκικής προέλασης. Ενδεχομένως μία μελλοντική συστηματική ανασκαφική έρευνα, ίσως να διαφωτίσει τις κρυμμένες πτυχές της σύντομης ιστορίας τους και ταυτόχρονα να λειτουργήσει υποβοηθητικά στην συντήρηση τους. Κατά την γνώμη του γράφοντα, εκτός από την συμπληρωματική μελέτη τους, επιβάλλεται τουλάχιστον η ανάδειξη των μνημείων με μέριμνα των αρμόδιων τοπικών και πολιτειακών φορέων, με τον καθαρισμό των χώρων τους από τυχόν φερτά υλικά και την επιλεκτική αποψίλωση της περιβάλλουσας βλάστησης, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι δομικές επιφάνειες τους. Υπ’ αυτή την προοπτική, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν ξύλινες κατευθυντήριες πινακίδες σε ενδεικτικά σημεία επί των υφιστάμενων πεζοπορικών διαδρομών, που έχουν σηματοδοτηθεί από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο (ΕΟΣ) Κορίνθου, υποδεικνύοντας τις ταυτότητες και προσβάσεις τόσο των Βενετσιάνικων οχυρώσεων, όσο και των αρχαίων Ελληνικών περιτειχισμάτων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, αυτά τα λησμονημένα και αφανή αμυντικά έργα εξακολουθούν ακόμα να επιτελούν το καθήκον τους, παραμένοντας έστω και πλατωνικά άγρυπνοι φρουροί των διαβάσεων του Στανοτοπίου και της Μαρίστας.


Εικόνα 16: Άποψη τμήματος του μεταπυργίου τείχους της Μαρίστας από το εξωτερικό, όπου στο κέντρο διακρίνεται το σημείο καμπής του προς τα νοτιοανατολικά.


Υπόμνημα του Συντάκτη: Θερμές ευχαριστίες στον Σταμάτη Κωνσταντίνο και στον πατέρα του Στέλιο, κατοίκους Ξυλοκέριζας και μέλη του ΕΟΣ Κορίνθου, που με οδήγησαν στις Βενετσιάνικες οχυρώσεις στις τοποθεσίες του Στανοτοπίου και της Μαρίστας, καθώς και στον συνοδοιπόρο μας Άρη Γκότση, που συμμετείχε στην σύντομη περιήγηση μας στα Όνεια όρη.


Κείμενο – Φωτογραφίες:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
19 Δεκεμβρίου 2017


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Σε ορισμένες πηγές η επωνυμία «Όνεια όρη» καταγράφεται στον ενικό γραμματικό αριθμό ως «όρος Όνειον», αλλά και το τοπωνύμιο «Μαρίστα» παρουσιάζεται παραλλαγμένο ως «Μαρίτσα» ή και ως «Τρύπιο Λιθάρι». Στο παρόν άρθρο παρατίθενται οι ονομασίες και τα υψόμετρα των τοποθεσιών, όπως αποτυπώνονται στους έγκυρους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.

2. Σε γενικές γραμμές, την πορεία του ποταμού Ξεροπόταμου ακολουθεί η παλαιά Εθνική Οδός Κορίνθου – Άργους μέχρι τις νοτιοδυτικές παρυφές των Ονείων ορέων, ενώ από την διαλαμβανόμενη τοποθεσία διέρχεται και ο σύγχρονος αυτοκινητόδρομος Κορίνθου – Τριπόλεως.

3. Ανάμεσα στις τοποθεσίες του Στανοτοπίου και της Μαρίστας έχουν ανακαλυφθεί τμήματα και από άλλα δύο τείχη, πιθανότατα της Ελληνιστικής εποχής. Οι αρχαίες οχυρώσεις στα Όνεια όρη θα αποτελέσουν αντικείμενο ενός μελλοντικού άρθρου του γράφοντος. Μια λεπτομερής περιγραφή τους δίνεται στο σύγγραμμα της βιβλιογραφίας α/α 1 και στην πραγματεία «An Ancient Fort on Mount Oneion», Ronald S. Stroud, Hesperia 40, pp. 127 – 145, ed. American School of Classical Studies at Athens, 1971.

4. Από την αρχαιολογική έρευνα έχουν ταυτοποιηθεί τουλάχιστον τέσσερις αρχαιοελληνικές «Διίσθμιες» οχυρώσεις, στον χώρο της αρχαίας Ισθμίας και στην ράχη του Αγίου Δημητρίου, που η χρονολόγηση τους κυμαίνεται από την «Μυκηναϊκή» έως την Ελληνιστική εποχή, όμως δεν είναι κατέστη ακόμα εφικτό να προσδιοριστεί αν πραγματικά έφρασσαν ολόκληρο τον λαιμό του Ισθμού ή αν είχαν κάποιο άλλο αμυντικό σκοπό, όπως και η επακριβής όδευση τους.

5. Επισημαίνεται ότι τότε δεν υπήρχε το βαθύ κανάλι της διώρυγας του Ισθμού της Κορίνθου, το οποίο αποτελεί ένα βαρυσήμαντο κώλυμα για ένα χερσαίο εχθρικό στράτευμα, αν καταστραφούν οι γεφυρώσεις.

6. Έχει διατυπωθεί ότι πιθανόν τα οχυρωματικά τείχη στα Όνεια όρη να ήταν μέρος ενός μεγαλόπνοου γεωστρατηγικού σχεδιασμού των Βενετσιάνων για να οργανώσουν αμυντικά την ακτογραμμή του Σαρωνικού κόλπου από τα Ίσθμια έως το Ναύπλιο. Όμως αυτή η άποψη εκλαμβάνεται μάλλον ως εφελκυστική, αφού είχαν καθαρά την φυσιογνωμία φρουριακών έργων για τον ασφαλή έλεγχο των ορεινών διαβάσεων, χωρίς να έχουν άμεση επαφή με τα παράλια.

7 Κατά μία άλλη εκδοχή, την οποία υιοθετεί ο Βρετανός ιστορικός George Finlay, η εισβολή των Τούρκων στην Πελοπόννησο έλαβε χώρα ένα μήνα αργότερα, δηλαδή στα τέλη Ιουλίου του 1715, οπότε μετατίθενται αντίστοιχα χρονικά και οι ημερομηνίες των γεγονότων, που παρατίθενται παρακάτω στο κείμενο.

8. Τα στυγερά συμβάντα που ακολούθησαν την παράδοση του Ακροκορίνθου, εκφράζονται με ζωηρή απόχρωση από τον λόρδο Βύρωνα στο επικό ποίημα του «Η Πολιορκία της Κορίνθου (The Siege of Corinth)».

9. Ο κύκλος της Τουρκικής ανακατάληψης της Πελοποννήσου έκλεισε με την υποταγή του τελευταίου Βενετσιάνικου ερείσματος, της Μονεμβασίας, στις 7 Σεπτεμβρίου 1715.

10. Η έλλειψη κεραμικής και συναφών ευρημάτων είναι σύνηθες φαινόμενο στα υφιστάμενα Βενετσιάνικα αμυντικά έργα στην Ελλάδα. Κατά μία εναλλακτική ερμηνεία, υποστηρίζεται ότι ορισμένες ομάδες ατόμων δεν έκαναν ευρεία χρήση κεραμικών αγγείων στις Βενετοκρατούμενες περιοχές.

11. Όταν ανεγέρθηκε η Βενετσιάνικη οχύρωση, αυτό το δεύτερο δρομολόγιο είχε διαφορετική πορεία, βαίνοντας σχεδόν παράλληλα με την κοίτη της δυτικής ρεματιάς.

12. Με την αρ. πρωτ.: ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Α1/Φ37/102694/4992/10-2-2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, δεν εγκρίθηκε η χορήγηση άδειας λειτουργίας στο επίμαχο λατομείο «για λόγους προστασίας, από άμεση και έμμεση βλάβη, των σημαντικών αρχαιοτήτων της περιοχής», έπειτα από την υπ. αριθμ. 46/23-11-2010 σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Στην συνέχεια του ζητήματος, με την υπ. αριθμ. 275/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε παράνομη η λειτουργία του λατομείου χωρίς την απαιτούμενη έγκριση του ΥΠΠΟ (Πηγή: http://nomosphysis.org.gr/13339/ste-2752016).

13. Βλέπε εικόνα 19 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό του παρόντος άρθρου.

14. Οι αποστάσεις προκύπτουν από τις μετρήσεις μέσω της σχετικής εφαρμογής του χαρτογραφικού ιστότοπου https://maps.google.gr.

15. Δυτικότερα από την ρεματιά τα αντερείσματα της βουνοσειράς λαμβάνουν μεγαλύτερη κλίση και το βραχώδες έδαφος γίνεται περισσότερο τραχύ, δυσχεραίνοντας εξαιρετικά την ανάβαση.

16. Συνυπολογίζεται και η διάσταση της προσκολλημένης πλευράς του πύργου.

17. Εξαιτίας της γραμμικής διαμόρφωσης των αμυντικών έργων, τόσο στο Στανοτόπι με τους ανοιχτούς ακραίους προμαχώνες, όσο και στην Μαρίστα με την ασυνήθιστη αμφίδρομη κατασκευαστική διευθέτηση, σε συνδυασμό με το εγκάρσιο δρομολόγιο διασύνδεσης των δύο τοποθεσιών πίσω από την κορυφογραμμή των Ονείων ορέων, έχει υποστηριχτεί ότι προβλέπονταν ο ανεφοδιασμός και η ενίσχυση τους από τα νώτα, ενδεχομένως από το Ναύπλιο, την κύρια βάση της Βενετσιάνικης δύναμης στα νότια του Ισθμού. Εντούτοις, εφόσον υπάγονταν διοικητικά στον φρούραρχο του Ακροκορίνθου, τότε κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος θα ήταν υπεύθυνος για τα θέματα της επιμελητείας και της επάνδρωσης τους.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», William R. Caraber and Timothy E. Gregory, Hesperia 75, pp. 327 – 356, ed. American School of Classical Studies at Athens, 2006.

2. «Corinth: Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies at Athens», «Introduction, Topography, and Architecture», Harold N. Fowler and Richard Stillwell, Cambridge, Mass, 1932.

3. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΑ’, «Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία (περίοδος 1669 – 1821). Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία», σελίδες 19 – 27 και 41 – 43, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975.

4. http://www.kastra.eu/Ενετικές οχυρώσεις Ονείων.

5. https://el.wikipedia.org/Βασίλειο του Μορέως.


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό



Εικόνα 17: Τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του ανατολικού τμήματος των Ονείων ορέων, όπου επισημαίνονται οι θέσεις των αρχαίων Ελληνικών φρουριακών συγκροτημάτων και των Βενετσιάνικων οχυρώσεων στα περάσματα της Μαρίστας (Μαρίτσας) και του Στανοτοπίου. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, figure 4).


Εικόνα 18: Άποψη του μετωπικού τοίχου του νοτιοανατολικού προμαχώνα στο Στανοτόπι, που καλύπτει άμεσα το κύριο δρομολόγιο πρόσβασης προς την τοποθεσία.


Εικόνα 19: Το στόμιο ενός από τους τρεις αποστραγγιστικούς αγωγούς όμβριων υδάτων, οι οποίοι διαπερνούν τον μετωπικό τοίχο του νοτιοανατολικού προμαχώνα στο Στανοτόπι.


Εικόνα 20: Άποψη της μικρότερης πλευράς, μήκους 15 μέτρων, του νοτιοανατολικού προμαχώνα στο Στανοτόπι. Διακρίνονται οι κόκκινες σημάνσεις του μονοπατιού προς την οικεία διάβαση, το οποίο αποτελεί μία από τις τέσσερις περιηγητικές διαδρομές στα Όνεια όρη, που έχουν σηματοδοτηθεί από τον ΕΟΣ Κορίνθου.


Εικόνα 21: Άποψη του διατηρούμενου άνω μέρους από γραμμικό τμήμα του μεταπυργίου τείχους στην Βενετσιάνικη οχύρωση του Στανοτοπίου, ανάμεσα στον τρίπλευρο νοτιοανατολικό προμαχώνα και στον πεντάγωνο μεσαίο προμαχώνα.


Εικόνα 22: Τμήμα του μεταπυργίου τείχους στο Στανοτόπι, στο σημείο που ενώνεται με τον μεσαίο προμαχώνα.


Εικόνα 23: Σχεδιάγραμμα της κάτοψης της Βενετσιάνικής οχύρωσης της Μαρίστας, το ανάπτυγμα της οποίας έχει σχήμα καμπτόμενου βραχίονα. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, figure 19. Έχει διορθωθεί από τον γράφοντα η ένδειξη του βορρά).


Εικόνα 24: Άποψη των καταλοίπων του χαμηλού τετράγωνου πύργου (ή πυργοειδούς προμαχώνα) στην Μαρίστα, ο οποίος έχει ανάστροφο προσανατολισμό προς τα δυτικά (εσωτερικό), σε σχέση με το μεταπύργιο τείχος με τον περίδρομο μάχης, που έχουν μέτωπο αρχικά προς τα ανατολικά και κατόπιν βόρεια, όπως γίνεται αντιληπτό και από την φωτογραφία.


Εικόνα 25: Το αρχικό τμήμα των επάλξεων του μεταπυργίου τείχους στην Μαρίστα, πριν την καμπή του προς τα νοτιοανατολικά. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται ένας από τους αναβαθμούς, που έχουν κατασκευαστεί στον περίδρομο μάχης, έτσι ώστε να διευκολύνεται η κυκλοφορία των υπερασπιστών της οχύρωσης.


Εικόνα 26: Η βόρεια πλευρά του χαμηλού πύργου (ή πυργοειδούς προμαχώνα) στην Μαρίστα. Με μπλε διαγράμμιση επισημαίνεται το εξωτερικό τοίχωμα και με κόκκινη ο εσωτερικός κεκλιμένος περίδρομος μάχης.
Δημοσίευση: Δεκεμβρίου 19, 2017

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΟΙ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΝΕΙΑ ΟΡΗ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator