ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΤΑΡΣΙΝΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

0


Ένα σημαντικό εκκλησιαστικό μνημείο του Δήμου Βέλου – Βόχας, που αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα των μέσων Βυζαντινών χρόνων


Εικόνα 1: Ο σεπτός Βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε τον ύστερο 12ο αιώνα και βρίσκεται στον χώρο του μεταγενέστερου κοιμητηρίου των Ταρσινών.


Ένα από τα σπουδαία εκκλησιαστικά μνημεία της Κορινθίας εντοπίζεται στον Δήμο Βέλου – Βόχας, και στο οποίο δεν έχει δοθεί η δέουσα προβολή, ίσως εξαιτίας της αποτρεπτικής τοποθεσίας του. Πρόκειται για τον σεπτό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), που σήμερα βρίσκεται εντός του κοιμητηρίου των Ταρσινών. Το κτίσμα είναι ηλικίας άνω των οκτώ αιώνων, καθώς σύμφωνα με τις αρχιτεκτονικές ενδείξεις, εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε στο λυκόφως των μέσων Βυζαντινών χρόνων και συγκεκριμένα τον ύστερο 12ο αιώνα. Η ευκολότερη πρόσβαση στο μέρος πραγματοποιείται από την παλαιά Εθνική οδό Κορίνθου – Πατρών, μέσω της διασταύρωσης στο ύψος του Κοκκωνίου, η οποία βαίνει νοτιοδυτικά και οδηγεί στους οικισμούς Κρήνες και Πουλίτσα, καταλήγοντας στην ευθεία της πλησίον του κοιμητηρίου των Ταρσινών, διανύοντας μία απόσταση περίπου 2,9 χιλιομέτρων. Εναλλακτικά, η προσέγγιση μπορεί γίνει από το δρομολόγιο που συνδέει τα Ταρσινά με την Πουλίτσα, περνώντας πρώτα κάτω από την υφιστάμενη γέφυρα της νέας Εθνικής οδού Κορίνθου – Πατρών και έπειτα πάνω από την αντίστοιχη του προαστιακού σιδηρόδρομου. Φθάνοντας στο τέλος της τελευταίας γεφύρωσης, ο ενδιαφερόμενος επισκέπτης θα πρέπει να ακολουθήσει την αριστερή διακλάδωση που κατευθύνεται βόρεια, έχοντας ως σταθερό τοπόσημο τον διακρινόμενο τρούλο της μικρής εκκλησίας.


Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής των Ταρσινών. Με κόκκινο κύκλο καταδεικνύεται η θέση του Βυζαντινού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενώ με καφέ διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης από την παλαιά Εθνική οδό Κορίνθου – Πατρών και με μωβ διαγράμμιση η διαδρομή προσέγγισης από την κατεύθυνση των Ταρσινών.


Το ιστορικό του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος είναι παντελώς άγνωστο, ενώ δεν σχετίζεται με μία θρησκευτική παράδοση, από την οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε ορισμένα στοιχεία, έστω και συμβατικά. Το βέβαιο είναι ότι εξ’ αρχής δεν ήταν κοιμητηριακός, καθώς σε αυτή την χρήση περιήλθε μετά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ενδεχομένως κατά την Βυζαντινή εποχή να συνιστούσε το καθολικό ενός μονυδρίου ή να ήταν μετόχι μίας μεγαλύτερης μονής ή απλώς να είχε έναν αδιόρατο προσκυνηματικό χαρακτήρα, αν αναλογιστούμε ότι βρίσκονταν επί της πορείας ενός βασικού δρομολογίου, που από την αρχαιότητα ένωνε την Κόρινθο και την Σικυώνα (σημερινό Βασιλικό), συμπίπτοντας σε γενικές γραμμές με την χάραξη της νέας Εθνικής οδού. Ωστόσο, αν κρίνουμε από την αρχιτεκτονική καλαισθησία του και την απαιτούμενη δαπάνη, δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι αναγέρθηκε με την χορηγία ενός Βυζαντινού άρχοντα ή ακόμα και από έναν τοπικό μεγαλοκτηματία εντός των ορίων της ιδιοκτησίας του.

Η δεύτερη περίπτωση συνάδει με το ημιφεουδαρχικό σύστημα των «προνοιών», που εφάρμοσαν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες τον 12ο αιώνα, παραχωρώντας εκτάσεις γαιών μαζί με τους αγρότες καλλιεργητές αυτών σε ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες, παρέχοντας σε αυτές και το δικαίωμα είσπραξης φόρων, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, χωρίς τυπικά αυτό το κτηματικό καθεστώς να είναι κληρονομικό. Ίσως λοιπόν ο κτήτορας του ναού να ήταν ένας «προνοιάριος», δηλαδή ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της περιοχής, ο οποίος να θέλησε να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των υποτακτικών του και παράλληλα να επιδείξει το κύρος του. Δυστυχώς δεν διασώζεται καμία κτητορική επιγραφή για να πάρουμε κάποια συναφή πληροφορία, πλην όμως αξίζει να παρατεθεί ότι νοτίως του οικισμού Κρήνες και σε εγγύτητα με το εκκλησιαστικό μνημείο έχουν ανακαλυφθεί κεραμικά θραύσματα των Βυζαντινών χρόνων, υποδηλώντας την ύπαρξη καταλυμάτων ή άλλων κτιριακών υποδομών.


Εικόνα 3: Άποψη του ναού από τα βορειοανατολικά. Η ανέγερση του ίσως να πραγματοποιήθηκε με την χορηγία ενός Βυζαντινού άρχοντα ή ο κτήτορας του να ήταν ένας τοπικός γαιοκτήμονας.


Στις 11 Νοεμβρίου 1801, περνάει από την τοποθεσία ο πολυπράγμων περιηγητής Edward Daniel Clarke (1769 – 1882), ερχόμενος από την αρχαία Νεμέα με προορισμό την Σικυώνα. Ο Άγγλος ιστοριοδίφης και μεταλλειολόγος επισημαίνει τον μοναχικό ναό, χωρίς να τον κατονομάζει, καταγράφοντας στο οδοιπορικό του: «Αμέσως μόλις εισήλθαμε σε αυτήν την πεδιάδα, παρατηρήσαμε επί του δεξιού χεριού, ένα παρεκκλήσι, που περιείχε Ιωνικά κιονόκρανα, και άλλα μαρμάρινα θραύσματα». Αυτή η μαρτυρία αποτελεί μια σαφή απόδειξη, ότι ένα από τα κυριότερα εγκάρσια δρομολόγια της Κορινθίας στις αρχές του 19ου αιώνα διέρχονταν κοντά από το εκκλησιαστικό μνημείο, το οποίο προσέλκυε το ενδιαφέρον των αρχαιόφιλων ταξιδιωτών, εξαιτίας των Ιωνικών κιόνων στο εσωτερικό του και των λοιπών αρχαιοελληνικών αρχιτεκτονικών μελών, που διακρίνονταν πάντοτε ενσωματωμένα στην εξωτερική τοιχοποϊα του.

Τα έτη 1835 – 1836 κατέφθασαν στην περιοχή κάτοικοι από το παλαιό χωριό Ταρσός του Φενεού της ορεινής Κορινθίας και εγκαταστάθηκαν περίπου 500 μέτρα νοτιοδυτικά του ήδη αιωνόβιου ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο συνοικισμός που συστήθηκε ονομάστηκε αρχικά Ταρσινά Καλύβια(1), καθώς τον πρώτο καιρό δεν κατοικούνταν σταθερά, παρά μόνο τους χειμερινούς μήνες, ενώ με αυτή την επωνυμία εμφανίζεται στην απογραφή του 1851 ως αγροτική θέση, χωρίς καθόλου πληθυσμό. Μεταγενέστερα η διαμονή των μέτοικων έγινε περισσότερο μόνιμη και το χωρίο αποκαλέστηκε μονολεκτικά ως Ταρσινά. Έκτοτε η Βυζαντινή εκκλησία μετατράπηκε σε κοιμητηριακή, αφού στον περιβάλλοντα χώρο αυτής ιδρύθηκε το νεκροταφείο των Ταρσινών. Έτσι απέκτησε έναν άχαρο λειτουργικό ρόλο, ο οποίος επισκίασε τα κομψά κατασκευαστικά γνωρίσματα του οικοδομήματος.


Εικόνα 4: Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1930, όταν μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα στον περιβάλλοντα χώρο είχε ιδρυθεί το κοιμητήριο των Ταρσινών. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 91).


Πιθανότατα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το εκκλησιαστικό μνημείο εξετάστηκε για πρώτη φορά από τον διαπρεπή αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο (1887 – 1979), ο οποίος προέβη σε μία συνοπτική επιστημονική τεκμηρίωση του και εκπόνησε σχεδιαγράμματα για την κάτοψη και την τομή του. Με την πάροδο του χρόνου το κτίριο δέχτηκε κάποιες πρόχειρες επεμβάσεις κυρίως στον τρούλο, αλλά υπέστη και σοβαρές φθορές, λόγω της ανεπαρκούς συντήρησης, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα στατικότητας, ιδιαίτερα σε τμήματα της ανωδομής του. Για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων, το έτος 1976 αναλήφθηκαν εργασίες αναστήλωσης και στερέωσης του Βυζαντινού ναού, σύμφωνα με μελέτη της τότε αρχιτέκτονος της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων Μεταξούλας Χρυσάφη – Ζωγράφου. Ωστόσο, η διαδικασία διακόπηκε το 1979, προκειμένου να συνταχθεί νέα πραγματεία σχετικά με την επισκευή του τρούλου, που παρουσίαζε πλέον εκτενείς ρηγματώσεις.

Η επικαιροποιημένη μελέτη εγκρίθηκε το 1981, αλλά η κατάσταση της εκκλησίας επιδεινώθηκε σημαντικά από τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου εκείνου του έτους. Οι δε εργασίες αποκατάστασης άρχισαν ξανά το 1982 με μέριμνα της πρώην 6ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και πραγματοποιήθηκαν από συνεργεία ντόπιων μαστόρων με επικεφαλής αρχιτεχνίτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπό την επίβλεψη του συνεργαζόμενου αρχιτέκτονα Διονύσιου Βέρρα. Ένας από τους επιζητούμενους σκοπούς ήταν η επαναφορά του τρούλου στην αυθεντική του μορφή, η οποία εκτιμήθηκε ότι ανήκε στον λεγόμενο «Αθηναϊκό τύπο»(2), όπως θα δούμε και στην ενότητα της αρχιτεκτονικής περιγραφής του μνημείου.


Εικόνα 5: Η δυτική πρόσοψη και ένθετη κάτοψη του ναού, στον οποίο πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης το έτος 1982 με μέριμνα της πρώην 6ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 92).


Το εσωτερικό του ναού φαίνεται ότι ήταν κατάγραφο, αφού εκτός από τις αποσπασματικές αγιογραφίες που εξακολουθούν να διακρίνονται στο Ιερό Βήμα, κατά την καθαίρεση των νεότερων επιχρισμάτων από τα εσωτερικά τοιχώματα, αποκαλύφθηκαν και άλλα λείψανα τοιχογραφικού διακόσμου, που αποτοιχίστηκαν και μεταφέρθηκαν για φύλαξη στις αποθήκες της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων στην Αρχαία Κόρινθο. Εξωτερικά απομακρύνθηκαν οι μεταγενέστερες προσθήκες στο σύνολο τους και καθαρίστηκε η τοιχοποιία. Κατά τις εργασίες αποκατάστασης δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρούλο, στον οποίο διενεργήθηκε ένα ικανοποιητικό αρμολόγημα της λιθοδομής του τυμπάνου τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική επιφάνεια και ανακατασκευάστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα πλίνθινα τοξωτά πλαίσια των ανοιγμάτων, ενώ επανατοποθετήθηκαν τα λαξευτά μέρη. Επίσης όταν αφαιρέθηκαν τα επιπρόσθετα προσαρτήματα των περιμετρικών παραθύρων, βρέθηκε ένα μικρό περίτεχνο κιονόκρανό(3), κυβοειδούς σχήματος, που θεωρείται ότι ενδεχομένως να προέρχεται από έναν κιονίσκο του αρχικού μαρμάρινου τέμπλου των μέσων Βυζαντινών χρόνων.

Μετά την στερεωτική επισκευή, το σφαιρικό μέρος του τρούλου καλύφθηκε εξωτερικά με στεγανωτικά υλικά και επιστρώθηκαν κεραμίδια κατευθείαν στο εξωρράχιο του θόλου, έτσι ώστε να επανέλθει η πρωταρχική του μορφή. Επιπλέον επανορθώθηκε και το δίλοβο παράθυρο της αψίδας του Ιερού Βήματος. Το έτος 1984, έγιναν κάποιες περαιτέρω μικροεπισκευές στην εκκλησία και αντικαταστάθηκαν έξι ξύλινα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου. Σήμερα το μνημείο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση από κτιριολογικής άποψης, αν και χρήζει μιας περιοδικής συντηρήσεως και περιποίησης, προκειμένου να παρουσιάζει καθημερινά μία αρμόζουσα ευπρεπή εικόνα.


Εικόνα 6: Η νότια πλευρά και ένθετη τομή του ναού. Διακρίνονται τα εντοιχισμένα τεμάχια από το μαρμάρινο πλαίσιο της αρχικής θύρας εισόδου, κάτω από το τροποποιημένο παράθυρο. (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 92).


Ο ναός έχει ένα διακριτό τετράγωνο σχήμα, εξωτερικών διαστάσεων 6,18 Χ 6,25 μέτρα, ενώ το τωρινό ύψος του φτάνει περίπου τα 7 μέτρα. Δεν διαθέτει νάρθηκα και στο μέσο της ανατολικής του πλευράς διαγράφεται μόνο μία τρίπλευρη αψίδα Ιερού Βήματος(4), εσωτερικής ακτίνας μόλις 85 εκατοστών. Αρχιτεκτονικά εντάσσεται στην κατηγορία των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών μετά τρούλου, που στηρίζεται σε δύο κίονες (δικιόνιος). Η σημερινή είσοδος βρίσκεται στο κέντρο της δυτικής πλευράς, φέροντας ένα πώρινο διακοσμητικό τόξο που οι άκρες του καταλήγουν σε μία ξύλινη δοκό, εδραζόμενη σε δύο απλές παραστάδες, δίκην αυτοσχέδιου υπέρθυρου. Ωστόσο, όπως αποφαίνεται ο Αναστάσιος Ορλάνδος, η αρχική θύρα της εκκλησίας της μέσης Βυζαντινής περιόδου, πρέπει να ανοίγονταν στην βάση της νότιας κεραίας του σχηματιζόμενου σταυρού, και επιστέφονταν από πώρινη ημικυκλική κόγχη (σημερινού παραθύρου), μετά οδοντωτής ταινίας, η οποία πιθανότατα περιέβαλλε την εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Από την παλαιά θύρα διατηρούνται εντοιχισμένα πλέον, αλλά σχεδόν στην ίδια θέση, δύο κάθετα τεμάχια του μαρμάρινου πλαισίου της μαζί με το οριζόντιο υπέρθυρο, που κοσμείται με τρεις ανάγλυφους σταυρούς.

Η υπόψη δομική μετατροπή υποδεικνύει σαφώς μία δεύτερη κατασκευαστική φάση του ναού, χωρίς να είναι δυνατός ο χρονικός προσδιορισμός της. Όμως μπορούμε να διατυπώσουμε μία αρκετά εύλογη υπόθεση για τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή, αν κρίνουμε από το διαφαινόμενο άνοιγμα της αρχικής θύρας σε συσχετισμό με το επίπεδο του δαπέδου. Αν θεωρήσουμε ότι το μαρμάρινο πλαίσιο των μέσων Βυζαντινών χρόνων έστεκε λίγο ψηλότερα και ενώνονταν με τις απολήξεις της άνωθεν ημικυκλικής κόγχης (σημερινού παραθύρου), τότε το ύψος του υπολογίζεται μόλις σε 1,35 - 1,40 μέτρα. Αυτό το μέγεθος είναι μάλλον μικρό για να αντιστοιχεί στο ύψος έστω και μίας χαμηλής θύρας, για να είναι λειτουργική και συμμετρική με τις διαστάσεις κτιρίου, καθώς εκτιμάται ότι αυτή η διάσταση έπρεπε να έφθανε το ελάχιστο στα 1,80 μέτρα. Άλλωστε ο Βυζαντινός αρχιτέκτονας δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο για να κατασκευάσει μία δύσχρηστη είσοδο, όπως συναντάμε σε εκκλησίες της Τουρκοκρατίας, έτσι ώστε να εμποδίζονται οι Οθωμανοί δυνάστες να εισέρχονται έφιπποι στο εσωτερικό τους και να βεβηλώνουν τα ιερά Χριστιανικά καθιδρύματα.


Εικόνα 7: Σχέδιο τμήματος της όψεως της νότιας πλευράς με αναπαράσταση της αρχικής θύρας του ναού από τον αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 93).


Επίσης, το δάπεδο του ναού εντοπίζεται σήμερα περίπου 80 εκατοστά από την επιφάνεια του εδάφους, το οποίο δεν πρέπει να δημιουργήθηκε με εκσκαφή, καθόσον μία τέτοια εργασία θα ήταν περιττή και ανούσια. Συνεπώς, μπορεί να βρέθηκε σε αυτό το βάθος εμμέσως, έπειτα από προσχώσεις του περιβάλλοντος χώρου, ως απόρροια μίας παρατεταμένης καταιγιστικής βροχόπτωσης που έπληξε την περιοχή. Αυτή η απεικαζόμενη σφοδρή θεομηνία θα είχε σαν αποτέλεσμα να υπερχειλίσουν τα παρακείμενα ρέματα της Φίλιζας και του Περιστερώνα, πλημμυρίζοντας την πεδιάδα και μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών και λασπωδών ιζημάτων. Ίσως λοιπόν, τότε να υπέστη σοβαρές ζημιές η νότια πλευρά της εκκλησίας, όντας στο μέτωπο των κατερχόμενων ορμητικών νερών και να παρασύρθηκε η θύρα, ενώ πιθανώς κατακλύστηκε και το εσωτερικό της. Ταυτόχρονα η εξωτερική περίμετρος του κτίσματος ενδεχομένως να καλύφθηκε από πλημμυρικές επιχωματώσεις, ύψους 20 έως 40 εκατοστών, οι οποίες έστω και μετά από μια σύντομη περίοδο απραξίας έγιναν πλέον συμπαγείς και οπότε ήταν εξαιρετικά δύσκολο να απομακρυνθούν. Έτσι προτιμήθηκε να καταργηθεί και να σφραγιστεί η κατεστραμμένη νότια θύρα, διατηρώντας εντοιχισμένα τα κύρια αρχιτεκτονικά μέλη της και η άνωθεν πώρινη κόγχη να τροποποιηθεί σε παράθυρο. Η δε νέα θύρα διανοίχτηκε στο μέσο της δυτικής πλευράς, συνάδοντας με τα συνήθη πρότυπα ναοδομίας και κατασκευάστηκε ένα καθοδικό κλιμακοστάσιο, προκειμένου να είναι ευχερής η πρόσβαση στο εσωτερικό. Αυτή η εκδοχή φαντάζει αρκετά ελκυστική, πλην όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί, παραμένοντας απλώς στην σφαίρα της εικοτολογίας.


Εικόνα 8: Άποψη του τρούλου της Βυζαντινής εκκλησίας, ο οποίος είναι οκταγωνικός και ανήκει στον λεγόμενο «Αθηναϊκό τύπο». Διακρίνονται οι κοιλότητες για την υποδοχή διακοσμητικών πινακίων (σκυφίων) κάτω από το γείσωμα της αψίδας του Ιερού Βήματος και στο αέτωμα της ανατολικής κεραίας.


Ο τρούλος του ναού είναι οκταγωνικός με τοιχοποιία από άριστα κατεργασμένους και συναρμοσμένους ορθογώνιους πωρόλιθους. Στις ακμές του τυμπάνου του σχηματίζονται λαξευτοί κιονίσκοι, οι οποίοι απολήγουν σε υδρορροές. Στις οκτώ πλευρές του διαμορφώνονται εναλλάξ τέσσερα μονόλοβα παράθυρα και ισάριθμες αβαθείς κόγχες, που διαθέτουν πλίνθινη ταινία στην κορυφή τους και επίστεψη από ημικυκλικά πώρινα γείσα επάνω από οδοντωτή ταινία. Από αυτά τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα ο τρούλος του εκκλησιαστικού μνημείου στο κοιμητήριο των Ταρσινών, κατατάσσεται μορφολογικά στον λεγόμενο «Αθηναϊκό τύπο»(5). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο θόλος του υποστηρίζεται στο εσωτερικό του ναού, από δύο μαρμάρινους μονολιθικούς και αρράβδωτους αρχαίους κίονες, οι οποίοι φέρουν Ιωνικά κιονόκρανα με επιθήματα, διαφορετικών υποδειγμάτων και μεγεθών. Μάλιστα, το βόρειο κιονόκρανο είναι καταφανώς μεγαλύτερο από τον ανταποκρινόμενο κίονα του, υποδηλώνοντας ότι ενδεχομένως δεν ανήκαν στο ίδιο αρχαιοελληνικό κτίσμα. Ο δε βόρειος κίονας είναι τοποθετημένος απευθείας στο δάπεδο, ενώ ο νότιος επικάθεται σε μία βάση. Αυτά τα αρχαιοελληνικά αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς χρόνους, και η πιθανή προέλευση τους θα εξεταστεί κάπως πιο επισταμένα παρακάτω.

Όσον αφορά την υπόλοιπη οροφή του κεραμοσκεπούς ναού, εκ των τεσσάρων μικρών χώρων στις γωνίες του, που δημιουργούνται μεταξύ των κεραιών του σταυρού και του περιγεγραμμένου τετραγώνου, οι ανατολικοί καλύπτονται από καμάρες, ενώ οι δυτικοί στεγάζονται από απλούς ημισφαιρικούς θόλους (φουρνικά). Επίσης στο διαμέρισμα του Ιερού Βήματος, η κτιστή Αγία Τράπεζα είναι προσκολλημένη στην σχηματιζόμενη αψίδα και στα εκατέρωθεν πλάγια τοιχώματα διαμορφώνονται οι εσοχές της Ιεράς Πρόθεσης και του Διακονικού.


Εικόνα 9: Ο τρούλος του ναού στηρίζεται σε δύο αρχαίους μονολιθικούς κίονες σε δεύτερη χρήση, που φέρουν Ιωνικά κιονόκρανα. Χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς χρόνους.


Εκτός από τα τέσσερα ανοίγματα του τρούλου, ο φωτισμός του εσωτερικού επιτυγχάνονταν από ένα δίλοβο παράθυρο με ενδιάμεσο κιονίσκο στο αέτωμα της νότιας κεραίας και ένα μονόλοβο στην απέναντι βόρεια πλευρά, καθώς επίσης και από ένα ακόμα δίλοβο με ενδιάμεσο κιονίσκο επί της αψίδας του Ιερού Βήματος. Τα συγκεκριμένα παράθυρα έχουν λίαν εκλεπτυσμένες αναλογίες και φέρουν πλίνθινα τοξωτά πλαίσια, περιβαλλόμενα από οδοντωτή ταινία, η οποία φθάνοντας κάτω μέχρι την ποδιά, κατόπιν κάμπτεται οριζόντια και διακόπτεται. Επιπλέον, ανάλογη οδοντωτή ταινία εντοπίζεται κάτω από το πώρινο λοξότμητο γείσο της αψίδας του Ιερού Βήματος και αποσπασματικά δίπλα από εκάστη παραστάδα της μεταγενέστερης δυτικής θύρας(6).

Στα εξωτερικά τοιχώματα της εκκλησίας παρατηρείται μία αρκετά εκτενής χρήση σκυφίων, δηλαδή διακοσμητικών πινακίων, από τα οποία διατηρούνται πλέον οι έντεκα υποδοχές τους. Τρεις εξ’ αυτών διακρίνονται σε οριζόντια γραμμή κάτω από το γείσο του Ιερού Βήματος και μία μεγαλύτερη στην γωνία του ανατολικού αετώματος του σταυρού. Άλλες δύο εντοπίζονται εκατέρωθεν του παραθύρου της νότιας πλευράς, του οποίου το τόξο κοσμούσε ένα μικρότερο πινάκιο. Ακόμα τρεις υποδοχές για σκυφία διατάσσονται περιμετρικά του τόξου της βόρειας κεραίας, ενώ μία ευρύτερη κοιλότητα βρίσκεται στην κορυφή του αετώματος της δυτικής πλευράς(7).


Εικόνα 10: Άποψη του δίλοβου παραθύρου με τον ενδιάμεσο κιονίσκο στην νότια κεραία του σταυρού, το οποίο φέρει πλίνθινο τοξωτό πλαίσιο, περιβαλλόμενο από οδοντωτή ταινία. Διακρίνονται οι κοιλότητες για τα σκυφία εκατέρωθεν του πλαισίου και στην καμπή του τόξου.


Η γενικότερη τοιχοποιία της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος έχει κατασκευαστεί από ευμεγέθεις κατεργασμένους πωρόλιθους, διαφόρων μεγεθών, κατά τρόπο που τείνει να μιμηθεί το ισοδομικό σύστημα, χωρίς η λιθοδομή να είναι εντελώς πλινθοπερίκλειστη, δηλαδή οι σειρές των δόμων δεν περιβάλλονται τελείως από πλίνθους, όπως συνηθίζονταν τον 11ο και 12ο αιώνα στην Ελληνική επικράτεια. Αν και η συγκεκριμένη οικοδομική τεχνική χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και από τους Βυζαντινούς αρχιτέκτονες αυτής της περιόδου, εντούτοις παρουσιάζεται συχνότερα κατά την Φραγκοκρατία, αποπνέοντας προφανώς μία δυτικογενή επίδραση. Εξαιτίας της σχεδόν αμιγώς πώρινης τοιχοποιίας του ναού των Ταρσινών, ορισμένοι ερευνητές ανάγουν την ανέγερση του στον 13ο ή ακόμα και εντελώς καταχρηστικά στον 14ο αιώνα, σε συνδυασμό με την διάταξη των σκυφίων στην ανωδομή του, που προσιδιάζει με ορισμένα μοναστηριακά καθολικά των υστερών Βυζαντινών χρόνων.

Ο δε Αναστάσιος Ορλάνδος τονίζει ότι αφενός μεν λόγω του αυστηρώς τετραγώνου σχήματος του και αφετέρου δε λόγω της παρουσίας των φουρνικών στα δυτικά πλάγια κλίτη του, φαίνεται ότι δεν δύναται να είναι μεταγενέστερος του 13ου αιώνα. Ωστόσο μέσα από την συγκριτική εξέταση των μορφολογικών δεδομένων, ο ειδήμων αρχιτέκτονας Χαράλαμπος Μπούρας (1933 – 2016) τον περιλαμβάνει κατηγορηματικά στον κατάλογο των Ελληνικών εκκλησιαστικών μνημείων του 12ου αιώνα, μία εκτίμηση την οποία ασπάζεται η πλειονότητα των ακαδημαϊκών μελετητών, τοποθετώντας την θεμελίωση του στο τέλος της μέσης Βυζαντινής περιόδου. Πάντως, η μάλλον επιλυμένη διχογνωμία ως προς την χρονολόγηση του, δεν μειώνει καθόλου την ιστορική και πολιτιστική αξία του ναού.


Εικόνα 11: Η βόρεια πλευρά του ναού με το μονόλοβο τοξωτό παράθυρο. Η γενικότερη τοιχοποιία του εκκλησιαστικού μνημείου συνίσταται από ευμεγέθεις κατεργασμένους πωρόλιθους, τείνοντας να μιμηθεί το ισοδομικό σύστημα.


Στην τοιχοποιία της βορειοδυτικής πλευράς διακρίνονται ενσωματωμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη και συγκεκριμένα πρόκειται για τεμάχια από τέσσερα Ιωνικά κιονόκρανα και δύο σπόνδυλους κιόνων. Σε άλλο σημείο της εκκλησίας εντοπίζεται ένας αρχαίος δόμος από κατώφλι ή ανώφλι, ενώ μπροστά από την δυτική είσοδο έχουν τοποθετηθεί στελέχη κιόνων, ένα εκ των οποίων διαθέτει ελικοειδείς ραβδώσεις. Επίσης, μερικοί από τους λαξευμένους γωνιακούς δόμους της λιθοδομής έχουν προσποριστεί από αρχαία κτίσματα.

Αυτά τα αρχαιοελληνικά θραύσματα, όπως και οι εσωτερικοί κίονες και τα κιονόκρανα στα οποία στηρίζεται ο τρούλος, φαίνεται ότι προέρχονται από κάποιο άλλο μέρος, καθόσον στον περιβάλλοντα χώρο δεν έχουν ανακαλυφθεί επιπλέον αρχαία κατάλοιπα. Κατά μία απολύτως ελεγχόμενη φήμη, πλην όμως αρκετά διαδεδομένη στην τοπική κοινωνία, μεταφέρθηκαν εδώ από τον λόφο της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας, στα νοτιοδυτικά των Ταρσινών, όπου εικάζεται ότι υπήρχε ένα επαρχιακό ιερό της θεάς Άρτεμης, χωρίς κάτι τέτοιο να επιβεβαιώνεται από ενεπίγραφα ευρήματα, αναθηματικά αντικείμενα ή γραπτές πηγές. Αντίθετα ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος εκφράζει μία πιο αληθοφανή εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ενδεχομένως τα εντοιχισμένα αρχαιοελληνικά μέλη στην Βυζαντινή εκκλησία των Ταρσινών, ενδεχομένως να ανήκαν αρχικά σε κάποια ναόσχημα ταφικά μνημεία της περιφέρειας της αρχαίας Σικυώνας Σε αυτή την θεώρηση συνηγορεί τόσο η ποικιλομορφία τους, καθώς δεν φαίνεται να λήφθηκαν από μία ενιαία κατασκευή, όσο και το μικρό μέγεθος τους, που δεν παραπέμπει σε ένα αναμενόμενο μεγαλοπρεπές οικοδόμημα ενός αρχαίου ιερού. Ο δε Παυσανίας προσεγγίζοντας την Σικυώνα από το αρχέγονο δρομολόγιο το οποίο διέρχονταν κοντά από την θέση του Χριστιανικού καθιδρύματος, μνημονεύει τρεις μνημειώδεις τάφους επιφανών προσωπικοτήτων και έναν ομαδικό τύμβο γηγενών πολεμιστών(8). Μάλιστα ο ίδιος παραθέτει χαρακτηριστικά ότι οι Σικυώνιοι ενταφίαζαν εθιμοτυπικά τους νεκρούς τους στο χώμα, οικοδομώντας από πάνω ένα λίθινο κρηπίδωμα με κίονες, επί των οποίων στηρίζονταν μία ανωδομή όμοια με τα αετώματα των ναών. Ίσως λοιπόν αυτή η μαρτυρία του σχολαστικού αρχαίου περιηγητή να αποτελεί πράγματι μία έμμεση απόδειξη, ότι όντως το προσαρτημένο αρχαιοελληνικό υλικό αποσπάστηκε στην πλειονότητα του από αρχαιοελληνικά ταφικά μνημεία της περιοχής


Εικόνα 12: Το τμήμα της βορειοδυτικής πλευράς, όπου επισημαίνονται τα ενσωματωμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη στην λιθοδομή. (1), (2), (3), (4): τεμάχια Ιωνικών κιονόκρανων, (5), (6): σπόνδυλοι κιόνων, (7), (8): στελέχη κιόνων.


Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος διέθετε πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος καλύφθηκε κάτω από ένα παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος, πιθανότατα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σήμερα εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού Βήματος διατηρούνται μερικές αποσπασματικές αγιογραφίες, που όμως είναι ικανές για να μας δώσουν μία ιδέα για τις εξαιρετικές ικανότητες του Βυζαντινού ζωγράφου. Πρόκειται για δύο σχεδόν κατεστραμμένες και αδιάγνωστες ολόσωμες μορφές, προφανώς από την σκηνή των συλλειτουργούντων ιεραρχών στο κάτω διάζωμα και μίας ακόμα ολόσωμης μορφής επάνω και στα αριστερά του παραθύρου(9). Η τελευταία απεικόνιση ενδεχομένως να αντιστοιχεί σε έναν από τους δύο Αγγέλους, οι οποίοι ίσως να πλαισίωναν την παράσταση της Θεοτόκου Πλατυτέρας, που προφανώς θα ήταν ζωγραφισμένη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού Βήματος, σύμφωνα με τα συνήθη εικονογραφικά πρότυπα και ενδεχομένως να διασώζεται ακόμα κάτω από το επίχρισμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πόδια της εικαζόμενης αγγελικής οντότητας διακρίνεται μία δυσανάγνωστη και αρκετά φθαρμένη επιγραφή, η οποία αν εξετάζονταν από κάποιο ειδικό μπορεί να μας έδινε πολύτιμες πληροφορίες είτε για τον καλλιτέχνη και την χρονολόγηση της αγιογράφησης, είτε για μία φάση ανοικοδόμησης της εκκλησίας(10). Επίσης ανιχνεύονται λιγοστά λείψανα τοιχογραφικού διακόσμου στα εσωτερικά τοιχώματα του δίλοβου παραθύρου πάνω από την Αγία Τράπεζα, όπως και σε άλλα σημεία του Ιερού Βήματος.


Εικόνα 13: Στην αψίδα του Ιερού Βήματος του ναού διατηρούνται ορισμένες αποσπασματικές αγιογραφίες, στις οποίες διακρίνονται δύο αμυδρές ολόσωμες μορφές αδιάγνωστων ιεραρχών και πιθανόν μια αγγελική οντότητα.


Ο εξοπλισμός του ναού είναι κυριολεκτικά απέριττος. Περιμετρικά στους τοίχους βρίσκονται ένα ξύλινο αναλόγιο με δύο στασίδια για τους ψάλτες, ένα ξύλινο ερμάριο, ένα τραπέζι, ένας πάγκος και μερικές φορητές σύγχρονες εικόνες, ενώ δεν υπάρχει ένα κηροστάσιο, ούτε καν ένας υποτυπώδης πολυέλαιος. Μάλιστα παραδόξως ελλείπουν και όλες οι κανδήλες. Η δε Αγία Τράπεζα σκεπάζεται από ένα φύλλο μουσαμά, φέροντας έναν μικρό εσταυρωμένο ακουμπισμένο πάνω της και στην κόγχη της Ιεράς Πρόθεσης έχει προσαρμοστεί η εικόνα του Ιησού Χριστού ως Νυμφίου.

Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το αρκετά αξιόλογο τέμπλο, το οποίο είναι κτιστό και διαθέτει γύψινη ανάγλυφη επένδυση με επιχρυσωμένα διακοσμητικά στοιχεία, παρουσιάζοντας μία εμφανή νεοκλασική επιρροή στην τεχνοτροπία του. Πιθανότατα φιλοτεχνήθηκε την δεκαετία του 1930, χωρίς να αποκλείεται να είναι παλαιότερο, πάντως όχι πριν τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν το παλαιότερο εικονοστάσι που αντικατέστησε(11), εντούτοις η κατασκευή του αντιπροσωπεύει μία νεότερη εξωραϊστική επέμβαση στον Βυζαντινό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, καταδεικνύοντας απερίφραστα την αγάπη και την μέριμνα των κατοίκων των Ταρσινών εκείνης της εποχής, για την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου τους.


Εικόνα 14: Το κτιστό τέμπλο της εκκλησίας πιθανότατα κατασκευάστηκε την δεκαετία του 1930 και φέρει γύψινη ανάγλυφη επένδυση με επιχρυσωμένα διακοσμητικά στοιχεία.


Η κύρια ενότητα του τέμπλου καταλαμβάνεται από την ζώνη με τις Δεσποτικές εικόνες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται γύψινες απομιμήσεις θωρακίων, που φέρουν διακοσμητικούς ανθούς λωτού στο κέντρο τους και μετωπικά φυλλοειδή σχέδια στις ακραίες παραστάδες. Οι υπόψη εικόνες είναι τέσσερις και σε αυτές παριστάνονται, από τα αριστερά προς τα δεξιά, η Χριστολογική σκηνή της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» (1939) και οι ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου Παντάνασσας (1940), του Ιησού Χριστού ευλογούντος (1940) και του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (1940)(12). Ανάμεσα στα τοξοειδή ανοίγματα του τέμπλου σχηματίζονται γύψινοι ραβδωτοί ημικίονες και αρράβδωτοι ημικιονίσκοι έχοντας κιονόκρανα με ανθέμια, ενώ οι υποδοχές των παραστάσεων επιστέφονται από μία επιχρυσωμένη νηπιακή προτομή αγγέλου. Τα δε διάχωρα κοσμούνται με άνθη λωτού, εκτός από της Ωραίας Πύλης όπου εμφανίζονται εκατέρωθεν τα υπερβατικά σύμβολα του «Παντεπόπτη Οφθαλμού».

Οι εκφραστικές Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι ζωγραφικά έργα της μοναστικής αδελφότητας των Αβραμαίων από την Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους και φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 1939 – 1940, αποτελώντας εξαίρετα δείγματα της καλλιτεχνικής ωριμότητας του εν λόγω ονομαστού αγιογραφικού οίκου(13). Διαθέτουν ένα ελαφρώς δυτικότροπο καλλιτεχνικό ύφος, καθώς τότε οι μοναχοί της υπόψη συνοδείας εικονογραφούσαν ακόμα σύμφωνα με την αναγεννησιακή τεχνοτροπία, επηρεασμένοι από την Ρωσική εικαστική σχολή, ενώ άρχισαν να ακολουθούν και τα Βυζαντινά πρότυπα από το 1972.


Εικόνα 15: Η σκήνη της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» και η παράσταση της Θεοτόκου Παντάνασσας, που όπως και οι άλλες δύο Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι αναγεννησιακής τεχνοτροπίας και φιλοτεχνήθηκαν από την αδελφότητα των Αβραμαίων του Αγίου Όρους.


Στο επόμενο διάζωμα εμφανίζεται η θαυμάσια παράσταση της «Αμπέλου», σε οριζόντιο ανάπτυγμα, από τα κλήματα της οποίας αναφύονται μικρά μετάλλια με τις προτομές του Ιησού Χριστού στο κέντρο και έξι θρησκευτικών προσώπων, ανά τρία εκατέρωθεν αυτού, πλην όμως δύο εξ’ αυτών είναι πλέον κενά. Πάνω από αυτή την αλληγορική διάταξη και στον κατακόρυφο άξονα της Ωραίας Πύλης, σχηματίζεται ένα νεοκλασικό αέτωμα, που το γωνιακό γείσο του να διατρέχεται από γιρλάντα και η κορυφή του κοσμείται από μία νηπιακή αγγελική μορφή, ενώ στο μέσο του τριγώνου είναι ζωγραφισμένος ένας γλαφυρός «Παντεπόπτης Οφθαλμός».

Αμέσως μετά καθ’ ύψος του εικονοστασίου διαμορφώνεται η ζώνη του «Δωδεκάορτου», δηλαδή μία σειρά μικρογραφικών σκηνών, στις οποίες αποτυπώνονται οι δώδεκα σημαντικότερες εορτές του Ορθόδοξου λειτουργικού έτους, εκατέρωθεν της παράστασης του «Μυστικού Δείπνου». Δυστυχώς σήμερα διασώζονται εκτός θέσεως μόνο δύο εκ των μικρογραφιών, με τις απεικονίσεις της «Ανάστασης» και της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος», ενώ αγνοείται η τύχη των υπολοίπων. Η δεσπόζουσα σκηνή του «Μυστικού Δείπνου» επιστέφεται από ένα δεύτερο νεοκλασικό αέτωμα, όπου στο διάχωρο της γωνιακής κορυφής του διακρίνεται ένας ακόμα «Παντεπόπτης Οφθαλμός». Κατά πάσα πιθανότητα το επιστέγασμα του τέμπλου διακοσμούνταν με γύψινη γιρλάντα, η οποία έχει αποσυντεθεί σε όλο το μήκος της. Στην δε κορυφή του υπερκείμενου αετώματος μάλλον πρέπει να ορθώνονταν τουλάχιστον ένας γύψινος σταυρός και στις άκρες του αποξεσμένου γωνιακού γείσου υπήρχαν δύο νηπιακές αγγελικές προτομές, εκ των οποίων διατηρείται η δεξιά.


Εικόνα 16: Άποψη του πάνω τμήματος του τέμπλου με την επιχρυσωμένη αλληγορική παράσταση της αμπέλου, την άνωθεν ζώνη του «Δωδεκάορτου», την απεικόνιση του «Μυστικού Δείπνου» και τα δύο επάλληλα νεοκλασικά αετώματα.


Ο αφανής ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο κοιμητήριο των Ταρσινών αποτελεί πραγματικά έναν ιστορικό, πολιτιστικό και εκκλησιαστικό θησαυρό του Δήμου Βέλου – Βόχας, και κατ’ επέκταση της Κορινθίας. Εκτός από την αναμφισβήτητη αξία του ως ενός σπουδαίου αρχιτεκτονικού μνημείου των μέσων Βυζαντινών χρόνων, περικλείει σφιχτά στην δομή του ποικίλα αρχαιοελληνικά κατάλοιπα ως μία ανεκτίμητη παρακαταθήκη του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Σικυώνας. Ωστόσο, θα πρέπει να ενεργοποιηθούν άπαντες οι υπεύθυνοι φορείς, έτσι ώστε να λαμβάνεται διαρκώς η δέουσα μέριμνα για τον ευπρεπισμό του εσωτερικού του, έτσι ώστε να μην παρουσιάζει μία παραμελημένη εικόνα. Επιπλέον κρίνεται απαραίτητη η συντήρηση και η αποκατάσταση του έξοχου πλην ταλαιπωρημένου τέμπλου του, από εξειδικευμένους τεχνίτες της αρμόδιας Διεύθυνσης Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού, με γνώμονα την ιδιάζουσα καλλιτεχνική σημασία του νεοκλασικού ύφους του. Το βέβαιο είναι ότι ο οκταγωνικός «Αθηναϊκός» τρούλος της Βυζαντινής εκκλησίας, θα εξακολουθεί να προσελκύει τα βλέμματα των περιστασιακών διερχόμενων και των ρομαντικών ερευνητών της τοπικής ιστορίας.


Εικόνα 17: Η Βυζαντινή εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο κοιμητήριο των Ταρσινών ανήκει στον αρχιτεκτονικό ρυθμό των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών μετά τρούλου και αποτελεί έναν σπουδαίο ιστορικό, πολιτιστικό και εκκλησιαστικό θησαυρό της Κορινθίας.


Κείμενο – Φωτογραφίες 

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com

3 Απριλίου 2020

Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. «Τα Ελληνικά. Ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική, και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος», Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή, τόμος δεύτερος (Πελοπόννησος), σελίδα 380, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, εν Αθήναις, 1853.

2. Ένα από τα γνωστότερα μνημεία με τρούλο «Αθηναϊκού τύπου» είναι ο ιερός ναός της Παναγίας Γοργοεπήκοου και του Αγίου Ελευθερίου, ο οποίος βρίσκεται δίπλα από τον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών. Κατά την επικρατέστερη εκτίμηση η ανέγερση του χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, δηλαδή την ίδια περίοδο που ανάγεται και η οικοδόμηση της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Ταρσινών. Βλέπε και παρακάτω σημείωση 5.

3. Βλέπε εικόνα 31 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.

4. Ουσιαστικά ο προσανατολισμός του ναού είναι ελαφρώς νοτιοανατολικός, όπως συχνά παρατηρείται σε εκκλησίες της περιοχής, λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως του ορίζοντα.

5. Ο αποκαλούμενος «Αθηναϊκός τρούλος» έχει οκτάπλευρο σχήμα και σκεπάζεται με κόκκινα κεραμίδια Βυζαντινού τύπου. Κάθε μία από τις οκτώ πλευρές του διαθέτει συνήθως ένα μονόλοβο παράθυρο και έχει τοξοειδή διαρρύθμιση, που τονίζεται με μαρμάρινα γείσα και με λευκούς λίθινους κιονίσκους στις γωνίες. Στο σημείο γένεσης των μαρμάρινων γείσων υπάρχει λίθινη υδρορροή (https://el.wikipedia.org/Αθηναϊκός τρούλος).

6. Ενδεχομένως τα μικρά πλίνθινα οδοντωτά τμήματα εκατέρωθεν της δυτικής θύρας, να έγιναν όταν αυτή διανοίχτηκε, προκειμένου να αντικαταστήσει την καταργημένη αρχική θύρα στην νότια πλευρά.

7. Όπως συνάγεται από την σχετική έκθεση του Αναστάσιου Ορλάνδου, τα διακοσμητικά πινάκια υπήρχαν ακόμα στην τοιχοποιία του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τουλάχιστον έως το 1935, εκτός από εκείνο του αετώματος της δυτικής πλευράς.

8. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», τόμος ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 7, εδάφια 2, 3 & 4.

9. Βλέπε εικόνες 26, 27 και 28 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.

10. Δεν είναι γνωστή κάποια ιδιαίτερη δημοσίευση για τις διατηρούμενες αγιογραφίες του ναού ή για την υπόψη επιγραφή. Αν εκπονήθηκε μία σχετική έκθεση, αυτή δεν έχει κυκλοφορήσει εκτός των επιστημονικών κύκλων.

11. Ενδεχομένως να ήταν ένα απλό ξύλινο εικονοστάσι, που παρουσίαζε φθορές λόγω παλαιότητας και το οποίο είχε τοποθετηθεί σε άγνωστο χρόνο στην θέση του κατεστραμμένου μαρμάρινου τέμπλου των μέσων Βυζαντινών χρόνων.

12. Εντός παρενθέσεως παρατίθενται οι χρονολογίες, που αναγράφονται πάνω στις Δεσποτικές εικόνες και αφορούν την φιλοτέχνηση τους.

13. Αν και οι εικόνες της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου δεν φέρουν επιγραφή με την επωνυμία της αδελφότητας, όπως οι άλλες δύο, εντούτοις είναι βέβαιο ότι προέρχονται από το εργαστήριο των Αβραμαίων, καθόσον είναι πανομοιότυπες με αυτές τόσο στην σχεδιαστική τεχνοτροπία, όσο και στους χρωματισμούς.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Travels in various countries of Europe, Asia and Africa», Edward Daniel Clarke LL. D., Part the second, «Greece, Egypt and the Holy Land», Section the second, Fourth edition, Volume the sixth, pages 531 – 532, Printed for T. Cadell and W. Davies in the Strand by R. Watts Crown Court Temple Bar, London, 1828.

2. «Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος», Εξαμηνιαίον Περιοδικόν Σύγγραμμα, συντασσόμενου υπό Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, τόμος Α’, σελίδες 91 – 94, «Οι ναοί των Ταρσινών και της Λέχοβας», τυπογραφείον «Εστία», Αθήναι, 1935.

3. «Ταρσινά. Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα», Μαρία – Μυρτώ Γεωργοπούλου, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 37, μέρος Β1 – Χρονικά (1982), σελίδα 153, Αθήνα, 1989.

4. «Ταρσινά. Ναός Μεταμορφώσεως», Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 37, μέρος Β1 – Χρονικά (1984), σελίδα 108, Αθήνα, 1989.

5. «Η Ελλαδική Ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα», Χαράλαμπος Μπούρας, Λασκαρίνα Μπούρα, σελίδες 312 – 313, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2002.

6. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Supplement 39, pages 113 – 114, 348 – 349, 405 & 524, American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

7. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 55 – 64, Εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.

8. https://www.myvillage.gr/villages/tarsina-korinthias.

9. http://odysseus.culture.gr/ Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα).

10. http://costaspappis.blogspot.com/ Η δική μου Μεταμόρφωση: το κοιμητήριο, τ’ όνειρο, το σύρμα, τα χρυσά/8-9-2018.

11. https://el.wikipedia.org/Κρήνες Κορινθίας.

12. https://konxenopoulosagiografos.wordpress.com/Αγιογραφικός οίκος αδελφότητος Αβραμαίων ο άγιος Ανδρέας.


Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό:



Εικόνα 18: Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος χρονολογείται στο τέλος των μέσων Βυζαντινών χρόνων και σήμερα αποτελεί κοιμητηριακή εκκλησία του νεκροταφείου των Ταρσινών.



Εικόνα 19: Το μαρμάρινο πλαίσιο της αρχικής νότιας θύρας του, που βρίσκεται εντοιχισμένο στην ίδια θέση. Στο υπέρθυρο διακρίνονται τρεις ανάγλυφοι σταυροί.



Εικόνα 20: Το δίλοβο τοξωτό παράθυρο της τρίπλευρης αψίδας του Ιερού Βήματος με το πλίνθινο πλαίσιο και την διακοσμητική οδοντωτή ταινία. Ακριβώς από πάνω του διακρίνονται τρεις κοιλότητες σκυφίων.


Εικόνα 21: Τα εντοιχισμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη στην τοιχοποιία της νότιας πλευράς της εκκλησίας, τα οποία πιθανότατα προέρχονται από ναόσχημα ταφικά μνημεία της αρχαίας Σικυώνας.



Εικόνα 22: Η σημερινή θύρα του ναού με το ξύλινο αυτοσχέδιο υπέρθυρο, που φέρεται να διανοίχτηκε σε μία δεύτερη οικοδομική φάση. Εκατέρωθεν αυτής διακρίνονται τοποθετημένα τρία στελέχη αρχαίων κιόνων.



Εικόνα 23: Ο βόρειος αρχαίος μονολιθικός κίονας στο εσωτερικό του ναού. Η διάμετρος του δεν συνάδει με το μεγαλύτερο προσαρμοσμένο Ιωνικό κιονόκρανο.



Εικόνα 24: Ο νότιος αρχαίος μονολιθικός κίονας με το Ιωνικό κιονόκρανο στο εσωτερικό του ναού.



Εικόνα 25: Άποψη του τρούλου του ναού από το εσωτερικό. Στο τύμπανο του ανοίγονται τέσσερα παράθυρα.



Εικόνα 26: Διατηρούμενη αγιογραφία με ολόσωμη μορφή αδιάγνωστου ιεράρχη στο κάτω διάζωμα της αψίδας του Ιερού Βήματος.



Εικόνα 27: Διατηρούμενες αγιογραφίες στην αψίδα του Ιερού Βήματος. Στο κάτω διάζωμα διαγράφεται η κατεστραμμένη ολόσωμη μορφή αδιάγνωστου ιεράρχη και στο πάνω παρουσιάζεται μία απεικαζόμενη αγγελική οντότητα, στα πόδια της οποίας διακρίνεται μία δυσανάγνωστη επιγραφή.



Εικόνα 28: Στα εσωτερικά τοιχώματα του παραθύρου της αψίδας του Ιερού Βήματος παρατηρούνται ψήγματα ζωγραφικού διακόσμου.



Εικόνα 29: Η κτιστή Αγία Τράπεζα του ναού, που σήμερα είναι καλυμμένη με ένα απλό φύλλο μουσαμά.



Εικόνα 30: Η κόγχη της Ιεράς Πρόθεσης με την προσαρμοσμένη εικόνα του Ιησού Χριστού ως Νυμφίου.



Εικόνα 31: Περίτεχνο μαρμάρινο κιονόκρανο, κυβοειδούς σχήματος, που βρέθηκε ενσωματωμένο στα επιχρίσματα του τρούλου του ναού και εκτιμάται ότι ενδεχομένως να προέρχεται από έναν κιονίσκο του αρχικού μαρμάρινου τέμπλου των μέσων Βυζαντινών χρόνων. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, πίνακας 95γ).



Εικόνα 32: Άποψη του αξιόλογου νεοκλασικού τέμπλου του ναού. Οι Δεσποτικές εικόνες είναι ζωγραφικά έργα του ονομαστού αγιογραφικού οίκου της μοναστικής αδελφότητας των Αβραμαίων από την Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους.
Δημοσίευση: Απριλίου 03, 2020

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΤΑΡΣΙΝΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ "

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator